Ανακοίνωση της γραμματείας των ΣΥΝΕΚ
Με τον παραπλανητικό τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου και ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών» κατατίθεται το νομοσχέδιο του ΥΠΑΙΘ, εν μέσω θέρους και μάλιστα μετά από μια εξαιρετικά δύσκολη εκπαιδευτική χρονιά λόγω πανδημίας. Οι προτροπές των διεθνών οργανισμών για επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων ασφαλούς λειτουργίας των σχολείων, κάλυψης των μαθησιακών κενών και αντιμετώπισης των ψυχοκοινωνικών συνεπειών της πανδημίας τα οποία πραγματικά αναβαθμίζουν το σχολείο σε αυτή τη συγκυρία αγνοούνται επιδεικτικά από το ΥΠΑΙΘ.
Αντί να λάβει μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση, το ΥΠΑΙΘ οικοδομεί ένα σχολείο από το οποίο εξοβελίζονται πλήρως η δημοκρατία και η αξιοκρατία, η συλλογικότητα, η συμμετοχή και η συνεργασία, το παιδαγωγικό πλαίσιο και αρχές, και υποκαθίστανται από συγκεκαλυμμένες πελατειακές σχέσεις, αναξιοκρατία, γραφειοκρατία και συγκεντρωτισμό μέσα από έναν εσμό μονοπρόσωπων οργάνων τα οποία αλληλοεπιλέγονται, αλληλοαξιολογούνται και αλληλομοριοδοτούνται, με υποκειμενικά ή και ανύπαρκτα ακόμα κριτήρια.
Οικοδομεί βήμα προς βήμα ένα σχολείο διαφορετικών ταχυτήτων, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που οξύνει τις μορφωτικές ανισότητες σε βάρος των πιο αδύναμων μαθητών και μαθητριών.
Καταρχάς, η δημοκρατία στο σχολείο μέσα από τον κομβικό έως τώρα ρόλο του συλλόγου διδασκόντων/διδασκουσών είναι πλέον ανύπαρκτη. Ο σύλλογος διδασκόντων/ διδασκουσών επί της ουσίας δεν υφίσταται πλέον ως το κυρίαρχο όργανο, αφού πια δεν έχει αποφασιστικό ρόλο παρά για επουσιώδη ζητήματα. Μια σειρά από εξουσίες εκχωρούνται στον διευθυντή, από την δυνατότητα να αποφασίζει μόνος για πλήθος ζητημάτων μέχρι και την δυνατότητα να ορίζει χωρίς κριτήρια υποδιευθυντή, ενδοσχολικό συντονιστή και μέντορα, μονοπρόσωπα όργανα εντός της σχολικής μονάδας, η θητεία των οποίων συνεκτιμάται στην αξιολόγηση και κατ’ επέκταση στην επιλογή στελεχών.
Η κατάσταση αυτή θα διαμορφώσει σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας, που θα επιφέρουν ένα συγκρουσιακό και στείρα ανταγωνιστικό κλίμα μέσα στο σχολείο, με επιβράβευση ημετέρων. Σε κανένα σημείο του νομοσχεδίου δεν προβλέπεται ή διασφαλίζεται η άποψη των εκπαιδευτικών για παιδαγωγικά και άλλα ζητήματα που αφορούν στη σχολική μονάδα. Αν αυτό δεν είναι τιμωρία για τους συλλόγους διδασκόντων, που αρνήθηκαν την εκφυλισμένη αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, τις κάμερες στην τάξη, τη μετατροπή του σχολείου τους σε πρότυπο, τότε τι είναι; Πού βρίσκεται άραγε η παιδαγωγική αυτονομία και ελευθερία του εκπαιδευτικού (που διατείνεται το νομοσχέδιο) όταν δεν αποφασίζει και δεν συμμετέχει;
Κατά τον ίδιο τρόπο εξοβελίζονται και οι γονείς και οι μαθητές, οι έτεροι δύο πυλώνες της σχολικής κοινότητας, από τη λήψη αποφάσεων, με την αναμόρφωση του Σχολικού Συμβουλίου. Όπως δεν συμμετέχουν πλέον σε αυτό παρά μόνο τρεις εκπαιδευτικοί, έτσι δεν συμμετέχει ούτε ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων στο σύνολό του, και μόνον ένας μαθητής χωρίς δικαίωμα ψήφου (αντί τριών με δικαίωμα ψήφου). Αν αυτό δεν είναι τιμωρία των ενώσεων γονέων και των μαθητών/τριών, που αντέδρασαν σε πλήθος κυβερνητικών επιλογών, τότε τι είναι; Αντ’ αυτού, συμμετέχουν πλέον δύο αντιπρόσωποι του δήμου και μάλιστα ο ένας με θέση αντιπροέδρου.
Συνεχίζεται η κομματική άλωση της διοίκησης της εκπαίδευσης, όπως αυτή ξεκίνησε με την αυθαίρετη -χωρίς κριτήρια και χωρίς κατάταξη υποψηφίων- τοποθέτηση των διευθυντών εκπαίδευσης το καλοκαίρι του 2020. Η επιλογή τους έγινε από συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίστηκαν απευθείας από το ΥΠΑΙΘ, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των νέων ΔΔΕ να είναι συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ. Παρόμοια διαδικασία επιλογής στελεχών προβλέπεται και στο νομοσχέδιο αυτό.
Οι πελατειακές σχέσεις και η ευνοιοκρατία (όπως ήδη προωθούνται και από τα ανεξέλεγκτα Υ.Σ. με τους δοτούς «αιρετούς»), καθορίζουν την επιλογή στελεχών, καθώς τα 45 μόρια (αξιολόγηση και συνέντευξη) από τα 100 είναι καθαρά υποκειμενικά και αλλοιώνουν πλήρως την αρχική κατάταξη, ενώ ταυτόχρονα τα στελέχη αλληλοεπιλέγονται και αλληλομοριοδοτούνται, καθώς η αμφίδρομη αξιολόγηση μεταξύ προϊσταμένων και υφισταμένων θα επιφέρει την ανταλλαγή μορίων μεταξύ τους. Παράλληλα, τα στελέχη αποκτούν τη δυνατότητα να αποκλείουν άλλους διεκδικητές της θέσης τους με «μη ικανοποιητική» αξιολόγηση.
Ταυτόχρονα, αποκλείονται εξ ορισμού οι εκπαιδευτικοί της τάξης από τις θέσεις των ΠΔΕ και ΔΔΕ, καθώς αυτές προαπαιτούν 4 ή 2 χρόνια προϋπηρεσίας αντίστοιχα σε θέσεις ευθύνης. Προβλέπεται ακόμα και η επιλογή ημετέρων ως στελεχών από την ιδιωτική εκπαίδευση (εκπαιδευτικοί που δεν έχουν τα προαπαιτούμενα για διορισμό, μπορούν τώρα να γίνουν στελέχη της δημόσιας εκπαίδευσης). Τρανή απόδειξη του κομματικού χαρακτήρα της διοίκησης είναι ο αποκλεισμός των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων, και με το νόμο πλέον, από τα συμβούλια επιλογής προσωπικού, για πρώτη φορά μετά από περίπου έναν αιώνα.
Θεωρούμε ότι η επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια με εκλογές από τη βάση. Επιμένουμε στην επιλογή Διευθυντών σχολικών μονάδων με αντικειμενικά κριτήρια και ψηφοφορία από το Σύλλογο Διδασκόντων, με κατάργηση του καθηκοντολόγιου, με αλλαγή του ρόλου του Διευθυντή σε συντονιστή και παράλληλη αύξηση των αρμοδιοτήτων του Συλλόγου σε ένα διευρυμένο δημοκρατικό πλαίσιο. Η επιλογή των Υποδιευθυντών να γίνεται με βάση το ισχύον σύστημα. Ο ρόλος των Σχολικών Συμβούλων πρέπει να αποσυνδεθεί εντελώς από την αξιολόγηση οποιασδήποτε μορφής, ώστε να μη νοθεύεται ο υποστηρικτικός και συμβουλευτικός χαρακτήρας του.
Τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών πλήττονται, καθώς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του νομοσχεδίου είναι η απόλυτη εξουσία του διευθυντή, ο οποίος αποκτά υπερεξουσίες και επιβάλλει ακόμα και έγγραφη ποινή επίπληξης (μονοπρόσωπο πειθαρχικό όργανο!) και των αξιολογητών υπό την απειλή της αξιολόγησης. Ο διευθυντής αποφασίζει μόνος για πλήθος ζητημάτων, από την ανάθεση εξωδιδακτικών καθηκόντων στους εκπαιδευτικούς μέχρι και την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης σπουδαστών ιδιωτικών φορέων μέσα στο δημόσιο σχολείο! Επίσης, με απόφαση διευθυντή πραγματοποιούνται εκτός εργασιακού ωραρίου:
α) εκπαιδευτικοί όμιλοι, χωρίς ένταξή τους στο διδακτικό ωράριο του εκπαιδευτικού (εν αντιθέσει με τα Πρότυπα, Πειραματικά και Εκκλησιαστικά) ή υπερωριακή αμοιβή, ενώ συνεκτιμώνται στην αξιολόγηση,
β) παιδαγωγικές συνεδριάσεις ακόμα και εξ αποστάσεως (θεσπίζεται εμμέσως η υποχρέωση οι εκπαιδευτικοί να έχουν εξοπλισμό που δεν τους παρέχεται από το ΥΠΑΙΘ), και
γ) ενδοσχολική επιμόρφωση (με συνεκτίμηση στην αξιολόγηση), την οποία και πάλι αποφασίζει ο διευθυντής και ως προς την θεματολογία και ως προς τον φορέα υλοποίησής της. Παράλληλα, το νομοσχέδιο προβλέπει πλήθος νέων γραφειοκρατικών αρμοδιοτήτων, που έρχονται να επιβαρύνουν επιπλέον τις εργασιακές συνθήκες των εκπαιδευτικών.
Ταυτόχρονα, επιχειρείται να παρεμποδιστεί με την απειλή της αρνητικής αξιολόγησης η συνδικαλιστική δράση, αφού η συμμετοχή στις αποφάσεις του σωματείου οδηγεί ρητά στην αρνητική αξιολόγηση «μη ικανοποιητικός» (π.χ. απεργία-αποχή από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας καθιστά τον εκπαιδευτικό υπηρεσιακά ανεπαρκή και του στερεί το δικαίωμα να μονιμοποιηθεί, αν είναι δόκιμος ή να διεκδικήσει θέση ευθύνης μέχρι και για οκτώ χρόνια). Η επαγγελματική εξουθένωση από τις νέες υποχρεωτικές αρμοδιότητες, την υπονόμευση της συνεργασίας και το αυταρχικό κλίμα που δημιουργείται με το φόβητρο της αξιολόγησης είναι εις βάρος του παιδαγωγικού ρόλου των εκπαιδευτικών και της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου.
Η πολυδιαφημισμένη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν είναι παρά μια απερίγραπτη επιπλέον γραφειοκρατική διαδικασία, που αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά προβλήματα της εκπαίδευσης και δείχνει ως μόνιμους υπεύθυνους γι’ αυτά τους εκπαιδευτικούς. Η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης απαιτεί αύξηση της χρηματοδότησης της παιδείας, κάλυψη των 50.000 κενών εκπαιδευτικών, μείωση του αριθμού μαθητών ανά τμήμα, σύγχρονες κτιριακές υποδομές και όχι κοντέινερ, τεχνολογικό και λοιπό εξοπλισμό, προγράμματα σπουδών σύμφωνα με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές με ανάλογα βιβλία και εποπτικό υλικό, κατάργηση της τράπεζας θεμάτων και μείωση των εξετάσεων που οδηγούν σε στείρα γνώση και ανάγκη παραπαιδείας. Άλλωστε, διεθνείς μελέτες σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης δείχνουν ότι όπου εφαρμόστηκε όχι μόνο δεν επήλθε βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, αλλά αντίθετα, λόγω της επιπλέον επαγγελματικής εξουθένωσης που επιφέρει αλλά και του ανταγωνιστικού κλίματος που καλλιεργεί, παραμερίζονται οι παιδαγωγικές αρχές και αυξάνονται οι μορφωτικές ανισότητες.
Επιπλέον, η αξιολόγηση που προβλέπεται στο νομοσχέδιο, κρύβει πελατειακά δίκτυα, αποσκοπεί στη φίμωση των εκπαιδευτικών και δεν έχει καμία επιστημονική βάση, καθώς οι σύμβουλοι που θα αξιολογούν τη διδακτική επάρκεια, δεν προβλέπεται να έχουν καμία ειδίκευση πάνω στη διδακτική, οι διευθυντές που θα αξιολογούν το παιδαγωγικό κλίμα, δεν προβλέπεται να έχουν καμία ειδίκευση πάνω στην παιδαγωγική και σε πολλές περιπτώσεις οι αξιολογούμενοι θα έχουν περισσότερα προσόντα στο αντικείμενο της αξιολόγησής τους απ’ ό,τι οι αξιολογητές τους. Είναι ποσοτική και όχι περιγραφική, όπως είχε εξαγγείλει η υπουργός, άρα προφανώς αντιεπιστημονική, αφού απαιτεί ποσοτικοποίηση ποιοτικών μεταβλητών και ταυτόχρονα τιμωρητική καθώς το επίπεδο αξιολόγησης «μη ικανοποιητικός» σημαίνει για τους δόκιμους μη μονιμοποίηση, για τους μόνιμους αποκλεισμό από θέσεις ευθύνης για 4 έτη, για τα στελέχη άμεση παύση και αποκλεισμό για 4 έτη. Ουσιαστικά πρόκειται για μία διαδικασία που επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο και τη χειραγώγησή των εκπαιδευτικών, με στόχο να μειωθούν οι αντιστάσεις ατομικά και συλλογικά.
Αντιπρόταση μας στην ατομική αξιολόγηση αποτελεί το πάγιο αίτημα του κλάδου μας για καθολική, εισαγωγική, περιοδική και ετήσια, επιμόρφωση (8ο Συνέδριο 1998), κρίνοντας ότι αποτελεί βασική παράμετρο βελτίωσης των εκπαιδευτικών και του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Ωστόσο, στο νομοσχέδιο προβλέπεται μια επιμόρφωση χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, οργάνωση και βιωσιμότητα και στήνεται ένας μηχανισμός σύνδεσής της με την αξιολόγηση. Συγκεκριμένα:
α) Φορείς επιμόρφωσης γίνονται (στη θέση των ΠΕΚΕΣ) μονοπρόσωπα όργανα, όπως οι Περιφερειακοί Επόπτες Ποιότητας της Εκπαίδευσης, οι Επόπτες Ποιότητας και οι Σύμβουλοι Εκπαίδευσης.
β) Η θεματολογία της ενδοσχολικής επιμόρφωσης και ο φορέας (κάθε χρόνο τουλάχιστον 15 ώρες) αποφασίζονται από τον διευθυντή/ντρια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η βούληση και οι επιμορφωτικές ανάγκες του συλλόγου διδασκόντων. Δεν τίθεται η προϋπόθεση της υλοποίησής της εντός του εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών (άρα και εκ των πραγμάτων εκτός εργασιακού ωραρίου) και ενώ είναι προαιρετική, συνεκτιμάται στην ατομική αξιολόγηση, όπως, ανάλογα συνεκτιμάται και για την αξιολόγηση του Δ/ντη.
γ) Προβλέπεται υποχρεωτική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που ένα τουλάχιστον πεδίο στην αξιολόγησή τους κρίνεται «μη ικανοποιητικό». Η θεματολογία και η χρονική διάρκεια ορίζονται με απόφαση επόπτη και μετά από εισήγηση συμβούλου.
Υπάρχει συνεπώς ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε κακώς σχεδιασμένες επιμορφώσεις, σε συνεργασία με ανεπαρκείς και ακατάλληλους φορείς ή άχρηστες ως προς τη θεματολογία για τους εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας μόνο και μόνο για να μπουν στους φακέλους του διευθυντή και των εκπαιδευτικών. Η επιμόρφωση διολισθαίνει σε διαδικασία συλλογής «χαρτιών». Επίσης, τόσο οι πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών για επιμόρφωση όσο και οι τεχνητές (συνεκτίμηση στην αξιολόγηση και μοριοδότηση στην επιλογή στελεχών) θα αυξήσουν τη ζήτηση, και είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορέσει να υπάρξει εγγύηση ποιοτικής και ισότιμης επιμόρφωσης για όλα τα σχολεία. Αντί όλων αυτών, διεκδικούμε ουσιαστική επιμόρφωση και πραγματική ενίσχυση του εκπαιδευτικού έργου σε συνθήκες εργασιακής ασφάλειας, παιδαγωγικής ελευθερίας και συλλογικότητας, σε ένα δημοκρατικό σχολείο που θα χωράει όλα τα παιδιά, χωρίς διακρίσεις, και θα παρέχει στέρεες γνώσεις συνδέοντας τη θεωρία με την πράξη και διαπλάθοντας ελεύθερους – σκεπτόμενους ανθρώπους και πολίτες!
Η υποκρισία της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ είναι πρωτοφανής. Από την μία η κ. Κεραμέως με δημόσιες δηλώσεις εξαίρει την σημαντική συμβολή των εκπαιδευτικών στην πανδημία και από την άλλη νομοθετεί διαδικασίες που αποδεικνύουν την πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης του ΥΠΑΙΘ προς τους εκπαιδευτικούς. Από την μία μιλά για αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και από την άλλη νομοθετεί την υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του διευθυντή. Από τη μία διαφημίζει την παιδαγωγική αυτονομία των εκπαιδευτικών και από την άλλη τους αποκλείει από τη συμμετοχή στη λήψη σημαντικών αποφάσεων και τους υποχρεώνει σε πειθάρχηση και συμμόρφωση. Από τη μία μιλά για «αριστεία» και βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου και από την άλλη νομοθετεί την απόλυτη αναξιοκρατία, τις πελατειακές σχέσεις και την επαγγελματική εξουθένωση των εκπαιδευτικών.
Απαιτούμε την απόσυρση του αντιεκπαιδευτικού και αντιδημοκρατικού νομοσχεδίου!
Είναι ζήτημα Δημοκρατίας!