Κείμενο – Φωτογραφίες : Δημήτρης Καστανάρας
«Ουζάδικο η Ανατολή» γράφει η ταμπέλα στην είσοδο και νομίζω πως τα λέει όλα. Είναι ο χώρος με τη μαγευτική θέα που διατηρεί στη Σκόπελο από το 1982 ο Γιώργος Ξηντάρης, όπου και εμφανίζεται το καλοκαίρι με τους δυο γιους του, τον Αντώνη και τον Θοδωρή, που παίζουν κιθάρα, μπουζούκι και τραγουδούν.
Ατμόσφαιρα οικεία, θαρρείς σπιτική. Πελάτες και μουσικοί μια παρέα, σε έναν χώρο που συνδυάζει τιμιότητα και αυθεντικότητα. Μεζέδες προσεγμένοι, κρασί, ούζο και τσίπουρο σήμα κατατεθέν άλλωστε της Θεσσαλίας.
Για να πας στου Ξηντάρη, στην «Ανατολή», πρέπει να κλείσεις τραπέζι αλλιώς καλύτερα να μην επιχειρήσεις να ανέβεις τον λόφο με τα 180 σκαλιά (αν τα μέτρησα καλά).
Ήμουν ίσως από τους τυχερούς που βρήκα τραπέζι από ακύρωση.
Καθισμένος σε μια γωνιά του μαγαζιού πίνοντας το δροσερό κρασάκι και τρώγοντας τα νόστιμα σπιτικά μεζεδάκια άρχισα να ακούω για αρχή το υπέροχο παίξιμο και τραγούδι από τους γιους του κυρ Γιώργη, τον Αντώνη και τον Θοδωρή και τον Γιώργο Αναγνώστου χωρίς μικρόφωνα και κονσόλες, με έναν καθαρό ήχο.
Αφού ζεσταθήκαμε ήρθε η ώρα του Γιώργη Ξηντάρη που πιάνει το μπουζούκι στα χέρια του και το ταξίδι αρχίζει…
Η ώρα περνάει υπέροχα χωρίς να το καταλάβεις.
Έχει πάει μία τα ξημερώματα και κάποια τραπεζάκια μπροστά έχουν αδειάσει. Ενώ έχω πληρώσει και είμαι έτοιμος για να φύγω ένας από τους σερβιτόρους με χαμόγελο και ευγένεια με προτρέπει να καθίσω σε ένα τραπεζάκι μπροστά. Διστακτικά, γιατί η ώρα είχε περάσει, πήγα και κάθισα, για να ακολουθήσει ένα καθαρό με ένα τεταρτάκι κέρασμα.
Για πότε πήγε 2 η ώρα ούτε που το κατάλαβα. Το πρόγραμμα τελείωσε και αφού μας καληνύχτισε ο κυρ Γιώργης άφησε το μπουζούκι του και με ένα ποτήρι κρασί πήγε να καθίσει στη βεράντα.
Βρήκα την ευκαιρία να του μιλήσω και να κανονίσω ένα ραντεβού για κουβεντούλα την επομένη το απόγευμα.
Βραδάκι Παρασκευής, περασμένες 8.30 και η ζέστη, ακόμη και σ’ αυτό το ψηλότερο σημείο του νησιού, είναι αφόρητη. Στο τραπέζι που καθόμαστε το νερό και τα παγάκια πάνε κι έρχονται και η κουβεντούλα μας είναι στο πολύ χαλαρό. Όση ώρα μιλάμε βλέπω απέναντι μου έναν ήπιο άνθρωπο με απίστευτο χιούμορ.
Μιλάμε για το Ρεμπέτικο τραγούδι και το λαϊκό και κάποια στιγμή μου λέει ” τραγούδια καλά τώρα γράφονται, λαϊκά, αλλά είναι πολύ λίγα. Όλα τα παλιά είναι βγαλμένα μέσα από την ζωή, λένε αληθινές ιστορίες! Τώρα γράφει ο άλλος, κάθομαι στο παράθυρο και βλέπω έξω την βροχή. Μα είναι στίχοι αυτοί που γράφονται; ” γελάει και με πιάνουν και εμένα τα γέλια.
“Στα μαγαζιά, στο ράδιο και στις εκπομπές της τηλεόρασης παίζουν τα ίδια και τα ίδια ρεμπέτικα τραγούδια λες και δεν έχουν γραφτεί άλλα. Ξέρεις πόσες φορές μάλωσα γι’ αυτό το πράγμα; Τελευταία φορά, θυμάμαι, ήταν σε μια εκπομπή αφιερωμένη στον Βαμβακάρη. Με κάλεσαν να πάω να παίξω τραγούδια του. Κάνω κι εγώ τις πρόβες με την ορχήστρα κι έρχεται ο παρουσιαστής και μου λέει, τι είν’ αυτά; Τι είναι του λέω, τραγούδια του Βαμβακάρη. Όχι, μου λέει, τη φραγκοσυριανή και αυτά τα γνωστά θέλει ο κόσμος. Ε κι άμα παίζουμε τα ίδια και τα ίδια πως θα μάθει ο κόσμος και τα άλλα που έγραψε, του απαντάω” και γελάει.
Γεμίζουμε τα ποτήρια με πάγο και νερό και πίνουμε για να δροσιστούμε. Το τηλέφωνο εν τω μεταξύ δεν σταματά να χτυπάει για να κλείνουν τραπέζι.
“Συνεχιστές του ρεμπέτικου υπάρχουν. Μπορεί να μην είναι πολλοί αλλά υπάρχουν” μου λέει και μου δείχνει τα δυο του παιδιά.
“Για να πιάσεις το μπουζούκι και να παίξεις ρεμπέτικο πρέπει να έχεις καρδιά, να το θες πραγματικά, να το αγαπάς. Τότε για να μάθουμε κάποιο τραγούδι παίζαμε και ξανά παίζαμε στο γραμμόφωνο το τραγούδι για να μπορέσουμε να βρούμε τα πατήματα. Τώρα τα έχουν όλα έτοιμα. Πατάς στον υπολογιστή και σου βγάζει παρτιτούρες”.
Δεν κατάλαβα για πότε πέρασε η ώρα κάνοντας κουβέντα με τον Κυρ Γιώργο. Κάπου εδώ τον χαιρέτησα και δώσαμε ραντεβού σε λίγο για την αποψινή μουσική βραδιά, μόνο που αυτός θα είναι στο τραπεζάκι της ορχήστρας να μας ταξιδέψει για ακόμη μία βραδιά και εγώ σε ένα τραπέζι εκεί δίπλα, αυτή τη φορά, για να τον ακούω!
Για την ιστορία θα αναφέρω κάποια πράγματα για αυτόν τον μεγάλο συνεχιστή του ρεμπέτικου τον Γιώργο Ξηντάρη.
Γεννήθηκε στο νησί της Σκοπέλου το 1952 όπου έμεινε μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Από μικρός, τα ακούσματα που είχε ήταν ρεμπέτικα και αμανέδες, γιατί αυτά τραγουδούσαν οι κάτοικοι του νησιού. Το 1967 αναχωρεί για την Αθήνα και εκει δουλεύει σε οικοδομές. Με τα πρώτα του χρήματα αγοράζει ένα μπουζούκι και, χωρίς να πάει σε δάσκαλο, πειραματίζεται και μαθαίνει μόνος του όταν δεν δουλεύει. Αυτή η περίοδος ήταν για τον Γιώργο Ξηντάρη η απαρχή μιας μακρόχρονης πορείας στους «δρόμους» του ρεμπέτικου.
Το 1972, παράλληλα με την οικοδομή, ξεκινά να παίζει μπουζούκι και να τραγουδάει σε ταβέρνες της Αθήνας. Το 1979 υπογράφει συμβόλαιο με τη Μίνως Μάτσας & Υιός ΑΕ και ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Γιώργος Ξηντάρης – Ρεμπέτικα Βράδια», που κυκλοφόρησε το 1980. Ερμηνεύει 16 τραγούδια, επανεκτελέσεις συνθέσεων των Μάρκου Βαμβακάρη (Φράγκου), Στέλιου Κερομύτη (Μπούμπη), Γιάννη Εϊζηρίδη (Γιοβάν Τσαούς), Κώστα Παπαδόπουλου, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργου Ροβερτάκη και Κώστα Γρυπάρη.
Το 1981, με φίλο του μετατρέπουν ένα παλιό νεοκλασικό σπίτι στην Αθήνα σε μαγαζί (επί της οδού Ιπποκράτους 181), και ανοίγουν συνεταιρικά τη «Ρεμπέτικη Ιστορία». Για την εποχή εκείνη, της αναβίωσης και της επιστροφής του ρεμπέτικου τραγουδιού στην επικαιρότητα και στις προτιμήσεις του κόσμου, το μαγαζί αυτό υπήρξε μια αυθεντική μουσική σκηνή που άφησε ιστορία και το οποίο, εκτός από φοιτητές και νεολαίους, τίμησαν με την παρουσία τους ρεμπέτες από την παλιά γενιά των ρεμπετών που ήταν ακόμα εν ζωή, όπως η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μπάμπης Μπακάλης κ.ά. καθώς και πολλοί νεορεμπέτες. Το 1982 ανοίγει στην Σκόπελο το ουζάδικο “Ανατολή “.
Το 1982, ο σκηνοθέτης Φώτης Μεσθεναίος ξεκινά τα γυρίσματα της σειράς «Το μινόρε της Αυγής». Στις «φωνές» που κλήθηκαν να ντουμπλάρουν «τραγουδιστικά» τους ηθοποιούς είναι και Γιώργος Ξηντάρης, ο οποίος «δάνεισε» την ιδιαίτερη και χαρακτηριστική φωνή του το ντουμπλάροντας τον Αντώνη Καφετζόπουλο σε τραγούδια που είχε ερμηνεύσει ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Από τότε συμμετέχει σε πολλούς δίσκους, όπως ο δίσκος που κυκλοφόρησε με τις συναυλίες από το θέατρο «Παλλάς» το 1992, ο δίσκος με τον Χρήστο Νικολόπουλο «Μουσικές του περιθωρίου», ο δίσκος του Μανώλη Ρασούλη και του Πέτρου Βαγιόπουλου με καινούρια τραγούδια και τίτλο «Νοηματουργείο», η ζωντανή ηχογράφηση από το ιστορικό μαγαζί «Στοά των αθανάτων», η ζωντανή ηχογράφηση από το «Απτάλικο», ο δίσκος με τις ζωντανές ηχογραφήσεις από τις καλοκαιρινές συναυλίες στη Σκόπελο και πολλές συμμετοχές σε δίσκους αγαπημένων φίλων και συνεργατών.
Έχει συνεργαστεί με πολλούς από τους πιο παλιούς καλλιτέχνες του ρεμπέτικου, όπως: Άννα Χρυσάφη, Σπύρο Καλφόπουλο, Μαίρη Λίντα, Ρία Κούρτη, Άντζελα Γκρέκα, Κούλη Σκαρπέλη, Χοντρονάκο, Γιάννη Σταματίου (Σπόρο), Σπύρο Λιώση, Θεόδωρο Πολυκανδριώτη και με όλους σχεδόν τους συνεχιστές του ρεμπέτικου, (Μπάμπη Γκολέ, Μανώλη Δημητριανάκη, Δημήτρη Κοντογιάννη, Αγάθωνα, Κώστα Καλαφάτη, Θεοδοσία Στίγκα, Μαρία Κατινάρη, Ανθούλα Μίχου, και πολλούς άλλους).