Περίσσευε σήμερα η συγκίνηση στο Μεζούρλο της Λάρισας, στον τόπο θυσίας εκατοντάδων αγωνιστών και κομμουνιστών, στο τελευταίο αντίο που είπαν στο κορυφαίο στέλεχος του ΚΚΕ πρώην βουλευτή του νομού Αντώνη Σκυλλάκο συγγενείς, σύντροφοι και φίλοι της οικογένειας που βρέθηκαν εκεί για να πουν το τελευταίο αντίο σε έναν κομμουνιστή που αν και πάλεψε σε όλη του τη ζωή για τα ιδανικά του κομμουνισμού και για την υπεράσπιση των θέσεων, των σκοπών και των αξιών του ΚΚΕ, δεν δίστασε να εκφράσει και ηχηρά τη διαφωνία του με κεντρικές επιλογές όπως έγινε στο 19ο συνέδριο του ΚΚΕ όταν είχε πει:
“Αν θέλουμε συσπείρωση ευρύτερων μαζών, θα πρέπει να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις, που θίγονται ή καταστρέφονται από τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, που υφίστανται στο πέτσι τους την κρατική καταστολή.
Δεν είναι δυνατόν σε συνθήκες καπιταλισμού, οι πλατιές λαϊκές μάζες να αποκτήσουν αντικαπιταλιστική συνείδηση και να συμφωνούν με το ΚΚΕ στη δικτατορία του προλεταριάτου”.
Σήμερα στην πολιτική κηδεία του Αντώνη Σκυλλάκου που οργανώθηκε από την οικογένειά του παραβρέθηκαν ο γ.γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας, μέλη της Κ.Ε. τοπικά στελέχη του κόμματος και συνδικάτων, ο δήμαρχος Λαρισαίων Απ. Καλογιάννης οι πρώην δήμαρχοι Λαρισαίων και Τυρνάβου Κ. Τζανακούλης και Χρ. Κιτσίδης, αυτοδιοικητικοί συγγενείς και φίλοι και πολλοί Λαρισαίοι που πορεύτηκαν μαζλι με τον Αντώνη Σκυλλάκο σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
Τον Αντώνη Σκυλλάκο που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 72 ετών αποχαιρέτησαν, εκ μέρους της οικογένειας του, οι γιοι του Ηλίας και Χρήστος αναφερόμενοι σε στιγμές από την αγωνιστική του διαδρομή, λέγοντας μεταξύ άλλων και τα εξής:
“Ας το πούμε τύχη, ας το πούμε ένα κάποιο προνόμιο, να μεγαλώσουμε “ούτε μπρος, ουτε πίσω του, μα πλάι του” όπως θα ελεγε και ένα βιβλιαράκι του Καμύ που είχε στη βιβλιοθήκη, κι όμως μάλλον δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Ήταν απλώς η ζωή που είχε μάθει να αξιολογεί συνειδητά και με αποφασιστικότητα και με ανθρωπιά,
δεν ξέρουμε από που,
από τον πατέρα του, ίσως, που τον κυνηγούσε η Ιντερπόλ και που υπεράσπιζε τους εξόριστους και φυλακισμένους και τον έχασε απρόσμενα κι αυτός τόσο νωρίς,
ίσως από την μάνα του που 21η Απρίλη, ετοιμάστηκε, ντύθηκε και βάφτηκε και όταν ήρθαν να την πάρουν οι χωροφύλακες, είπε “να εδώ είμαι”,
ίσως γιατί βρέθηκε στη ταράτσα της Νομικής όπου το σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ δέσποζε μέσα στη μαυρίλα του 1973,
ίσως γιατί κάλεσε τον λαό της Λάρισας να κυνηγήσει τους αποθρασυμένους χουντικούς στους δρόμους της πόλης αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας και αυτός ο λαός το έκανε πράξη,
ίσως γιατί αγάπησε την Λάρισα, την Αθήνα, την Μόσχα, το Πεκίνο, την Αβάνα,
τον Μάρξ, τον Λόρκα και τον Καββαδία και την Αντζελα Ντειβις και τον Χο Τσι Μινχ,
που είχε κάνει σύμφυτες έννοιες της προσωπικότητάς του τις λέξεις ανιδιοτέλεια, αλληλεγγύη, θυσία για τον αδικημένο,
ίσως γιατί αυτές τις επιλογές του που τις μετέτρεψε σε στάση ζωής κάθε λεπτού των ημερών του, επιλέγοντας ταυτόχρονα να μην τις κρατήσει ενέχυρο και παράσημο αλλά να τις εμφυσήσει σε εμάς μέσα από τις πιο μικρές πράξεις, από λίγες μελωδίες που μας έβαζε στο κασετόφωνο, μέσα από το βλέμμα του, από τον τρόπο που περπατούσε στον δρόμο της καθημερινότητας και του αγώνα, εκεί που εκτιμούσε ότι τον έχει πατήσει ο λαός πρωτύτερα, αυτή τη ζωή μας χάριζε που είναι από μόνη της μια πράξη ηθικής αξίας. Ηθική που αναμετριέται εδώ και αιώνες με την παρακμή και την μιζέρια που έχουν θέσει ομήρους λαούς ολόκληρους.
Ηθική που συζητιέται με συγκεκριμένες λέξεις, ήσυχες, απλές, οικείες, γλυκές, αληθινές,
που μοιράζονται με το βάρος της προσωπικής πολιτικής γνώμης, με ευρύτητα, χωρίς φόβους, προκαταλήψεις και απαράδεκτους συμβιβασμούς με όποιο κόστος, με σθένος, γιατί ακριβώς είναι λέξεις που μυρίζουν, μυρίζουν σαν τα πρωινά σθεναρά βουνά όπου οδοιπορούσαν οι ΕΑΜίτες, γιατί κατοχυρώνονται με χειραψίες συντροφικές, βαθιές, ζεστές και βαριές. Ηθική που έχει συγκεκριμένο χρώμα και κανείς δεν μπορεί προσωπικά να τη ξεβάψει.
“Ο πραγματικός επαναστάτης καθοδηγείται από βαθιά αισθήματα αγάπης” έγραφε ο Τσε και αν και μοιάζει τόσο κρίμα τώρα, τώρα που δεν προλάβαμε να σου το πούμε, χωρίς εσένα δεν θα την καταλαβαίναμε στην ολότητα της αυτή τη τόσο σημαντική φράση.
Πολλοί τον θυμούνται ως ένα ιστορικό στέλεχος του κόμματος της εργατικής τάξης, του κομμουνιστικού κόμματος και δεν θα αρνηθούμε μια τέτοια σπουδαία τιμή. Για τον ίδιο, που δεν ζήτησε και δεν δέχτηκε πίσω ποτέ του κανένα αντάλλαγμα, αυτό το χαρακτηριστικό, αυτή την ιδιότητα, την έβλεπε ως μια ακόμη υποχρέωση προς τον λαό. Την έβλεπε, στην τελική ως συνέπεια και μόνο, της επαναστατικής ηθικής του κινήματος του εργαζόμενου λαού. Άλλωστε, θα συμφωνούσε πως μονάχα ως τέτοια μπορεί να αναμετρηθεί με την ιστορία.
Δεν ξέρουμε αν καταφέραμε τελικά να σου πούμε σήμερα ένα κάποιο τελευταίο αντίο. Προσπαθήσαμε τουλάχιστον. Και να μας αγαπάς γι’ αυτό. Ακόμη και για ό,τι δεν καταφέραμε. Η ζωή συνεχίζεται. Έτσι δεν είναι; Αυτό ήθελες. Να την συνεχίζουμε”.
Η τελετή έκλεισε με το τραγούδι «Τ’ ακορντεόν» του Μάνου Λοΐζου, ενώ στη συνέχεια η σορός του μεταφέρθηκε για αποτέφρωση.
φωτο: 902.gr