Μετά τα πανηγύρια του περιφερειάρχη Θεσσαλίας έσκασε η «βόμβα», τονίζει σε ανακοίνωσή της η Λαϊκή Συσπείρωση
Ένα χρόνο περίπου μετά το καταδυτικό σώου του περιφερειάρχη Θεσσαλίας, κ. Αγοραστού, με τον Σ. Ρουβά, που δήλωνε ότι απέδωσε στην ανθρωπότητα τον «Παρθενώνα των ναυαγίων», εγκαινιάζοντας το υποβρύχιο μουσείο στην Περιστέρα της Αλοννήσου, μαζί με την υπουργό Πολιτισμού κ. Μενδώνη, έσκασε η «βόμβα» για το εισιτήριο των 50 ευρώ που επιβάλλεται με ΚΥΑ των υπουργών Πολιτισμού και Οικονομικών για όποιον θέλει να το επισκεφθεί!
Αποδεικνύεται έτσι, αυτό που πάγια υποστηρίζει η Λαϊκή Συσπείρωση, ότι μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, που τα πάντα λειτουργούν με τη λογική του κέρδους, και τα καταδυτικά πάρκα και τα υποβρύχια μουσεία που προωθεί η περιφέρεια Θεσσαλίας από κοινού με την σημερινή και την προηγούμενη κυβέρνηση, δεν απευθύνονται στην πλειοψηφία του λαού, αλλά στους λίγους, αφού η πρόσβαση σ’ αυτά, αντι για καθολικό δωρεάν δικαίωμα, αποτελούν πανάκριβο εμπόρευμα.
Τώρα αυτό γίνεται αντιληπτό και από τους κατοίκους της Αλοννήσου και ιδιαίτερα από τους μικρούς επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του τουρισμού-επισιτισμού, που τους καλλιεργούσαν κυβέρνηση, περιφέρεια και δήμος, την αυταπάτη ότι με το υποβρύχιο μουσείο στην Περιστέρα ή το θαλάσσιο πάρκο της Αλοννήσου θα άνοιγε για αυτούς ο δρόμος προς την ευημερία.
Η Λαϊκή Συσπείρωση Θεσσαλίας, αξιώνει από την κυβέρνηση την άμεση ανάκληση της ΚΥΑ που επιβάλει το εισιτήριο των 50 ευρώ για να επισκεφθεί κάποιος το υποβρύχιο μουσείο με το ναυάγιο στην Περιστέρα Αλοννήσου, όπως και την κατάργηση του εισιτηρίου για την επίσκεψη στο θαλάσσιο πάρκο της Αλοννήσου και καλεί τους κατοίκους και τους μαζικούς φορείς της Αλοννήσου να τα απαιτήσουν με τον αγώνα τους.
Η Λαϊκή Συσπείρωση Θεσσαλίας, πάγια εξέφραζε την αντίθεσή της στην ασκούμενη πολιτική των κυβερνήσεων Ν.Δ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και στον κλάδο του Τουρισμού, γιατί η γιγάντωση του και η αναγωγή του ως «βαριά βιομηχανία» της χώρας που στηρίχθηκε στον αλλοδαπό και ακριβό τουρισμό, ωφέλησε βασικά το μεγάλο κεφάλαιο, που αποκόμισε και αποκομίζει τεράστια κέρδη (πάνω από 120 δις, τα τελευταία 8 χρόνια), μέσα από την εκμετάλλευση εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, ακόμα και στις συνθήκες της πανδημίας.
Αυτό το μοντέλο του τουρισμού, στηρίζουν διαχρονικά η περιφέρεια Θεσσαλίας και οι δήμοι (είτε διοικούνται από τη Ν.Δ, είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ), με τις πολιτικές τους και με τις δράσεις τουριστικής προβολής, τις συμμετοχές σε εκθέσεις στο εξωτερικό, με την διοχέτευση προγραμμάτων οικονομικής στήριξης σε μεγαλοεπιχειρηματίες του τουρισμού, με την δημιουργία των καταδυτικών πάρκων, μαρίνων και λιμανιών, οδικού δικτύου, άλλων υποδομών για τις μεγάλες επιχειρήσεις, με την έγκριση ΜΠΕ και την εκχώρηση και δημόσιας γης, για να γίνουν τουριστικές επενδύσεις με ωφελημένους βασικά τους λίγους.
Παράλληλα, χρόνο με το χρόνο, αυξάνεται το τμήμα του πληθυσμού της χώρας μας που δεν μπορεί να κάνει διακοπές, γιατί το εισόδημά του μειώνεται δραστικά και το κόστος των διακοπών είναι ακριβό, συν το γεγονός ότι σε όλο και περισσότερους εργαζόμενους δεν τους δίνεται η άδεια από αρκετούς εργοδότες ή τους δίνεται μέρος όποτε βολεύει την επιχείρηση και σε πολλές περιπτώσεις χωρίς το επίδομα αδείας.
Το πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού, που στηρίζεται σε χρήματα των εργαζομένων, μετά την κατάργηση του ΟΕΕ, μειώθηκε θεαματικά και σε αριθμό δικαιούχων εργατοϋπαλλήλων, ενώ πετάχτηκαν εκτός οι συνταξιούχοι. Μια μικρή αύξηση των δικαιούχων για φέτος, για να μετριάσει τις συνέπειες της πανδημίας, αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό και δεν αλλάζει την κατάσταση.
Η εμπορευματοποίηση της κοινωνικής ανάγκης για διακοπές, αναψυχή και τουρισμό, έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στη μη ικανοποίησή της, αλλά και στους εργαζόμενους του κλάδου, στην αξιοποίηση της χρήσης γης από την καπιταλιστική επιχείρηση που μετατρέπει σε εμπόρευμα ακόμη και φυσικές αξίες χρήσης όπως, ο ήλιος, η θάλασσα, το περιβάλλον, τον πολιτισμό.
Η Λαϊκή Συσπείρωση Θεσσαλίας, διεκδικεί κρατική μέριμνα για το δικαίωμα κάθε εργατική και λαϊκής οικογένειας για διακοπές, αναψυχή και τουρισμό.
Την εξασφάλιση της μηνιάτικης άδειας και του 14ου μισθού σε όλους τους εργαζόμενους.
Άμεσα τετραπλασιασμό των δικαιούχων προγράμματος κοινωνικού τουρισμού, με ουσιαστική μείωση της συμμετοχής του κατόχου σε καταλύματα και μέσα συγκοινωνίας. Δωρεάν διακοπές για τους συνταξιούχους.
Δωρεάν πρόσβαση σε όλα τα μνημεία, μουσεία, στους φυσικούς και πολιτιστικούς χώρους της χώρας μας.
Να δημιουργηθούν και νέες δημόσιες παιδικές κατασκηνώσεις για τα παιδιά όλων των εργαζομένων και ανέργων, που θα λειτουργούν όλο το καλοκαίρι δωρεάν.
Να δημιουργηθούν δωρεάν χώροι αναψυχής (κάμπινγκ) για όλους τους νέους, με προσιτές τιμές ή και δωρεάν για τα νέα ζευγάρια, για τους άνεργους. Εδικές υποδομές για ΑΜΕΑ.
Παράλληλα η Λαική Συσπείρωση, διεκδικεί την λήψη μιας σειράς ουσιαστικών μέτρων στήριξης όλων των εργαζομένων του κλάδου, για τη διασφάλιση του εισοδήματός τους, όπως επίσης τα αιτήματα για την προστασία των μικρών επαγγελματιών του κλάδου, ιδιαίτερα στις συνθήκες της πανδημίας.