Εκπληκτικό στη σύλληψη, αποτρόπαιο στην εκτέλεση και πρωτοφανές στην αγριότητα χαρακτηρίστηκε από τον τύπο της εποχής το έγκλημα που συντελέστηκε στο Κιλκίς το 1960. Το μεσημέρι της Κυριακής της 17ης Ιουλίου 1960 ο Γιώργος επισκέφθηκε το σπίτι του κουνιάδου του Γιάννη και ζήτησε να του μιλήσει. Εκείνος απουσίαζε και αναγκάστηκε τελικά να επιστρέψει στο σπίτι του λίγο αργότερα για δεύτερη φορά. Πάλι όμως δεν τον βρήκε.
Τις απογευματινές ώρες, ο Γιώργος είδε τον πατέρα του, Θωμά να παίζει χαρτιά στο καφενείο. Τον πλησίασε, και του είπε: «Πατέρα σήκω. Ο Γιάννης είναι στο απέναντι καφενείο».
Ο Θωμάς άφησε την παρέα του και πήγε να συναντήσει το γαμπρό του, ο οποίος την ώρα εκείνη έπινε τον καφέ του σε άλλο καφενείο του χωριού. Μόλις είδε τον πεθερό του να τον πλησιάζει το πρόσωπο του φωτίστηκε από χαρά. «Κάτσε πατέρα, θες να σε κεράσω ένα ούζο;» του είπε, αλλά ο Θωμάς του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο σπίτι του για να μιλήσουν. Ανύποπτος ο Γιάννης τον ακολούθησε. Τι συνέβη από κει και έπειτα κανείς δεν έμαθε με πολλές λεπτομέρειες, όμως ο Γιάννης βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Ο Γιάννης προσπαθούσε να πετάξει την μικρή από επάνω του, αλλά εκείνη την ώρα πεθερός του τον έσπρωξε πάνω σε ένα ντιβάνι. Δίπλα ακριβώς οικογένεια είχε τοποθετήσει ένα σκοινί και να σκεπάρνι. Ο πεθερός του άρπαξε το σκοινί και άρχισε να το στρίβει γύρω από το λαιμό του προσπαθώντας να τον στραγγαλίσει. Η πεθερά του και η γυναίκα του τον κρατούσαν από τα πόδια προκειμένου να διευκολύνουν το έργο του Θωμά.
Η δεκαεξάχρονη Ελένη όταν κατάλαβε ότι ο πατέρας της δεν μπορούσε να στραγγαλίσει το Γιάννη, άρπαξε το σκεπάρνι και του κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα. Ο Γιάννης ενστικτωδώς έφερε τα χέρια στο κεφάλι με αποτέλεσμα να καταφέρει να αρπάξει το σκεπάρνι και να το πετάξει στην άλλη άκρη του δωματίου. Η μικρή Ελένη αφηνίασε στην πιθανότητα ο Γιάννης να καταφέρει να γλιτώσει. Βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο, πήγε στην αυλή, άρπαξε ένα τσεκούρι και επέστρεψε πάλι πίσω.
«Πατέρα, με αυτό να τον χτυπήσεις» φώναξε στον Θωμά, ο οποίος δεν δίστασε ούτε λεπτό και άρχισε να χτυπά με μανία στο κεφάλι τον γαμπρό του. Την ώρα που το σώμα του Γιάννη έπεφτε από το ντιβάνι, ο γιος του Θωμά, Γιωργος έφτανε στο αστυνομικό τμήμα φωνάζοντας: «Τρέξτε σπίτι μου, γίνεται φονικό».
Όταν η αστυνομία έφτασε στο σπίτι του Θωμά, μπήκαν μέσα και αντίκρισαν την οικογένεια να κάθεται στο σαλόνι και να συζητά με απάθεια. Μόνο το ελαφρύ μειδίαμα στο πρόσωπο της 16χρονης Ελένης πρόδιδε πως κάτι φρικτό είχε συμβεί. Όταν οι αστυνομικοί ρώτησαν αν συνέβη κάτι, ο Θωμάς έδειξε το διπλανό δωμάτιο. Αμέσως αντίκρισαν το πτώμα του Γιάννη σε μια λίμνη αίματος. «Έτσι έπρεπε να γίνει. Μου ξεμυάλισε το κορίτσι μου και μου το κατέστρεψε. Αν δεν τον σκότωνα δεν θα ησύχαζα» είπε ο Θωμάς στους αστυνομικούς, ενώ η Ελένη φώναξε: «Εγώ τον σκότωσα τον άντρα της αδελφής μου γιατί με κατέστρεψε πριν τρία χρόνια». Το σοκαριστικότερο εύρημα των αστυνομικών ήταν ο λάκκος που είχαν ανοίξει στο υπόγειο του σπιτιού τους προκειμένου να ξεφορτωθούν το πτώμα.
Η αναπαράσταση του εγκλήματος
Την επόμενη μέρα έγινε αναπαράσταση του εγκλήματος και μετά το τέλος της, ο Θωμάς μίλησε στους δημοσιογράφους. «Δεν μπορούσα να τον υποφέρω άλλο. Εγώ ξόδεψα 20.000 για να τον παντρέψω με την μεγάλη μου την κόρη την Λαμπρινή και αυτός μου κατέστρεψε τη μικρή. Τρία χρόνια, από τα 13 της χρόνια, την είχε ερωμένη. Πως θα μπορούσα ύστερα από αυτό να την παντρέψω; Και 200.000 να της έδινα προίκα, δεν θα την έπαιρνε κανένας. Όταν τον έβλεπα μπροστά μου θόλωνε το μυαλό μου» είπε.
Τότε, πετάχτηκε και η Ελένη και είπε στους δημοσιογράφους: «Με ξεμυάλισε, όταν δεν καταλάβαινα τίποτα και με έκανε ότι ήθελε. Τώρα που δεν ήθελα πια να πηγαίνω μαζί του, άρχισε να λέει στον πατέρα μου ότι γύριζα με άλλα παιδιά». Όταν την ρώτησαν αν έχει μετανιώσει, η Ελενη ξέσπασε σε γέλια. «Να μετανιώσω; Δεν είμαστε καλά. Αν μπορούσα να του δώσω κι άλλες, θα του έδινα» είπε.
Τραγική φιγούρα της ιστορίας η σύζυγος του θύματος Λαμπρινή, η οποία κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης κρατούσε συνεχώς το βρέφος της στην αγκαλιά της και κατηγορούσε το νεκρό σύζυγό της. «Καλά τον κάνανε. Από την ημέρα που τον παντρεύτηκα δε βρήκα ησυχία. Δε φτάνει που είχε μένα, κατέστρεψε και την αδελφή μου, μωρό παιδί. Δε μετανιώνω καθόλου για ότι έγινε» φώναξε για την συμπληρώσει η μητέρα της, λέγοντας πως το θύμα τους έκλεισε το σπίτι με αυτό που έκανε στη μικρή Ελένη.
Ο γάμος του Γιάννη με τη Λαμπρινή
Ο Γιάννης είχε παντρευτεί την Λαμπρινή δύο χρόνια νωρίτερα. Δεν ήταν γάμος από έρωτα, παρά από συνοικέσιο. Το ζευγάρι έμενε στο σπίτι του Γιάννη και ζούσε αρμονικά αν δεν προέκυπτε μια κτηματική διαφορά μεταξύ αυτού και του πεθερού του. Ο πατέρας της Λαμπρινής του είχε υποσχεθεί πριν το γάμο ότι θα του έδινε μία έκταση πέντε στρεμμάτων. Μετά το γάμο όμως, δεν κράτησε την υπόσχεση του με αποτέλεσμα να δείτε να δυσαρεστηθεί ο Γιάννης, που δε δίσταζε να εκφράσει την πίκρα του για τη συμπεριφορά του πεθερού του.
Σ’ αυτό το σημείο βρισκόταν τα πράγματα μεταξύ των μελών της οικογένειας ένα μήνα πριν το άγριο φονικό. Τότε όμως, ο Γιάννης σε συνάντηση με τον πεθερό του του είπε: «Πρέπει να προσέξεις την Ελένη. Δεν κάθεται φρόνιμα, μας ντροπιάζει». Ο Θωμάς έγινε έξω φρενών, όρμησε στο δωμάτιο της μικρής κρατώντας ένα δρεπάνι και θέλησε να την σκοτώσει. Παρενέβη τότε η μητέρα της Ελένης και το επεισόδιο έληξε εκεί.
Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα ο αδερφός της Ελένης, ο Γιώργος, έμαθε από κάποιους γνωστούς του ότι η αδελφή του ήταν αρκετά «ζωηρή». Γύρισε στο σπίτι και της έκοψε τα μαλλιά, ενώ όλα τα μέλη της οικογένειας άρχισαν να την απειλούν ότι δεν θα την αφήσουν να ξαναβγεί από το σπίτι. «Τι τα βάζετε μαζί μου; Το Γιάννη να πιάσετε. Αυτός φταίει για ότι έχω γίνει» είπε κλαίγοντας η Ελένη.
Η κουβέντα που ξεστόμισε σόκαρε την οικογένειά της, που την ζήτησε να εξηγήσει τι ακριβώς έχει συμβεί. Τότε η Ελένη είπε πως πριν τρία χρόνια, όταν δηλαδή ήταν 13 ετών και ο Γιάννης είχε αρραβωνιαστεί την αδερφή της, κατάφερε να την παρασύρει και να την διαφθείρει. Από τότε την κατέστησε ερωμένη του και βρισκόταν μαζί της τακτικά. Η οικογένεια φώναξε αμέσως τον Γιάννη να του ζητήσει εξηγήσεις. «Ποτέ μου δεν είχα τίποτα με την Ελένη. Εγώ δεν την ακούμπησα ποτέ. Ρίχνουν το βάρος επάνω μου για να απαλλαγεί εκείνη. Άλλος είναι αυτός που την διέφθειρε» απάντησε εκείνος.
Η δίκη
Τον Φεβρουάριο του 1961, ο Θωμάς κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης κατηγορούμενος για τη δολοφονία του γαμπρού του. Δίπλα του η 50χρονη σύζυγος του Κατερίνα και η 27χρονη κόρη του και σύζυγος του θύματος Λαμπρινή, οι οποίες εμφανίστηκαν ως συνεργοί στο έγκλημα. Η Ελένη, που είχε ομοληγήσει ότι είχε κεντρικό ρόλο στο έγκλημα, παραπέμφθηκε να δικαστεί στο δικαστήριο ανηλίκων, αλλά κλήθηκε και στο κακουργιοδικείο για να δώσει τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το μοιραίο απόγευμα.
«Βρισκόμουν στο σπίτι με τη μητέρα μου και την αδελφή μου όταν ήρθε ο πατέρας μου με τον Γιάννη. Οι δυο τους κάθισαν στην κουζίνα και άρχισαν να κουβεντιάζουν. Κάποια στιγμή άκουσα τον πατέρα μου να του λέει ότι θα του νοίκιαζε ένα σπίτι για να μείνει με την αδελφή μου. Ο γαμπρός μας, όμως, έλεγε πως δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της μητέρας του. Έπειτα είπε πως θα άφηνε την αδελφή μου και τότε ο πατέρας μου του απάντησε: “Καλά αυτή την παίρνω πίσω με την μικρή, όμως, που τη διέφθειρες τι θα κάνω;”. Εκείνος του απάντησε πως δεν έκανε τίποτα μαζί μου και υποστήριξε πως είχα σχέση με έναν συγχωριανό μας» ανέφερε στο δικαστήριο.
Λίγο αργότερα, περιέγραψε λεπτό προς λεπτό τη σκηνή του φόνου.
«Άρπαξα ένα σκεπάρνι από τη σάλα και μπήκα στην κουζίνα. Θόλωσε το μυαλό μου και όρμισα επάνω του να τον χτυπήσω. Αυτός έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο, απέφυγε το χτύπημα και μετά μου πήρε το σκεπάρνι. Ο πατέρας μου φοβήθηκε μην μας χτυπήσει και τον έπιασε, άρχισαν να παλεύουν. Εγώ βγήκα στη σάλα και βρήκα ένα σκοινί, για να τον δέσουμε. Μετά άρπαξα ένα ξύλο και άρχισα να τον χτυπάω στο κεφάλι, μέχρι που έσπασε το ξύλο. Ο πατέρας μου και ο Γ. εξακολουθούσαν να παλεύουν, ενώ εγώ βγήκα στην αυλή και πήρα ένα τσεκούρι, με το οποίο τον χτύπησα στο κεφάλι. Μετά δεν ξέρω τι έγινε…», είπε στην κατάθεσή του το ανήλικο κορίτσι.
Πάντως, ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι το θύμα είχε βιάσει την 16χρονη αδελφή της γυναίκας του, αποκλείστηκε από όλους τους μάρτυρες. Ο Θωμάς είπε στους δικαστές, πως αν δεν χτυπούσε τον γαμπρό του θα τους σκότωνε εκείνος κι έριξε όλη την ευθύνη για τη δολοφονία στην ανήλικη κόρη του την οποία, όπως είπε, είχε βιάσει ο γαμπρός του. Η Λαμπρινή, η σύζυγος του θύματος ισχυρίστηκε, πως την ώρα του εγκλήματος είχε βγει από το σπίτι. «Όταν μπήκα στην κουζίνα είδα τον πατέρα μου να χτυπά στο κεφάλι τον άνδρα μου», υποστήριξε η νεαρή γυναίκα και επιβεβαίωσε, πως υπήρχε ένταση στην οικογένεια, λόγω της υπόσχεσης που δεν τήρησε ο πατέρας της για την προίκα.
Το δικαστήριο καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη το Θωμά, ενώ η σύζυγος του καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών για απλή συνέργεια στη δολοφονία με τα ελαφρυντικά της μέτριας συγχύσεως και του πρότερου έντιμου βίου. Η σύζυγος του θύματος Λαμπρινή αθωώθηκε αφού το δικαστήριο έκρινε, πως από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψε ότι συμμετείχε στη δολοφονία.