Το κείμενο που υπογράφει για την Αριστερή Παρέμβαση στη Θεσσαλία ο περιφερειακός σύμβουλος Στάθης Ντούρος
Τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται μια σημαντική στροφή του αγροτικού κόσμου σε δενδροκομικές καλλιέργειες και κυρίως στην καλλιέργεια των ακρόδρυων (καρυδιές, φιστικιές, φουντουκιές κτλ). Η στροφή αυτή έχει αρκετές συνισταμένες (περιορισμός υδατικών αποθεμάτων, αναζήτηση πιο προσοδοφόρων καλλιεργειών, αλλαγή καθεστώτος επιδοτήσεων κτλ), αποτελεί όμως έναν ακόμη άναρχο μετασχηματισμό του καλλιεργητικού χάρτη της χώρας, με φορέα του την αγορά και αχθοφόρο όλων των αβεβαιοτήτων, τον αγρότη παραγωγό. Η στροφή αυτή επηρεάζει και τη Θεσσαλία καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν εγκατασταθεί χιλιάδες φυτά σε δεκάδες χιλιάδες στρέμματα.
Το κόστος εγκατάστασης (και συντήρησης κάποιων) είναι σημαντικά υψηλότερο από προγενέστερες καλλιέργειες της περιοχής. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως η εγκατάσταση των εν λόγω καλλιεργειών γίνεται πολύ πιο εντατικά από μεγαλοαγρότες ή και “επενδυτές” που δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την παραγωγή. Παρόλα αυτά υπάρχουν και πολλοί αγρότες βιοπαλαιστές που μπαίνουν στη διαδικασία εγκατάστασης τέτοιων καλλιεργειών, ρισκάροντας το πενιχρό τους εισόδημα, ορμώμενοι από τις πραγματικές ή υπερδιογκωμένες δυνατότητες των εν λόγω καλλιεργειών που φτάνουν στα αυτιά τους.
Μέσα σε αυτό τον αναδιαρθρωτικό πυρετό, επιβίωσης για κάποιους, αύξησης της κερδοφορίας για κάποιους άλλους, οι φτωχοί αγρότες έχουν να αντιμετωπίσουν και τον κατακλυσμό της αγοράς από δέντρα κυρίως καρυδιάς, τα οποία πωλούνται ως εμβολιασμένα φυτά της περιβόητης ποικιλίας Chandler, ενώ αποτελούν τυχαίες επιλογές άλλων ποικιλιών, ακόμα και άγριων υποκειμένων. Σε πολλές περιοχές (βλ. περιοχή Ελασσόνας) το φαινόμενο έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας, με παραγωγούς να βρίσκονται σε απόγνωση καθώς κανένα φυτώριο δεν παραδέχεται πως έχει δώσει “μαϊμού” φυτά και βρίσκονται στο τεράστιο δίλημμα είτε εκρίζωσης μιας καλλιέργειας που για 3,4,5 ίσως και 6 χρόνια έδινε μόνο έξοδα, είτε την επανεγκατάστασή της με νέο μεγάλο κόστος.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία απουσιάζουν εντελώς οι ελεγκτικοί και συμβουλευτικοί μηχανισμοί τόσο του υπουργείου αγροτικής ανάπτυξης, όσο και της περιφέρειας Θεσσαλίας. Τα φυτώρια που πουλάνε “μαϊμού” φυτά ουσιαστικά δεν λογοδοτούν σε κανένα. Ουσιαστικά οποιοσδήποτε θέλει μπορεί να διαχειριστεί και να πουλήσει φυτώρια δέντρων, από μια εταιρία με έδρα είτε εντός είτε εκτός χώρας, μέχρι τον οποιοδήποτε έχει ένα χωράφι ή έχει τη δυνατότητα απλά να εμπορευτεί κάποια δέντρα. Αν και πολλές φορές η εν λόγω απάτη επιχειρείται να ταυτιστεί με τις πολύ μεγάλες εισαγωγές (άλλες σύννομες και άλλες όχι…) φυτωρίων δέντρων από Τουρκία ή και άλλες Βαλκανικές χώρες (με δεδομένο πως οι εν λόγω καλλιέργειες είχαν πολύ μεγαλύτερη παράδοση σε αυτές τις χώρες), η αλήθεια είναι πως η απάτη δεν έχει ούτε εθνικότητα ούτε μέγεθος. Είναι εξίσου πολλοί οι εγχώριοι φυτωριούχοι που πουλάνε χωρίς καμία συνείδηση, μεταξύ των οποίων και μεγάλα ονόματα στο χώρο των αγροτικών εφοδίων.
Τα ερωτήματα λοιπόν που προκύπτουν είναι δύο κατευθύνσεων. Είναι δυνατόν η παραγωγική διαδικασία μιας χώρας και κυρίως το εισόδημα χιλιάδων ανθρώπων που ζουν από την αγροτική παραγωγή να βασίζεται ουσιαστικά σε μία «ρουλέτα», που κάθε φορά που θα γυρνάει οι παραγωγοί θα πρέπει να προβαίνουν σε αναδιαρθρώσεις που άλλοι θα μπορούν να ακολουθήσουν και άλλοι όχι; Το ερώτημα αυτό το διατυπώνουμε έχοντας απόλυτη επίγνωση και έχοντας προβάλει προ πολλού την ανάγκη για αλλαγή του παραγωγικού καλλιεργητικού χάρτη στην περιοχή και στην χώρα με βάσει τόσο τις νέες κλιματολογικές συνθήκες, όσο περισσότερο της διατροφικές ανάγκες του λαού μας και τη διασφάλιση φτηνών, υγειών και σε επάρκεια προϊόντων. Η στροφή σε δενδροκομικές καλλιέργειες στην περιοχή της Θεσσαλίας ήταν μια κατεύθυνση που έπρεπε και μπορούσε να υλοποιηθεί πολλά χρόνια πριν, υπό τις οδηγίες και τον έλεγχο των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου το μικτό παραγωγικό μοντέλο που εξασφάλιζε την διατροφική αυτάρκεια για ολόκληρα χωριά ήτανε γνωστό στην Θεσσαλία. Την παραπάνω στροφή λοιπόν την καθήλωναν όμως η ΚΑΠ και η κατεύθυνση των επιδοτήσεων, που προξένησε και τεράστια κατασπατάληση του διαθέσιμου αρδευόμενου νερού.
Είναι δυνατόν το φυτικό πολλαπλασιαστικό κεφάλαιο να αποτελεί ιδιοκτησία μικρών ή μεγάλων εταιριών, χωρίς καμία ουσιαστική παρεμβατική πολιτική των κρατικών φορέων για τη διασφάλιση τόσο των ποιοτικών του χαρακτηριστικών (έλεγχο ποικιλιών, φυτουγεία κλτ), όσο και τον τιμών στις οποίες αυτό πωλείται; Το ερώτημα αυτό τίθεται σε μια περίοδο που τόσο η ακρίβεια σε όλα τα βασικά αγροτικά εφόδια απειλεί σοβαρά χιλιάδες αγρότες, αλλά και με δεδομένο πως τα τελευταία χρόνια έχουμε τη διάδοση πολλών μυκητολογικών, ιολογιών και βακτηριακών ασθενειών στη γεωργία μέσω του κακού πολλαπλασιαστικού υλικού. Ουσιαστικός έλεγχος των ποιοτικών χαρακτηριστικών αλλά και των τιμών των αγροτικών εφοδίων και κατ επέκταση του πολλαπλασιαστικού υλικού δεν μπορεί να υπάρξει στα πλαίσια κατάχρησής του από ιδιωτικές εταιρίες. Μόνο αν η παραγωγή και η διάθεση αυτών των αναγκαίων για την καλλιέργεια μέσων περάσει σε κρατικούς φορείς, που θα λειτουργούν με εργατικό έλεγχο, μπορούμε να έχουμε σημαντικά αποτελέσματα για τη διασφάλιση των βασικών όρων καλλιέργειας.
Στη βάση των παραπάνω ερωτάτε η περιφερειακή αρχή:
Σε τι ενέργειες μπορούν να προβούν οι υπηρεσίες της περιφέρειας (ΔΑΟ) για την αποτροπή φαινομένων πώλησης φυτωριακού υλικού «μαϊμού»;
Σε αυτό τον άναρχο και βίαιο παραγωγικό μετασχηματισμό, σε τι ενέργειες έχει προβεί μέχρι σήμερα η περιφέρεια ώστε να καθοδηγήσει και να προστατέψει τους μικροπαραγωγούς και το εισόδημά τους;
Επαρκεί το υπάρχον προσωπικό που στελεχώνει τις ΔΑΟ και τα μέσα αυτών, για τους απαραίτητους ελέγχους;
Έχει κάνει η Περιφέρεια μέχρι τώρα ενέργειες προς το Αρμόδιο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ώστε να επισημάνει το φαινόμενο; Έχει κάνει η ίδια ενέργειες ώστε να το εξαλείψει;;
Ποια συνεργασία μπορεί να υπάρχει με τις αντίστοιχες υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για να εξαλειφθεί το φαινόμενο;