Τη δυνατότητα να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη οι καταναλωτές κατά της ρήτρας αναπροσαρμογής επισημαίνουν στη γνωμοδότηση που συνέταξαν για λογαριασμό της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, ο αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ κ. Μεντής Γεώργιος σε συνεργασία με τον δικηγόρο Αθηνών ΜΔΕ Αστικού Δικαίου (ΕΚΠΑ)/Ενέργειας (ΠΑΠΕΙ) κ. Καλογεράκη Γεώργιο.
Όπως επισημαίνουν στο γνωμοδοτικό τους σημείωμα, «από την ανάλυση του οικείου νομικού πλαισίου, προκύπτει ότι η ένταξη της ρήτρας αναπροσαρμογής του τιμήματος σε λειτουργούσες συμβάσεις προμήθειας Η/Ε με καταναλωτές έγινε κατά παράνομο τρόπο, αφού έλαβε χώρα μονομερώς από τον προμηθευτή (δίχως την συναίνεση του πελάτη), κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο σχετικό κανονιστικό πλαίσιο».
Οι νομικές βάσεις
Σύμφωνα με τα γνωμοδότηση, «οι καταναλωτές μπορούν να προσφύγουν δικαστικώς και να προσβάλλουν επιτυχώς την εν λόγω ενσωμάτωση της ρήτρας αναπροσαρμογής με τις ακόλουθες νομικές βάσεις:
β) λόγω παράβασης της υποχρέωσης εκ των προτέρων εξατομικευμένης ενημέρωσης (εντός προθεσμίας τουλάχιστον 30 ημερών για τους οικιακούς πελάτες) από τον προμηθευτή, όπως αυτή προβλέπεται στην αμέσου εφαρμογής διάταξη του άρθρου 10 παρ. 4 Οδηγίας 2019/944.
γ) λόγω της καταχρηστικότητας της ρήτρας που δίδει το δικαίωμα στον προμηθευτή να τροποποιεί μονομερώς οποιοδήποτε όρο της σύμβασης, δίχως να προβλέπει ειδικό σπουδαίο λόγο προς τούτο (άρθρο 2 παρ. 7 εδ. ε΄ ν. 2251/1994).
δ) λόγω της καταχρηστικότητας αυτής της ίδιας της ρήτρας αναπροσαρμογής του τιμήματος που επιχειρούν να ενσωματώσουν οι προμηθευτές στην σύμβαση και συνδέει την εξέλιξη του τιμήματος με την ΤΕΑ, αφού ο εδράζεται σε έναν ιδιαιτέρως σύνθετο μαθηματικό υπολογισμό με μεγέθη άγνωστα και απρόσιτα για τον μέσο καταναλωτή, με αποτέλεσμα να καθίσταται, εξ αυτού του λόγου, αδιαφανής (άρθρο 2 παρ. 6 και 7 εδ. ια΄ ν. 2251/1994)».