Ανακοίνωση της Προοδευτικής Ενότητας Καθηγητών
Η νέα σχολική χρονιά υποδέχεται τους ανθρώπους του κόσμου της εκπαίδευσης με πολλές προκλήσεις, προβληματισμούς και ανησυχίες. Η δύσκολη εκπαιδευτική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μέσα στις συνθήκες της πανδημίας αντιμετωπίζει επιπρόσθετα την ανάγκη διαχείρισης των συνεπειών της πρωτοφανούς κρίσης που αντιμετωπίζει η Ευρώπη γεωπολιτικά και οικονομικά.
Σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες η σχολική λειτουργία καλείται να υποδεχτεί την εισαγωγή των θεσμών των εκπαιδευτικών ομίλων, του ενδοσχολικού συντονιστή και του παιδαγωγικού συμβούλου – μέντορα.
Η θεώρηση της ηγεσίας του Υπουργείου ότι συγκροτούν μεταρρυθμίσεις με πρόσημο την καινοτομία συναντούν-δυστυχώς για αυτήν- την αλήθεια της ιστορικής διαδρομής της εκπαίδευσης όπου η εισαγωγή καινοτομιών δεν αποτέλεσε ποτέ ζήτημα υπογραφής μιας υπουργικής απόφασης.
Ήταν αντίθετα οι συνθήκες δημοκρατικού διαλόγου και ανοιχτής διαβούλευσης που αποτέλεσαν το όχημα της έμπνευσης για τους εκπαιδευτικούς και οδήγησαν σε μεταρρυθμίσεις και θεσμικές πλαισιώσεις ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου. Στον αντίποδα δηλαδή με την εξαιρετικά αντιθεσμική- σε συστηματική βάση- επιλογή της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας να μην προχωρά σε ουσιαστικό διάλογο ή έστω ενημέρωση των εμπλεκομένων μερών.
Σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό παράδειγμα απουσιάζει επιδεικτικά της εφαρμογής των θεσμών αυτών η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ο σχεδιασμός του προγράμματος, η παραγωγή του κατάλληλου επιμορφωτικού και υποστηρικτικού υλικού αλλά και η διασφάλιση κινήτρων – προϋποθέσεων για την ανάληψη του ρόλου από έμπειρους εκπαιδευτικούς.
Ο σχεδιασμός και η προετοιμασία δίνουν τη θέση τους στον αυτοσχεδιασμό και την εμπειρική εφαρμογή.
Η πρόβλεψη για μέντορες ή ενδοσχολικούς συντονιστές συναντά την απουσία οποιουδήποτε είδους επιμόρφωσης, προετοιμασίας ή κινήτρου ενώ η αποστολή των εκπαιδευτικών ομίλων- θεσμού που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για το αξιακό φορτίο και ρόλο του σχολείου- ακυρώνεται από την προχειρότητα των προβλέψεων πραγμάτωσης της εξαγγελίας αυτής.
Η υπουργική απόφαση ορίζει ότι οι δύο ή τέσσερις ώρες την εβδομάδα– χωρίς να συνυπολογίζονται και όσες οι υπεύθυνοι/ες των εκπαιδευτικών ομίλων χρειάζονταιγια την οργάνωση και λειτουργία των ομίλων – «δεν προσμετρώνται στο εργασιακό ωράριό τους». Η επιλογή αυτή αποτυπώνει την έλλειψη βούλησης και σχεδιασμού να πλαισιωθούν οι θεσμοί αυτοί με ένα αποτελεσματικό σχήμα λειτουργίας που θα ήταν προς όφελος της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Σε κάθε περίπτωση η ένταξη νέων θεσμών στην εκπαίδευση χρειάζεται σχεδιασμό, διαβούλευση και θετικά κίνητρα για μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Δίχως τα παραπάνω, είναι δεδομένο ότι θα ευτελισθούν σε νέους κρίκους στην αλυσίδα της γραφειοκρατίας, η οποία «πνίγει» σήμερα τα δημόσια σχολεία!
Δυστυχώς για άλλη μια φορά οι εκπονητές δημόσιων πολιτικών για την εκπαίδευση φαίνεται να δίνουν προτεραιότητα στην επικοινωνιακή εργαλειοποίηση και όχι στο δημιουργικό αποτύπωμα των πολιτικών τους στην εκπαιδευτική διαδικασία και την καθημερινότητα του σχολείου.