Ο ΤΥΡΝΑΒΟΣ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ

SONY DSC

ΓΡΑΦΕΙ Ο Νίκος Χρ. Ντόλας, Φιλόλογος, Διδάκτωρ ΕΚΠΑ – υποψήφιος βουλευτής ν. Λάρισας της ΝΔ

Ο Νίκος Ντόλας ήταν παππούς μου. Γεννήθηκε στον Τύρναβο, όπως και ο πατέρας μου Χρήστος. Tο σπίτι μας, το πατρικό, λίγο πιο κέντρο από τον «Πλάτανο». Σημείο αναφοράς αυτός ο Πλάτανος. Να τον σκαρφαλώσουμε θέλαμε όλοι μας. Κάθε κλαδί και μια κατάκτηση που σφράγιζε την αόριστη παιδικότητά μας. Ο Τύρναβος ήταν η Κυριακάτικη απόδρασή μου. Από Μάιο ως και Νοέμβριο μόνο, όταν «άνοιγε» ο καιρός. Για να μην κρυώσουμε. Αλλά και τις δύο σερί εβδομάδες την Πασχαλιά πού τις πας;

Μπαίνοντας στον Τύρναβο ρωτούσα πάντα τον πατέρα μου: «Πότε θα φτάσουμε στον Τύρναβο;» «Φτάσαμε μου απαντούσε». «Όχι σε αυτόν, στον άλλο τον Τύρναβο» έλεγα, εννοώντας το πατρικό σπίτι. Στην αυλή του ήταν το μυαλό μου. Μια αυλή που η γιαγιά μου η Νίνα είχε πολύ φροντισμένη. Με 100 γλάστρες τουλάχιστον, όπως περήφανη έλεγε πάντα για τα λουλούδια του κήπου της…

Προσπαθούσα και εγώ να τις μετρήσω αυτές τις γλάστρες καμιά φορά. Τριανταφυλλιές, ροδιά, αυλή με καλντερίμι, πηγάδι. Το πηγάδι αργότερα το καρφώσανε. Ήταν επικίνδυνο να κοιτάμε μέσα. Μόλις ο μπαμπάς μου παρκάριζε ξεχυνόμουνα με την εκκρεμότητα πρώτα να φιλήσω τη γιαγιά. Η γιαγιά πάντα μου έκοβε και το καλύτερο τριαντάφυλλο για να το πάω στη δασκάλα τη Δευτέρα…

Ήταν καλή η γιαγιά η Νίνα, τηρώντας ωστόσο ευλαβικά όλους τους τύπους. Θυμάμαι πριν την Ανάσταση στεκόταν μπροστά στη μεγάλη πόρτα του σπιτιού και μικροί μεγάλοι της φιλούσαν το χέρι για να παραλάβουν τη λαμπάδα τους. Παίρναμε την ευλογία της πριν ο δρόμος μάς βγάλει στην Παναγία Φανερωμένη.

Και τι δεν μου έλεγε η γιαγιά για τον Τύρναβο. Ότι ο Τύρναβος ήταν προνομιούχος που είχαν όλα τα σπίτια πηγάδια… Ότι κάποτε όλοι οι δρόμοι του Τυρνάβου ήταν στρωμένοι με καλντερίμι. Για την μεγάλη πλημμύρα του ΄35 που χτυπούσαν προειδοποιητικά οι καμπάνες καθώς το νερό από τον Ξηριά είχε φτάσει μέχρι τα παράθυρά τους.

Για τις προσφυγοπούλες που περπατούσαν ξυπόλυτες και περιποιημένες με τα μαλλιά κοτσιδάκια. Για τις μουσουλμάνες που έκλαιγαν παίρνοντας και αυτές το δρόμο της προσφυγιάς… Για το πώς πλένανε οι παλιές Τυρναβίτισσες το νοικοκυριό τους στη Βρύση… Εικόνες που στο μυαλό μου γίνονταν πολύ μεγάλες…

Τον παππού μου τον Νίκο τον θυμάμαι λιγότερο. Ήταν οδοντίατρος. Θυμάμαι όμως τις βόλτες που έκανα στον κήπο του παππού και της γιαγιάς με το μικρό μπλε αυτοκινητάκι μου. Κάθε φορά που ξεκινούσαμε για Τύρναβο έκλαιγα, ήθελα αναγκαστικά να το «χωρέσουμε» στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου μας και να το πάρουμε μαζί μας. Έκλαιγα με στόχο. Το αυτοκινητάκι ήταν το «όπλο μου». Με αυτό έπαιρνα φόρα και χτυπούσα τα πόδια του παππού και της γιαγιάς που κάθονταν στο παγκάκι στην πλατεία και έκαναν πως πονούσαν. «Ωχ, ωχ!» έλεγαν. Θυμάμαι να καταλάβαινα ότι μου έκαναν το χατίρι…

Ο μπαμπάς έλεγε ότι ζητούσα από τον παππού συνεχώς να μου αγοράσει και μπαλόνια. Αυτό δεν το θυμάμαι. Μάλλον ήθελε να ενισχύσει τη μνήμη μου για τον παππού. Μια Κυριακή είχε χτυπήσει το τηλέφωνο στο πατρικό. Κάποιος είχε πονόδοντο και ζητούσε τον παππού, ο οποίος ωστόσο μας είχε «αφήσει». Ο μπαμπάς σάστισε και απάντησε μηχανικά ότι απουσιάζει. Και μετά γύρισε προς τα μένα μειδιώντας αμήχανα. Νόμιζε ότι δεν κατάλαβα. Εγώ κατάλαβα όμως. Θυμάμαι ίσα-ίσα και το παλιό οδοντιατρείο του παππού. Έχω και λάφυρο. Το Τουρ. Έτσι το λέγανε -από τα γαλλικά- για να περιγράψει τους πολλούς «γύρους» που έφερνε. Έκανες πεντάλ και γύριζες τον τροχό. Σαν ραπτομηχανή ένα πράγμα. Γι’ αυτό είχε δυνατή γάμπα στο δεξί του πόδι ο παππούς. Οι παλιοί Τυρναβίτες μάλλον θυμούνται τις οδυνηρές εξαγωγές από τους τότε «ειδικούς».

Τους κουρείς με τις «οδοντάγρες».

Τις γλυκιές Πασχαλιές το ψήσιμο του οβελία ήταν ιεροτελεστία. Ο πατέρας μου πάντα παινευόταν ότι ήξερε να δένει το αρνί με μαεστρία, με σχοινί που «μαζεύει» από τη φωτιά και σφίγγει. Έκανε και ειδικούς μάλιστα κόμπους που είχε μάθει από την προσκοπική. Ήταν περήφανος που ήταν πρόσκοπος. «Βοήθησαν πολύ οι πρόσκοποι και στους σεισμούς στο Βόλο το ΄57» έλεγε. Έστηναν σκηνές στην παραλία. Τότε πολλά προσκοπάκια από τον Τύρναβο βλέπανε πρώτη φορά θάλασσα. Τη φαντάζονταν ως ένα πράγμα γιομάτο νερό!

Είχαμε και τα τυπικά μας τις Κυριακές και τις Πασχαλιές στον Τύρναβο. Επισκέψεις σε θείους, βόλτα στη Βρύση, που δεν έπλεναν πια οι νοικοκυρές αλλά τα παιδάκια τάιζαν τις πάπιες και τα ψαράκια. Είχαμε και τις Απόκριες, την παρέλαση με το καρναβάλι. Αλλά ως εκεί… Την Καθαρά Δευτέρα με το Μπουρανί έπεφτε απαγορευτικό. Τουλάχιστον ως τα μικράτα μου. Όλα όμως ήταν μέρος μιας γιορτής στην παιδική μου ψυχή.

Ώσπου μεγαλώσαμε. Διαβάσματα, υποχρεώσεις, πανεπιστήμια, σταμάτησαν κάπως το χρόνο εκεί. Σαν κάτι νόστιμο να λιγόστεψε. Η αθώα εστία χανόταν, ίσως πήρε μαζί της και την παιδικότητα. Δεν φταίει όμως η εστία για τη χαμένη παιδικότητα. Ούτε ο Τύρναβος φταίει. Ο Τύρναβος κράτησε ζωντανή την αθωότητα. Είναι πάντα το μέρος που το μικρό παιδί, ο Νίκος, ένιωθε πιο ελεύθερος.

Πια, κάθε φορά που βρίσκομαι στον Τύρναβο ξανακάνω τη διαδρομή «Πλάτανος-Πλατεία». Και με παραλλαγές. Όπως ακριβώς έκανα στις παιδικές μου διαδρομές. Και πάντα με ήλιο. Είπαμε. Στον Τύρναβο πηγαίναμε όταν «άνοιγε» ο καιρός. Είναι το μέρος που αναζητώ πάντα τον μικρό και ανέμελο Νίκο, ελπίζοντας ότι αυτός ο Νίκος υπάρχει ακόμη…

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ