ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, «Η ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΣ», ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Χ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ

ΓΡΑΦΕΙ Η Ελένη Αναστασοπούλου, συγγραφέας, σ.εκπ/κός με την ευκαιρία της παρουσίασης που έγινε στη Λογοτεχνική Γωνιά, στη Λάρισα

Για 40 +1 δημόσιες ιστορίες , γράφει το οπισθόφυλλο του βιβλίου για να μας προϊδεάσει για το περιεχόμενό του. Προσωπικά, θα τις χαρακτήριζα 40+1 δοκίμια, αφού σύμφωνα με τον Ε.Π. Παπανούτσο δοκίμιο είναι ένα «σύντομο, γρήγορα γραμμένο, ευπρόσιτο στο πλατύ κοινό κείμενο, που αποτελεί μια απόπειρα να προσεγγίσει κανείς, σε αρκετό βαθμό, ένα θέμα κριτικής, επιστήμης, τέχνης, ηθών κτλ. με γνώση και καλλιέπεια, χωρίς όμως να το εξαντλεί».

Η άποψή μου εδράζεται μεταξύ των άλλων και στα λεχθέντα του Μαρωνίτη: «το δοκίμιο, στην ακαδημαϊκή του τουλάχιστον εκδοχή, βρίσκεται στο διάμεσο της λογοτεχνίας και της πληροφορίας. Η σύνταξη του είναι λιγότερο ελεύθερη από εκείνην του λογοτεχνήματος αλλά πιο προσωπική από εκείνην της πληροφοριακής ανακοίνωσης. Αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ, θα έλεγα ότι η δοκιμιακή έκφραση είναι κατεξοχήν παράδειγμα ιδεολογικής ομολογίας για θέματα και προβλήματα επίμαχα και ριψοκίνδυνα»

«Το δοκίμιο πρέπει να εκφράζει ένα ύφος, μια εσωτερική ζωή, μια ευαισθησία, μια προσωπική στάση απέναντι στα πράγματα, μια ατομικότητα.» (Γ. Θεοτοκάς)
«Το δοκίμιο απευθύνεται όχι μόνο στις γνώσεις (τη μόρφωση) αλλά και στην καλαισθησία και το γούστο του αναγνώστη. Αν η πραγματεία ή η μελέτη τον μορφώνει, το δοκίμιο τον καλλιεργεί. Στο δοκίμιο αποφασιστικό ρόλο παίζει η προσωπικότητα του συγγραφέα, αυτή είναι που δίνει το κύρος σε ό,τι λέγεται, που προσφέρει συνήθως το παράδειγμα, αλλά και τη ζωντάνια στην έκφραση και το ανεπανάληπτο ύφος» έγραψε ο δικός μας αείμνηστος, Λαρισαίος, εκ Σμίξης, καθηγητής γλωσσολογίας Θανάσης Νάκας που έφυγε από τη ζωή πρόσφατα και άδικα, όπως και πολλοί άλλοι από ή με covid.

Ποιος είναι λοιπόν ο Χ. Αθανασιάδης που γράφει αυτά τα δοκίμια και γιατί; Θέλει να μας «τέρψει» αισθητικά μ’ ένα καλογραμμένο λογοτέχνημα; Θέλει να μας πληροφορήσει;

Ας αρχίσουμε από τον τίτλο του εγχειρήματος στην προσπάθεια να καταλάβουμε.

Μνήμη: η πρώτη λέξη του τίτλου. Με τον όρο μνήμη εννοούμε το μέσο με το οποίο συγκρατούμε τις εμπειρίες του παρελθόντος μας και ανασύρουμε από αυτές πληροφορίες που χρησιμοποιούμε στο παρόν μας (Tulving, 2000). Η μνήμη ωστόσο είναι έννοια πληθυντική. Υπάρχουν πολλές μνήμες, εκτός από τις προσωπικές, πολλές εμπειρίες συνδεδεμένες με διάφορες κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκει και δραστηριοποιείται κανείς. Είναι αυτές που δημιουργούν την κουλτούρα του ατόμου ή την «ιδεολογική ομολογία» κατά τον Μαρωνίτη. Έτσι δημιουργείται μια αλληλεπίδραση, ένας διάλογος που διαμορφώνει την ταυτότητα μεταξύ της ατομικής και της συλλογικής μνήμης. Στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου, διαμορφώνει και αναπλάθει το περιεχόμενο της μνήμης που προκύπτει από το σύνολο των εντάξεών του μέσα στο κοινωνικό σύστημα (Cuche D. σελ.147).

Ο Candau αναφέρει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ταυτότητα χωρίς μνήμη εφόσον, μόνο αυτή η ιδιότητα επιτρέπει τη συνείδηση του εαυτού μέσα στο χρόνο». Η κοινωνικοποίηση του ατόμου διαμορφώνει τη «συλλογική του ταυτότητα» η «πολιτισμική ταυτότητα», η οποία είναι καθοριστική για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, πώς τον νοηματοδοτούμε, και πώς εκφραζόμαστε».

Η νοηματοδότηση του κόσμου με γνώση, επιχειρήματα και καλλιέπεια διαφαίνεται στα δοκιμιακά κείμενα του βιβλίου με τα οποία ο συγγραφέας επιζητά «την συμμετοχή του αναγνώστη, με τα οποία θέτει σε κίνηση τόσο τη σκέψη όσο και τη φαντασία του, απευθύνεται τόσο στη νόηση όσο και στο συναισθηματικό του κόσμο και επιζητεί όχι μόνο να τον πληροφορήσει, αλλά και να τον συγκινήσει και να τον τέρψει.» όπως λέει ο Θ. Νάκας.

Σχετικά με τη δεύτερη λέξη του τίτλου, «Πόλις», με «-ι», παραπέμπει στην κλασσική περίοδο όπου αντιπροσώπευε μάλλον το σύνολο των πολιτών και όχι τη γεωγραφική έκταση, η οποία αναφερόταν κατά κανόνα με τους όρους άστυ. Ο πολίτης ταυτιζόταν με την «πόλιν» και σχεδόν όλες οι όψεις της ατομικής ζωής συνδέονταν με τη δημόσια ζωή, σε μια σχέση αλληλοσύνδεσης του πολιτισμού, της πολιτικής, της κοινωνίας και της συνεισφοράς του πολίτη στην πόλη.

Η συνεισφορά του Αθανασιάδη, με την ιδιότητα του πολίτη, στην «Πόλιν» είναι η καταγραφή των αναμνήσεων που εκκινούν από την πόλη με «-η», από τον χώρο και τον τόπο, δηλαδή, εκλαμβάνοντάς την ως δημιουργό γεγονότων και όχι ως απλό σκηνικό. Με υατό τον τρόπο συνενώνονται οι δύο λέξεις, πόλις(πολίτες) και πόλη(χώρος και χρόνος).

Η συγκολλητική ουσία αυτών των δύο λέξεων Μνήμη και Πόλις ή Πόλη βρίσκεται στην σύνδεση της μνήμης με τις δύο βασικές φιλοσοφικές έννοιες: τον χρόνο και τον χώρο που στην Καντιανή φιλοσοφία αποτελούν τις δύο βασικές κατηγορίες στις οποίες οικοδομείται η ανθρώπινη εμπειρία και αντίληψη. Αλλά και η πόλη συνδέεται με αυτές τις δύο διαστάσεις καθώς η πόλη δεν είναι μόνο χωρικά δεδομένα αλλά και μια συνέχεια στον χρόνο ο οποίος νοηματοδοτείται από τα γεγονότα τα οποία δημιουργούνται από τους πολίτες στη διάρκειά του. Παρατηρείται έτσι μια κυκλική και αμφίδρομη σχέση αφού τα γεγονότα δημιουργούν μνήμες, οι μνήμες με τη σειρά τους επανενεργοποιούν τον χωροχρόνο και αυτός ενεργοποιεί νέες μνήμες.

Δείτε τώρα πως αποτυπώνεται αυτή η σχέση στο δοκίμιο με τίτλο «με εντολή πρωθυπουργού» το γεγονός συνέβη το Σάββατο 19 Απρίλη, να σημειώσω εδώ ότι σε όλα τα δοκίμια δίνεται ο χρόνος και ο χώρος. Ο ΠΘ, Κ.Μ, με «ρητή εντολή» του στον τότε Υ.ΠΡΟ.ΠΟ Μ. Χρυσοχοΐδη ζήτησε να διαλευκανθεί το ταχύτερο η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ. Παρένθεση: έχουν περάσει 2 χρόνια πάρα δυο μήνες κι ακόμη δεν έχει διαλευκανθεί… εύλογα τώρα αναρωτιέται κανείς : χωρίς «ρητή εντολή» πόσα χρονιά θα διαρκούσε; Ή μήπως ήταν αχρείαστη τελικά; Η εντολή εννοώ… Κλείνει η παρένθεση.

Το συγκεκριμένο γεγονός πυροδότησε τη μνήμη του Αθανασιάδη, σε συνδυασμό με τις γνώσεις του ανατρέχει στο έτος 1670, στον Λουδοβίκο τον 16ο και στην Άλωση της Βαστίλης, από εκεί στο έτος 1748 στον Μοντεσκιέ κι από εκεί στον Σαίξπηρ και στον βασιλιά Ριχάρδο τον Β.

Μέσα από τέτοιου είδους ανασύρσεις από τη μνήμη και τις παραγόμενες επισυνδέσεις ο συγγραφέας ερμηνεύει και νοηματοδοτεί τα γεγονότα.
Τα δοκίμια «Πολυτεχνείο, ανίσχυροι χειρισμοί» και «Πολυτεχνείο ασυνεπείς συλλογισμοί» γράφηκαν στις 14/11/21 και 21/11 με αφορμή κάποιες αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα που αμφισβητούσαν την ύπαρξη νεκρών και των σχετικών απόψεων του Απόστολου Δοξιάδη αλλά και του υφυπ. Παιδείας Άγγελου Συρίγου.

Εδώ διαπιστώνουμε ότι για το ίδιο γεγονός υπάρχουν διαφορετικές έως αντικρουόμενες ερμηνείες, ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης, ομάδων ανταγωνιστικών μεταξύ τους (Halbwachs,1992) που ερμηνεύουν τα γεγονότα ανάλογα με τις προσωπικές τους προσλαμβάνουσες δίνοντάς τους την ανάλογη ιδεολογική διάσταση. Παρατηρείται μια «διαιρεμένη μνήμη» αφού ανάμεσα στις ατομικές μνήμες υπάρχει συχνά αντιπαράθεση. Αυτό είναι αποτέλεσμα του διαφορετικού τρόπου σύνδεσης της μνήμης με γεγονότα τα οποία όμως βιώθηκαν και επίδρασαν διαφορετικά σε άτομα ή και ομάδες που τα έζησαν(Portelli), ανάλογα με το ιδεολογικό τους υπόβαθρο.

Το ερώτημα που γεννήθηκε από την ανάγνωση αυτών των δοκιμίων αλλά και άλλων όπως εκέινο που γράφτηκε με αφορμή την επίσκεψη του Π.Θ στον ΑηΣτράτη και τις σχετικές δηλώσεις του. Αυτόν τον τόπο μαρτυρίου τον χαρακτήρισε «τοπόσημο διχασμού»!

Εύλογα γεννιέται το ερώτημα : μήπως αυτοί οι «ανίσχυροι χειρισμοί» και «ασυνεπείς συλλογισμοί» διαμορφώνουν συλλογική μνήμη και μακροπρόσθεσμα αλλοιώνουν την ιστορική μνήμη;

Ο Αη Στράτης ή το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης στο κείμενο «Μέρα Μαγιού» είναι τόποι συναισθηματικά φορτισμένοι, συχνά φέρουν φυσικά σημάδια από το παρελθόν και αποτελούν γόνιμη σκηνή για την αναπαράσταση και την απόδοση του αφηγήματος μιας δράσης δημόσιας ιστορίας. Η αφομοίωση του αφηγήματος εξαρτάται από τις εμπειρίες, την κουλτούρα, τις γνώσεις που έχει κανείς μέσα από τα οποία αναβιώνει και κατανοεί το παρελθόν αλλά δομεί και το μέλλον.

Στο τοπίο, στον δημόσιο χώρο, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον κωδικοποιούνται σε στρώματα και ίχνη και όλα μαζί παράγουν σημασιοδοτήσεις για τον άνθρωπο, για την κοινότητα , για την κοινωνία, τελικά. Το ίδιο το τοπίο, τα οδωνύμια, (Κωλέτης η μετωνυμία του Καραϊσκάκη) τα κτίρια, τα ερείπια, τα μνημεία, οι μνημονικοί τόποι, εντάσσονται στις ιστορικές πηγές και τροφοδοτούν την μνήμη.

Ο χώρος-τόπος επίσης συνδέει την συλλογική με την ατομική μνήμη αλλά και η μνήμη ατομική και συλλογική, συνδέεται με πολλούς τρόπους με τη λογοτεχνική αφήγηση η οποία την διαφυλάσσει και ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα να τη διευρύνει, να την εμπλουτίσει και να αλλάξει την πολιτισμική μνήμη καθώς η λογοτεχνία βλέπει τα γεγονότα από την οπτική των ατόμων. Zimmermann (1998: 202)

Στα τέσσερα τελευταία κείμενα του βιβλίου «Όταν οι κολίγες έγιναν Πολίτες», «Οι μνήμες που στοιχειώνουν», «Η Σμύρνη στη Νέα Σμύρνη» και «Θεοχάρης Αθανασιάδης του Αργυρίου, δυο τρία πράγματα που ξέρω γι αυτόν» βλέπουμε τη διαπραγμάτευση της ατομικής και, δια μέσου αυτής, της συλλογικής μνήμης, διαμεσολαβημένη από τους συγκεκριμένους βιωμένους τόπους από τον ίδιο τον συγγραφέα.

Ο λογοτεχνικός χωροχρόνος, για τον μέγα θεωρητικό της λογοτεχνίας, Μπαχτίν θεωρεί το αντικείμενο της τέχνης, στην προκειμένη το ανά χείρας πόνημα, ένα ιδιαίτερο τρόπο γνώσης, ως πολιτιστικό προϊόν, ως ιδεολογικό πρόσημο, που δεν δημιουργήθηκε από το τίποτα, αλλά αναλαμβάνει την ευθύνη μιας ήδη γνωστής πραγματικότητας, αξιολογημένης στην κοινωνία. Γι αυτό η τέχνη είναι το προϊόν μιας δια-λεκτικής και δι -υποκειμενικής αξιολόγησης και κατά κάποιο τρόπο είναι πάντα ρεαλιστική .

«Μεταμορφώνεσαι σε πολίτη ενόσω κινείσαι συνειδητά προς τον τόπο του πολίτη» γράφει ο Χάρης στο κείμενο με τον ωραίο τίτλο «Η Δημοκρατία είναι σαν τον έρωτα». Θαρρώ ότι ο ίδιος έχει μεταμορφωθεί σε πολίτη γι αυτό και συνειδητά και με γνώση καταθέτει τα δοκίμιά του, χωρίς να σταματά να κινείται συνεχώς προς την έννοια του πολίτη.

Ο Χάρης Αθανασιάδης λοιπόν, ως ένας δυναμικός παρατηρητής, έχει την δική του αντίληψη και το προϊόν της τέχνης του, το παρόν λογοτεχνικό πόνημα, είναι αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής, διυποκειμενικής και ρεαλιστικής αξιολόγησης. Δεν καταγράφει ως «εγώ»-χωρίς ωστόσο να χάνει την ταυτότητά του- αλλά ως ένα μέρος της συλλογικής μνήμης, αποδίδοντας έτσι την βιωμένη διάσταση της ιστορίας. Ερμηνεύει ή καταγράφει, αν θέλετε, μια πραγματικότητα ρίχνοντας πάνω της νέα ματιά για ν’ αντιληφθούμε την λογική του και το φαντασιακό υπόβαθρο της δεδομένης στιγμής ενός πολιτισμού, μιας κοινωνίας.

«Δεν δημιουργεί ένα πόνημα αυτοναφορικό, αφού αναμετράται «με τις συλλογικές μας μνήμες, όπως αυτές διαχέονται στη δημόσια σφαίρα, «φωτίζουν την ηχώ των περασμένων», συνδέουν ιστορικά γεγονότα διαφόρων εποχών, «μα όχι αποστασιοποιημένα, κάποτε ίσως θερμά» όπως λέει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο.

Σ’ αυτό το «θερμά» εδράζονται τα συναισθήματα που προκαλεί- σ’ εμένα τουλάχιστο προκάλεσε- η ανάγνωση των κειμένων.

Το δοκίμιο όπςω ανέφερα και πιο πάνω είναι ένα λογοτεχνικό είδος.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ