ΓΡΑΦΕΙ Ο Περικλής Καζαντζίδης, υποψήφιος βουλευτής Λάρισας ,με το ΚΚΕ
Ομοβροντία προτάσεων για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων ακούμε προεκλογικά από ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ. Την αφετηρία τους, βέβαια, δεν την κρύβει κανένας απ’ αυτούς: Στόχος είναι να συγκρατήσουν το ιδιωτικό χρέος, που έφτασε τα 256 δισ. ευρώ και το 63% δεν εξυπηρετείται, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία για την πορεία της οικονομίας.
Αλλά και να προστατευτούν οι τράπεζες από νέα «ανοίγματα», συνεχίζοντας να εισπράττουν έστω και τα ελάχιστα από τα χρωστούμενα. Αυτό προβλέπουν άλλωστε και οι «κατευθυντήριες γραμμές» του Ταμείου Ανάκαμψης, που είναι το «κοινό πρόγραμμα» ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ.
Από κει και πέρα, μπορεί οι προτάσεις τους να διαφοροποιούνται στο «συν – πλην», μπορεί ο καθένας να προτείνει κι ένα διαφορετικό συνδυασμό μέτρων για το πώς θα πληρώσει ξανά ο λαός, όλοι τους όμως διαβεβαιώνουν ότι οι προτάσεις τους δεν ξεστρατίζουν ούτε πόντο από τα κριτήρια που θέτουν η ΕΕ και η ίδια η καπιταλιστική αγορά για τις τράπεζες και την κερδοφορία των ομίλων.
Είναι αποκαλυπτικά τα όσα εξηγεί η χτεσινή «Αυγή» για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ: «Στην πραγματικότητα, κάθε κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να βρει πλαίσιο συνεννόησης με τις τράπεζες. Είναι άλλο, όμως, να διαπραγματεύεσαι μαζί τους (…) και άλλο να τους παραχωρείς εν λευκώ δικαίωμα να λεηλατούν την κοινωνία».
Με άλλα λόγια, η «προοδευτική» πρόταση που λέει ότι θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα προκύψει ως αποτέλεσμα συμφωνίας με τις τράπεζες, άρα και με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς που θέτουν τους κανόνες στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Ακόμα κι αυτά δηλαδή που υπόσχεται προεκλογικά ως παρηγοριά στον άρρωστο, θα γίνουν ακόμα χειρότερα αν έρθει η ώρα να τα εφαρμόσει. Γι’ αυτό άλλωστε η πρότασή του χαιρετίζεται από «κύκλους» της αγοράς ως «προσγειωμένη στην πραγματικότητα».
Ακόμα κι εκεί που προβλέπεται «κούρεμα», ή επιδότηση μέρους των δόσεων, αυτό γίνεται για να εξασφαλιστεί η εισπραξιμότητα των τραπεζών και να μην υπάρξει νέα φουρνιά καθυστερήσεων. Στην πραγματικότητα, όλοι μιλάνε για ενίσχυση των τραπεζών με λεφτά από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή του λαού, που την παρουσιάζουν ως δήθεν «ανακούφισή» του!
Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι δίπλα στα δήθεν μέτρα στήριξης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, παραμένει …αγέρωχο και ενισχύεται όλο το πλέγμα των πλειστηριασμών, με τους νόμους ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ. Λειτουργεί έτσι και ως εκβιασμός για να συρθεί κάποιος στον επαχθή τραπεζικό συμβιβασμό. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την προσωρινή μόνο αναστολή των πλειστηριασμών, μέχρι να εφαρμοστεί το νέο πλαίσιο.
Αμετακίνητα παραμένουν και τα funds, ενώ κοινό στοιχείο όλων είναι πως όποια ρύθμιση επιλεγεί, θα αφορά μόνο όσους δεν μπορούν «αποδεδειγμένα» να πληρώσουν, με κριτήρια που χαρακτηρίζουν σχεδόν …προνομιούχο έναν μεροκαματιάρη με μισθό λίγο πάνω από τον κατώτατο. Για να κατοχυρώσει μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ ότι κανένας τέτοιος δεν πρόκειται να περάσει από την κρησάρα του «νέου» πλαισίου, διατηρεί την άρση του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου στη διαπραγμάτευση τράπεζας – δανειολήπτη, όπως και το κριτήριο των «εύλογων δαπανών διαβίωσης».
Απέναντι σε όλους αυτούς, το ΚΚΕ παλεύει για την πραγματική ανακούφιση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και γι’ αυτό έχει καταθέσει επανειλημμένα προτάσεις για άμεσα μέτρα, που απορρίφθηκαν όμως εν χορώ απ’ όλα τα άλλα κόμματα στη Βουλή. Ο λόγος είναι ότι μόνο το ΚΚΕ λέει να πληρώσουν για τα «κόκκινα» δάνεια οι τράπεζες και όχι ο λαός. Και ότι μέσα στο αντιλαϊκό πλαίσιο που καθορίζεται από τις «αντοχές της οικονομίας», τη «δημοσιονομική σταθερότητα», το κυνήγι της «επενδυτικής βαθμίδας» και τα μνημόνια διαρκείας της ΕΕ, δεν υπάρχει «λύση» που να τους βγάζει όλους κερδισμένους. `Η τα μονοπώλια θα χάσουν, ή ο λαός.
Εδώ βρίσκεται η πραγματική διαχωριστική γραμμή και το δίλημμα μπροστά στις εκλογές. Ο λαός έχει πληρώσει τα σπίτια του δυο και τρεις φορές. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα πιο ισχυρό ΚΚΕ και εκλογικά, στην αναμέτρηση με το κεφάλαιο, την ΕΕ και τα κόμματά τους, που με όποια κυβέρνηση, δεν διστάζουν να εκβιάζουν και να πετούν τη λαϊκή οικογένεια έξω από το σπίτι της, για να εξασφαλίζονται τα κέρδη τραπεζών και ομίλων.