Δείτε τί αναφέρει ο καθηγητής Κωστής Κορνέτης, συγγραφέας του βιβλίου «Τα παιδιά της Δικτατορίας»
Τρώγαμε με χρυσά κουτάλια στη χούντα; Αντιστάθηκε ο λαός στο καθεστώς των Συνταγματαρχών; Γιατί έχει ανοίξει η άχαρη συζήτηση σχετικά με τους νεκρούς του Πολυτεχνείου και, τελικά, γιατί είναι αποδεκτό να αμφισβητούνται τεκμηριωμένα στοιχεία;
Στον δημόσιο λόγο, τα τελευταία χρόνια, αυξάνονται οι «φωνές» που επιθυμούν να ξαναγράψουν την ιστορία, αμφισβητώντας ακόμα και επιστημονικά καταγεγραμμένα γεγονότα. Και η εξέγερση του Πολυτεχνείου αλλά και ο αντιδικτατορικός αγώνας στο σύνολό του, υποβαθμίζονται ή διαστρεβλώνονται στο όνομα μίας κουλτούρας (ακροδεξιάς) «νοσταλγίας» που δεν εδράζεται πουθενά. Πριν περίπου μία δεκαετία, μάλιστα, οι νεκροί του Πολυτεχνείου, αμφισβητήθηκαν μέσα στην ίδια τη Βουλή από εκλεγμένους εκπροσώπους του ελληνικού λαού που -για την ιστορία-, σήμερα βρίσκονται στη φυλακή, (πρωτόδικα) καταδικασμένοι για εγκληματική οργάνωση.
Μισό αιώνα μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Κωστής Κορνέτης, επίκουρος καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, και συγγραφέας του βραβευμένου βιβλίου «Τα παιδιά της δικτατορίας – Φοιτητική αντίσταση, πολιτισμικές πολιτικές και η μακρά δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα» (εκδόσεις Πόλις), αποδομεί μιλώντας στο ethnos.gr, τους πέντε πιο «δημοφιλείς» μύθους για το Πολυτεχνείο, την περίοδο της επταετίας αλλά και τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα.
Το Πολυτεχνείο δεν είχε νεκρούς
Όλη η κοινωνία ήταν κατά της χούντας
«Αυτό είναι σαφώς ένας μύθος, η περίφημη παλλαϊκή αντίσταση στη Χούντα. Δεν ισχύει – και δεν ισχύει βέβαια ούτε καν για το ίδιο το φοιτητικό σώμα, όπου οι φοιτητές που δραστηριοποιήθηκαν ενάντια στο καθεστώς ήταν μια μειοψηφία με χαρακτηριστικά πρωτοπορίας. Παρά το γεγονός πως το καθεστώς δεν είχε βρει ενεργό λαϊκή υποστήριξη, ένα μέρος της κοινωνίας σε μεγάλο βαθμό ανέχτηκε τη χούντα, η οποία βολεύτηκε με επιδόματα, δάνεια, κατάργηση χρεών και μια επίπλαστη και αποσπασματική ευμάρεια, όπου ο καταναλωτισμός παρεισφρούσε με γοργά βήματα. Είναι σημαντικό να σταθεί κανείς στην πολύ λίγο μελετημένη ζωή στην ελληνική επαρχία εκείνη την εποχή και τη σχετικά μεγάλη αποδοχή που είχε το καθεστώς εξαιτίας έργων υποδομής (οδικό δίκτυο, ηλεκτρικό δίκτυο κτλ) που βέβαια είναι πολύ χαρακτηριστικές στρατηγικές αυταρχικών καθεστώτων στην προσπάθεια τους να παίξουν έναν εθνικό ρόλο, αλλά κυρίως να αποκτήσουν λαϊκά ερείσματα. Όμως θα πρέπει να σταθούμε στο γεγονός πως, ακριβώς το ίδιο το Πολυτεχνείο, μέσα από τον σταθμό κυρίως κινητοποίησε – σχεδόν πολιτικοποίησε θα έλεγα πολύ κόσμο ενάντια στο καθεστώς, κόσμο που έως τότε δεν είχε καμία ανάμιξη στις διαμαρτυρίες ή την αντίσταση. Είναι μια μεταιχμιακή στιγμή».
Το Πολυτεχνείο έριξε τη χούντα
«Το Πολυτεχνείο από μόνο του προφανώς και δεν έριξε τη χούντα. Όμως προκάλεσε μεγάλα ρήγματα στο καθεστώς, καταργώντας εν τοις πράγμασι το «πείραμα Μαρκεζίνη», κοινώς μια προσπάθεια συνέχισης του αυταρχισμού επ’αόριστον, με την ένδυση ενός κοινοβουλευτικού μανδύα. Από αυτή την άποψη, το Πολυτεχνείο είναι υπεύθυνο για το γεγονός πως η μετάβαση στη δημοκρατία δεν ήταν μια ελεγχόμενη μετάβαση από το ίδιο το καθεστώς, όπως στη Χιλή του Πινοτσέτ, δέκα χρόνια μετά. Θα πρέπει βέβαια να μιλήσει κανείς για τα ρήγματα μέσα στο ίδιο το στράτευμα που πλέον ήταν πολύ μεγάλα, ειδικά μετά το κίνημα του Ναυτικού το καλοκαίρι του ΄73 – ένα στράτευμα που, όπως φάνηκε πολύ καθαρά τον Ιούλιο του 1974, ήταν πραγματικά υπό κατάρρευση. Θα πρέπει βέβαια κανείς να συνειδητοποιήσει πως, το ίδιο το γεγονός πως η εξέγερση αυτή καταλήγει σε λουτρό αίματος – εκείνη μάλιστα την εποχή γινόταν λόγος για εκατοντάδες θύματα – απονομιμοποίησε πλήρως ένα ούτως ή άλλως βάναυσο και ανελεύθερο καθεστώς. Ο δε ερχομός Ιωαννίδη επιβάλει μια ακόμα πιο σκληρή εκδοχή του καθεστώτος η οποία, εκ των πραγμάτων, δε θα μπορούσε να μακροημερεύσει και ελέω ακραίας ανικανότητας του πολιτικού του προσωπικού – πράγμα που γίνεται σαφές στην τεράστια κρίση που πυροδοτεί το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου».
Η «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι υπεύθυνη για ό,τι πήγε στραβά σε αυτή τη χώρα από τη Μεταπολίτευση και μετά
«Είναι μια εντελώς λανθασμένη θεώρηση. Γενικότερα η έννοια της Γενιάς όπως χρησιμοποιείται κατά κόρον για το εν λόγω θέμα, είναι απλουστευτική και μέσα από μεμονωμένα, σκόρπια παραδείγματα ανθρώπων προσπαθεί να φιλοτεχνήσει ένα συνολικό πορτραίτο που είναι αποπροσανατολιστικό. Περάσαμε από την αγιοποίηση του Πολυτεχνείου μετά από τη λεγόμενη νύχτα της σφαγής, στην ηρωοποίηση, στη μνημειοποίηση και θεσμοθέτηση, στην αποκαθήλωση και δαιμονοποίηση, όχι μόνο της Γενιάς, αλλά και του ίδιου του Πολυτεχνείου ως γεγονότος. Τους φορτώσαμε κάπως όλα τα δεινά – τη λεγόμενη κουλτούρα της μεταπολίτευσης, κοινώς τη βία και την ανομία, τα προβλήματα στα πανεπιστήμια, κτλ. Στην πραγματικότητα όμως το Πολυτεχνείο νομιμοποίησε όλη την επόμενη περίοδο που ονομάζουμε Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και ως τέτοιο αξίζει να το θυμόμαστε».
Στη χούντα κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα / τρώγαμε με χρυσά κουτάλια
«Αυτή ειναι μια ακραία νοσταλγική ενατένιση του παρελθόντος που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Η νοσταλγία βέβαια πάντα εξιδανικεύει το παρελθόν. Όμως το θέμα της τάξης και ασφάλειας, κατεξοχήν ίδιον των καταπιεστικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων, έχει ένα τεράστιο τίμημα που είναι η ίδια η δημοκρατία. Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από αντιδραστικές και αυταρχικές κυβερνήσεις που να στηρίζονται στη λογοκρισία, την αστυνομοκρατία και στον μόνιμο εκφοβισμό, εντοπίζοντας και βασανίζοντας παράλληλα τους αντιφρονούντες, για να νιώσει ο μέσος πολίτης «ασφαλής». Το ίδιο εν μέρει ισχύει και για τα χρυσά κουτάλια: είναι μεν εποχή οικονομικής ανάπτυξης που όμως είχε ήδη ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του΄60, όπως και φαινόμενα όπως ο καταναλωτισμός, ο μαζικός τουρισμός, η μαζική δόμηση. Απλά όλα αυτά εντείνονται ή και εκτινάσσονται την περίοδο της δικτατορίας. Από την άλλη, σίγουρα κάποιοι επωφελήθηκαν και αποκόμισαν μεγάλα οικονομικά οφέλη κατά την περίοδο της δικτατορίας όπως γίνεται βέβαια πάντα σε περιόδους μεγάλων εθνικών κρίσεων ή περιόδους «εκτάκτους ανάγκης»· η Κατοχή και ο Εμφύλιος είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Χωρίς να θέλω να την εξιδανικεύσω, η πραγματική απαρχή της εποχής της ευμάρειας ήταν η δεκαετία του ΄80».
ethnos.gr