Με την είσοδο στο 2024, παγιώνονται πλέον ως δημοσίως δηλωθέντα δεδομένα, δύο κοινά αποδεκτές παραδοχές από όλες τις γεωπολιτικές και στρατιωτικές αναλύσεις στα δυτικά ΜΜΕ και τις «δεξαμενές σκέψεις», σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, που άρχισαν σαφώς να διαμορφώνονται από τους τελευταίους μήνες του 2023:
- Η ουκρανική ανετεπίθεση απέτυχε.
- Το Κίεβο εξαρτάται απολύτως και πλήρως, πλέον, από την δυτική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.
Οι δύο αυτές παραδοχές συνοδεύονται από μία επίσης κοινά αποδεκτή διαπίστωση:
Η Ρωσία – παρά και ενάντια στις περί του αντιθέτου δημόσιες, ενθουσιώδεις τοποθετήσεις, από την Ουάσιγκτον μέχρι τις Βρυξέλλες, τον Φεβρουάριο του 2022 – όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, αλλά η οικονομία της γνωρίζει μία νέα άνθιση, ενισχύοντας, ταυτόχρονα, τις συμμαχίες της με την Κίνα και το Ιράν, αλλά και διευρύνοντας τις γεωπολιτικές επιπτώσεις του πολέμου, από τον Νότιο Ειρηνικό, μέχρι την Νότια Αμερική.
«Χρήματα τέλος»
Η παραπάνω κατάσταση επηρεάζει και το εσωτερικό των κρατών που συγκροτούν την συμμαχία του Κιέβου, αφού, τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και οι λαοί τους βλέπουν δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ – είτε με την μορφή εξοπλισμού, είτε «ζεστού» χρήματος – να χάνονται κυριολεκτικά στις λασπωμένες και ματωμένες πεδιάδες και τα δάση της Ουκρανίας, δίχως απτά αποτελέσματα.
Τα πράγματα έφτασαν μάλιστα σε οριακό σημείο, που η στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ – του ισχυρότερου και πιο γαλαντόμου συμμάχου του Κιέβου – εκφράζει δημόσια προβληματισμούς για τις επιπτώσεις και στην ίδια την στρατιωτική ικανότητα των ΗΠΑ, δηλώνοντας, ότι δεν υπάρχουν πλέον χρήματα για να αντικαταστήσουν τα όπλα που έχουν σταλεί στην Ουκρανία.
Αυτή η δήλωση βγήκε από τα χείλη του εκπροσώπου Τύπου του αμερικανικού Πενταγώνου, υποστράτηγου Πατ Ράιντερ, κατά τη διάρκεια ενημέρωσης των δημοσιογράφων την περασμένη Πέμπτη.
«Μας τελείωσαν τα χρήματα», δήλωσε «τσεκουράτα» ο στρατιωτικός στους δημοσιογράφους.
Το νέο πακέτο περιλαμβάνει όπλα, αξίας έως και 250 εκατομμυρίων δολαρίων, στα οποία περιλαμβάνονται αεροπορικά πυρομαχικά, πύραυλοι, πυροβολικό, αντιαρματικά συστήματα, πυρομαχικά εδάφους, ιατρικός εξοπλισμός και ανταλλακτικά.
Αυτή η βοήθεια, όμως, θα αντληθεί από τα αποθέματα του Πενταγώνου.
Σε δήλωσή του, ο αντισυνταγματάρχης πεζοναυτών Garron Garn, επίσης εκπρόσωπος του Πενταγώνου, δήλωσε ότι δεν υπάρχει πλέον χρηματοδότηση για την αντικατάσταση των όπλων που έχουν αφαιρεθεί από τα αποθέματα του υπουργείου Άμυνας.
Και η Πρωτοβουλία Βοήθειας για την Ασφάλεια στην Ουκρανία, η οποία παρέχει μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση για μελλοντικές συμβάσεις όπλων, έχει επίσης ξεμείνει από χρήματα.
Ως αποτέλεσμα, δήλωσε ο Garn την Τετάρτη, «χωρίς τη συμπληρωματική χρηματοδότηση, θα υπάρξει έλλειμμα στην αναπλήρωση των στρατιωτικών αποθεμάτων των ΗΠΑ, επηρεάζοντας την αμερικανική στρατιωτική ετοιμότητα».
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
Μια πιο «ανάγλυφη» εικόνα της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στον πόλεμο δίνει το Foreign Affairs.
Σύμφωνα με την ανάλυση, «η Δύση αντιμετωπίζει στην πραγματικότητα μια κρίσιμη επιλογή αυτή τη στιγμή: να υποστηρίξει την Ουκρανία ώστε οι ηγέτες της να μπορέσουν να υπερασπιστούν το έδαφός τους και να προετοιμαστούν για μια επίθεση του 2025 ή να παραχωρήσει ένα ανεπανόρθωτο πλεονέκτημα στη Ρωσία».
«Εάν δεν αναληφθούν σαφείς δεσμεύσεις στις αρχές του 2024, η αποφασιστικότητα του Κρεμλίνου θα σκληρύνει» και από «το τι θα κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη τους επόμενους έξι μήνες θα καθοριστεί» αν η Ουκρανία «μπορεί να ενισχύσει τις δυνάμεις της για να ανανεώσει τις επιθετικές επιχειρήσεις και να υποβαθμίσει τη ρωσική στρατιωτική ισχύ σε βαθμό που το Κίεβο να μπορέσει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον μοχλό πίεσης για να επιβάλει μια διαρκή ειρήνη» ή αν «η έλλειψη προμηθειών και εκπαιδευμένου προσωπικού θα βυθίσει την Ουκρανία σε έναν αγώνα μάχης που θα την αφήσει εξαντλημένη και αντιμέτωπη με την τελική υποταγή».
Η ανάλυση τονίζει ότι «οι διεθνείς εταίροι της Ουκρανίας πρέπει να θυμούνται ότι το πρώτο αποτέλεσμα δεν είναι επιθυμητό μόνο για τους Ουκρανούς».
«Είναι απαραίτητο να προστατευθεί ο διεθνής κανόνας ότι τα κράτη δεν αλλάζουν τα σύνορά τους με τη βία. Μια ενθαρρυμένη Ρωσία θα αποτελούσε μια διαρκή απειλή για το ΝΑΤΟ, απαιτώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλάβουν επ’ αόριστον την αποτροπή στην Ευρώπη. Αυτό θα περιόριζε την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να προβάλλουν δύναμη στον Ινδο-Ειρηνικό ωκεανό και θα αύξανε σημαντικά τον κίνδυνο σύγκρουσης για την Ταϊβάν. Η Δύση μπορεί να επιλέξει ποια κατεύθυνση θα πάρει η ιστορία. Αλλά πρώτα πρέπει να αναγνωρίσει τη σοβαρότητα της απόφασης που αντιμετωπίζει σήμερα».
Σύμφωνα με την ανάλυση, ο κυριότερος λόγος που απέτυχε η αντεπίθεση «ήταν ότι οι ουκρανικές μονάδες που είχαν αναλάβει να ηγηθούν της επίθεσης δεν είχαν επαρκή χρόνο για να εκπαιδευτούν και να προετοιμαστούν».
«Ακόμη και πριν από τον Μάιο του 2023, ήταν προφανές ότι τα στρατεύματα της Ουκρανίας ήταν ανεπαρκώς εκπαιδευμένα για επιθετικές επιχειρήσεις και είχαν μόλις και μετά βίας προλάβει να μάθουν πώς να χειρίζονται τον πρόσφατα δωρισμένο εξοπλισμό. Αλλά καθώς οι ρωσικές δυνάμεις ενίσχυαν τις αμυντικές τους θέσεις, η επίθεση δεν μπορούσε να καθυστερήσει.
Ωστόσο, η συλλογική εκπαίδευση στον ουκρανικό στρατό σπάνια πραγματοποιείται πάνω από το επίπεδο του λόχου, και η ανάγκη στελέχωσης νέων μονάδων έχει επίσης οδηγήσει στην έλλειψη έμπειρων αξιωματικών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο αριθμός των ενεργών ουκρανικών στρατευμάτων πενταπλασιάστηκε χωρίς σημαντική αύξηση του αριθμού των εκπαιδευμένων επιτελικών αξιωματικών» και «η έλλειψη αξιωματικών πεδίου σημαίνει αδυναμία να συντονίσουν επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας».
Ωστόσο, «η καλύτερη εκπαίδευση δεν θα μειώσει την ανάγκη του Κιέβου για υλικό».
«Ο ουκρανικός στρατός είναι πιθανό να αντιμετωπίσει σημαντικές ελλείψεις σε εξοπλισμό το επόμενο έτος: στο αποκορύφωμα της επίθεσης του 2023, η Ουκρανία έριχνε έως και 7.000 βολές πυροβολικού την ημέρα, που αντιστοιχούσαν έως και στο 80% των απωλειών μάχης της Ρωσίας. Μέχρι το τέλος του 2023, ωστόσο, οι ουκρανικές δυνάμεις έριχναν πιο κοντά στις 2.000 βολές την ημέρα. Η ικανότητα πυροβολικού της Ρωσίας, εν τω μεταξύ, έχει γυρίσει σελίδα, με τις ρωσικές δυνάμεις να βάλλουν πλέον περίπου 10.000 βολές την ημέρα. Εάν η Ουκρανία δεν μπορέσει να δημιουργήσει και πάλι τοπικές συνθήκες υπεροχής πυροβολικού, οποιεσδήποτε νέες επιθετικές επιχειρήσεις θα οδηγήσουν σε μη βιώσιμες απώλειες ουκρανικών στρατευμάτων».
Σύμφωνα με την ανάλυση, η Ρωσία διαθέτει σήμερα περίπου 340.000 στρατιώτες στην νοτιοανατολική Ουκρανία.
Η άποψη της ανάλυσης είναι, ότι «εάν η Ουκρανία αφήσει μεγάλα τμήματα του μετώπου ήσυχα, οι ρωσικές δυνάμεις μπορεί επίσης να είναι σε θέση να επεκτείνουν σημαντικά τις οχυρώσεις τους, δυσχεραίνοντας την πραγματοποίηση τυχόν μελλοντικών ουκρανικών επιθετικών επιχειρήσεων.
Ακόμα και ενώ κρατά αμυντική στάση, ο ουκρανικός στρατός πρέπει να επιδιώξει να μεγιστοποιήσει το ρυθμό φθοράς της Ρωσίας».
Τρώγοντας από τα έτοιμα
Αυτό όμως δεν μπορεί να δίνει δίχως πυρομαχικά και η ανάλυση τονίζει ένα δομικό λάθος της Δύσης, που μετατράπηκε σε δομική αδυναμία:
«Αντί να επιδιώξουν να επεκτείνουν τη βιομηχανική ικανότητα στα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, οι φίλοι του Κιέβου προμηθεύτηκαν κυρίως πυρομαχικά από τα εθνικά αποθέματα και τη διεθνή αγορά και τα διοχέτευσαν στην Ουκρανία.
Τώρα αυτά τα αποθέματα πυρομαχικών εξαντλούνται. Για να συνεχίσει να επιτυγχάνει τοπική υπεροχή στο πυροβολικό, η Ουκρανία θα χρειαστεί περίπου 2,4 εκατομμύρια μονάδες πυρομαχικών ετησίως. Αλλά οι διεθνείς εταίροι της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, θα αγωνιστούν να παράσχουν τα μισά από αυτά το 2024.
Η έλλειψη βλημάτων πυροβολικού της Ουκρανίας συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή. Αλλά οι περιορισμοί των πόρων της δεν περιορίζονται σε καμία περίπτωση στα πυρομαχικά. Για να αναγεννήσει την επιθετική της ικανότητα και να αμυνθεί έναντι των ρωσικών επιθέσεων, η Ουκρανία θα χρειαστεί περίπου 1.800 κάνες πυροβολικού για αντικατάσταση, ετησίως. Οι λίγες μονάδες παραγωγής τέτοιου υλικού στην Ευρώπη δεν μπορούν να καλύψουν αυτή τη ζήτηση. Οι πολυάριθμοι στόλοι οχημάτων που χαρίστηκαν στο Κίεβο τα τελευταία δύο χρόνια χρειάζονται επίσης μια αξιόπιστη προμήθεια ανταλλακτικών.
Η αεράμυνα θα είναι επίσης μια διαρκής αναγκαιότητα: Η Ρωσία παράγει τώρα πάνω από 100 πυραύλους «κρουζ» και βαλλιστικούς πυραύλους και 300 επιθετικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη ανά μήνα. Για να περιορίσει τις ζημιές από αυτά τα όπλα, η Ουκρανία θα χρειαστεί ανεφοδιασμό δυτικών συστημάτων αεράμυνας. Εάν οι δυτικές χώρες δεν αυξήσουν την ικανότητά τους να παράγουν αυτά τα συστήματα, η Ρωσία θα αποκτήσει το πάνω χέρι».
Έτσι, ενώ ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, φοβούμενος ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ θα σταματήσει με τις επερχόμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές, δηλώνει ότι όλα τα ουκρανικά εδάφη που κατέχονται από τη Ρωσία πρέπει να απελευθερωθούν μέχρι τον Οκτώβριο του 2024, «αυτό δεν είναι εφικτό, δεδομένου του υλικού που διαθέτει η Ουκρανία ή του χρόνου που χρειάζεται ο στρατός της για να εκπαιδεύσει κατάλληλα τα στρατεύματά του».
Επιπλέον, «δεν είναι λογικό οι δυτικοί σύμμαχοι του Κιέβου να απαιτούν από τους Ουκρανούς στρατηγούς της να δημιουργήσουν ένα λεπτομερές, μακροπρόθεσμο σχέδιο προτού δεσμευτούν να προσφέρουν νέα υποστήριξη. Χωρίς να είναι σίγουροι για τον εξοπλισμό που μπορούν να βασιστούν ότι θα λάβουν, οι στρατιωτικοί ηγέτες της Ουκρανίας δεν μπορούν να καθορίσουν τι είδους επιχειρήσεις μπορούν να οργανώσουν και πότε. Εν ολίγοις, η προετοιμασία για την επόμενη φάση του πολέμου έχει μετατραπεί σε ένα πρόβλημα κότας και αυγού μεταξύ Κιέβου και Ουάσινγκτον».
Το αν θα συνεχιστεί η στρατιωτική βοήθεια στο Κίεβο, το μέγεθος και η ποιότητά της είναι βασικά πολιτικό ζήτημα.
Το διακύβευμα για την Δύση
«Οι δυτικοί ηγέτες πρέπει να τονίσουν ότι οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην παραγωγική ικανότητα είναι και προσιτές και τελικά ωφελούν τους συμμάχους της Ουκρανίας» εκτιμά η ανάλυση και εξηγεί:
«Οι συνολικοί αμυντικοί προϋπολογισμοί των 54 χωρών που υποστηρίζουν την Ουκρανία ξεπερνούν κατά πολύ τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια μηνιαίως.
Αντίθετα, η τρέχουσα υποστήριξη προς την Ουκρανία κοστίζει στα κράτη αυτά λιγότερο από 6 δισεκατομμύρια δολάρια μηνιαίως.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμβατική υποχρέωση να υπερασπίζονται τους Ευρωπαίους συμμάχους τους. Η αμυντική παραγωγή της Ευρώπης δεν ανταποκρίνεται στη ρωσική, ιδίως καθώς η Ρωσία έχει μετακινηθεί σε πολεμική βιομηχανική βάση. Οι ηγέτες των ΗΠΑ πρέπει να πιέσουν την Ευρώπη να μειώσει την εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε ο αμερικανικός στρατός να μπορεί να δώσει προτεραιότητα στην αποτροπή στον Ινδο-Ειρηνικό. Αλλά αυτή πρέπει να είναι μια ελεγχόμενη μετάβαση. Εάν αυτή η μετάβαση γίνει με κόστος την ήττα της Ουκρανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να χρειαστεί να υποστηρίξουν μια Ευρώπη που δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί την ανατολική της πλευρά, ενώ η Κίνα ταυτόχρονα κλιμακώνει τις εντάσεις στο Στενό της Ταϊβάν».