Ανακοίνωση της Νέας Αριστεράς για τον Οργανισμό Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας
Η «ιδιωτικοποίηση» της αναγκαίας κρατικής παρέμβασης σε μια περιοχή που πλήττεται οικονομικά και κοινωνικά από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, στη Θεσσαλία, είναι το «πάζλ» που ολοκληρώνεται με τη σύσταση της Ανώνυμης Εταιρείας «Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας» (Ο.Δ.Υ.Θ. Α.Ε.). Ο σκοπός αυτός δικαιολογεί και τη «βιασύνη» στη νομοθέτηση της ΟΔΥΘ ΑΕ μετά από την εμφανέστατα προσχηματική διαβούλευση των εννέα (9) μόλις ημερών για εκατόν είκοσι τρία (123) άρθρα.
Φαίνεται ότι η Ανώνυμη αυτή Εταιρεία θα κληθεί να εφαρμόσει τις κυβερνητικές επιλογές που επιχειρήθηκε να ντυθούν με τον επιστημονικό «μανδύα» της έκθεσης της ολλανδικής εταιρείας HVA. Μίας μελέτης που είναι αντιεπιστημονική, αφού αναμασά αλλά και διαστρεβλώνει προτάσεις που έχουν διατυπωθεί τα τελευταία τριάντα (30) τουλάχιστον χρόνια για τη διαχείριση υδάτων και την αντιπλημμυρική προστασία αλλά και για τις αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών από επιστημονικούς φορείς και ιδίως από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Μία μελέτη που αγνοεί επίσης τη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών (2007/60/ΕΚ, 2000/60/ΕΕ, 2001/42/ΕΚ) και σε σχέση με την εθνική νομοθεσία για τη διαχείριση των υδάτων, καθώς και δεν κάνει καμία αναφορά στην Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις σχολιάζουν άλλωστε την εν λόγω μελέτη ως «μια επικίνδυνη για όλη τη χώρα οπισθοδρόμηση σε καταστροφικά έργα εντυπωσιασμού και ιδιωτικοποίηση των υδάτινων πόρων και οικοσυστημάτων», με κοινή τους ανακοίνωση. Στηλιτεύουν, επιπλέον, το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας αναρτάται σε δημόσια διαβούλευση μια έκθεση στα αγγλικά με μεταφρασμένη μόνο μια σύνοψη της μελέτης, γεγονός το οποίο καταδεικνύει την αθέτηση εκ μέρους της κυβέρνησης της υποχρέωσής της για ισότιμη πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία και τη συμμετοχή όλων στη διαδικασία.
Απώτερος στόχος της μελέτης της ολλανδικής εταιρίας HVA βέβαια δεν είναι άλλος από το να υποστηρίξει τις τρεις βασικές επιλογές της κυβέρνησης.
- να μεταφέρει δημόσιες εξουσίες σχετικές με τη διαχείριση του νερού άρδευσης, την κατασκευή και διαχείριση υποδομών της αγροτικής ανάπτυξης και ενδεχομένως της ενεργειακής μετάβασης (φράγματα- υδροηλεκτρικά) στην ΟΔΥΘ ΑΕ και, εντέλει, μακροπρόθεσμα, την ίδια την αγροτική ανάπτυξη. Με βάση τη Θεσσαλία προτείνεται η δημιουργία Οργανισμών Διαχείρισης Υδάτων σε κάθε λεκάνη απορροής της χώρας, οι οποίοι θα λειτουργούν με όρους ιδιωτικής οικονομίας.
- να επαναφέρει την εκτροπή του Αχελώου τη στιγμή που, αφενός, η ελληνική και η ευρωπαϊκή δικαιοσύνη από το 2012 την έχουν επί της ουσίας απορρίψει και, αφετέρου, δεν προκύπτει η σκοπιμότητα και η αποτελεσματικότητα αυτής της επιλογής. Η σχετική επιστημονική και πολιτική συζήτηση έχει εξαντληθεί εδώ και χρόνια. Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς τι θα συνέβαινε αν η εκτροπή του Αχελώου είχε ολοκληρωθεί και ο Πηνειός ήταν γεμάτος νερό την περίοδο των πρόσφατων πλημμυρών.
- να αναδιαρθρώσει τις καλλιέργειες στη Θεσσαλία με βασικό κριτήριο τη «σχετική παραγωγικότητα του νερού», χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα εδαφολογικά χαρακτηριστικά, τις κλιματικές μεταβολές, το παραγόμενο προϊόν και το γεωργικό εισόδημα, τις ασθένειες -ιδιαίτερα σε εποχές κλιματικής κρίσης-, την Κοινή Αγροτική Πολιτική, το επενδυμένο κεφάλαιο σε γεωργικά μηχανήματα, την αποκτηθείσα τεχνογνωσία από τους γεωργούς κ.ά.
Προϋπόθεση για ένα στιβαρό σχέδιο για τη Θεσσαλία είναι φυσικά η ουσιαστική διαβούλευση με τους κατοίκους και τους παραγωγικούς φορείς της περιοχής, στην ελληνική και όχι στην αγγλική γλώσσα αλλά και η ριζική αλλαγή προσέγγισης στον σχεδιασμό πολιτικών. Δηλαδή πολιτικών που προστατεύουν τη φύση και τον άνθρωπο και δεν αντιμετωπίζουν τις φυσικές καταστροφές ως κάτι συγκυριακό που οδηγεί στη μερική εξατομικευμένη αποζημίωση των πληγέντων.
Η Νέα Αριστερά, με δεδομένο ότι οι επιπτώσεις των έντονων καιρικών φαινομένων πλήττουν ιδιαιτέρως τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, τους πιο ευάλωτους, που θέλει να εκπροσωπήσει, θα απαντήσει, ως οφείλει, με ολιστικά και στρατηγικά σχέδια πολιτικών που να επικεντρώνονται σε άμεσα και μακροπρόθεσμα μέτρα πολιτικής, αλλά κυρίως σε στρατηγικά πλαίσια πολιτικών.