Σε δυσμενή θέση βρίσκονται οι συνταξιούχοι στην Ελλάδα, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη, διαπιστώνει έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η έκθεση αποφεύγει όρους όπως «συνταξιούχοι», «ηλικιωμένοι» και «τρίτη ηλικία», υιοθετώντας ένα πιο ουδέτερο λεξιλόγιο. Εξάλλου, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή ατζέντα της «ενεργού γήρανσης», οι 65άρες και οι 65άρηδες είναι σχεδόν… νεαρούδια, αφού τα όρια για την ηλικία συνταξιοδότησης μετατοπίζονται σταδιακά προς τα τρίτα -ήντα.
Η τριετία 2019-2022, που σφραγίστηκε από την πανδημία, μπορεί να μην έφερε δραματικές αλλαγές στο ονομαστικό εισόδημα των ατόμων που βρίσκονται σε ηλικία συνταξιοδότησης, όμως οδήγησε σε οξεία χειροτέρευση των συνθηκών της ζωής τους, ιδίως σε ό,τι αφορά την υγεία και την περίθαλψη. Το 28% των ατόμων ηλικίας 65+ που ζουν στην Ελλάδα αναφέρουν αδυναμία να πληρώσουν για ιατρικές εξετάσεις. Σχεδόν το 25% ζει σε νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν υπερβολική στεγαστική επιβάρυνση – δηλαδή πληρώνει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για δαπάνες στέγασης. Τέλος, σχεδόν το 26% των ατόμων ηλικίας 65+, αντιμετωπίζει υλικές και κοινωνικές στερήσεις, ποσοστό υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της ΕΕ.
Η ακτινογραφία των συντάξεων την τριετία 2019-2022
Η έκθεση για την Επάρκεια Συντάξεων, στην Ελλάδα αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
Ο σχετικός δείκτης διάμεσου εισοδήματος των ατόμων ηλικίας 65+ ήταν 0,97 το 2022, έχοντας μειωθεί κατά 0,03 ποσοστιαίες μονάδες από το 2019. Αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας ήταν ελαφρώς χαμηλότερο από εκείνο των νεότερων ηλικιακών ομάδων.
Ο συνολικός δείκτης αναπλήρωσης (ο λόγος των μέσων ατομικών ακαθάριστων συντάξεων των ατόμων ηλικίας 65-74 ετών προς τις μέσες ατομικές ακαθάριστες αποδοχές των ατόμων ηλικίας 50-59 ετών) ήταν 75% το 2022. Το ποσοστό παραμένει υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (58%). Σε σύγκριση με το 2019, o δείκτης αναπλήρωσης μειώθηκε κατά 1 ποσοστιαία μονάδα. Ωστόσο, η μείωση αυτή δεν αντανακλά αύξηση των συνταξιοδοτικών παροχών, αλλά αύξηση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών των ατόμων ηλικίας 50-59 ετών.
Οι άνδρες έχουν υψηλότερο δείκτη αναπλήρωσης από τις γυναίκες (80% έναντι 66% το 2022), γεγονός που αντανακλά τις διαφορές στα επίπεδα των συντάξεων.
Αυξημένος ο κίνδυνος φτώχειας για τους 75+
Οι συντάξεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην αποτροπή της φτώχειας των ηλικιωμένων, διαπιστώνει η Κομισιόν. Παραδέχεται ωστόσο ότι το συνταξιοδοτικό «δίχτυ ασφαλείας», έχει αρκετές τρύπες. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού των ατόμων ηλικίας 65+ ετών ήταν 21% το 2022 (18% για τους άνδρες και 23,4% για τις γυναίκες), σημειώνοντας μικρή αύξηση από το 2019 (20,5%).
Ομοίως, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας/κοινωνικού αποκλεισμού για τον πληθυσμό ηλικίας 75+ ετών ήταν 21,1% το 2022, αυξημένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες από το 2019. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας/αποκλεισμού στο σύνολο του πληθυσμού στην Ελλάδα ήταν πολύ υψηλότερα από ό,τι για τον πληθυσμό άνω των 65 ετών (26,3% έναντι 21% το 2022). Αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα από τις συντάξεις παρέχει καλύτερη προστασία από τη φτώχεια από ό,τι το εισόδημα του συνολικού πληθυσμού.
Η κατάργηση του ΕΚΑΣ αύξησε τον κίνδυνο φτώχειας για τους 65+
Στην Ελλάδα το ποσοστό ατόμων ηλικίας 65+ σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκε κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2019-2022. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραδέχεται ότι η αύξηση μπορεί να οφείλεται εν μέρει στη σταδιακή κατάργηση του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης συνταξιούχων (ΕΚΑΣ).
Το ποσοστό ατόμων ηλικίας 65+ στην Ελλάδα που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ήταν 15,8% το 2022, κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ που ήταν 17,3%. Αν όμως αλλάξουμε το «κατώφλι» της φτώχειας, από το 60% στο 70% του διάμεσου εισοδήματος, σημειώνει η Κομισιόν, τότε σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκεται το 24,4% των ατόμων ηλικίας 65+. Το ποσοστό είναι ανησυχητικό, αφού σημαίνει ότι ο ένας στους τέσσερις κατοίκους της Ελλάδας που βρίσκεται σε ηλικία σύνταξης ζει με λιγότερα από 550 ευρώ το μήνα.
Σχεδόν ο 1 στους 3 δεν μπορεί να καλύψει δαπάνες υγείας
Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65+ που ανέφεραν ανεκπλήρωτες ανάγκες ιατρικής εξέτασης αυξήθηκε δραματικά (κατά 12,5 ποσοστιαίες μονάδες) την περίοδο 2019-2022 (δηλαδή από 15,6% το 2019 σε 28,1% το 2022), γεγονός που μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19.
Η αύξηση ήταν υψηλότερη μεταξύ των γυναικών ηλικίας 65+ (12,9 ποσοστιαίες μονάδες) από ό,τι μεταξύ των ανδρών ηλικίας 65+ (11,8 ποσοστιαίες μονάδες).
Μείωση προσδόκιμου ζωής: Ούτε οχτώ χρόνια καλής υγείας μετά τα 65
Τα στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν ότι το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών μειώθηκε κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες κατά την περίοδο 2019-2022 και διαμορφώθηκε στα 19,3 έτη το 2022 – 17,8 έτη για τους άνδρες και 20,8 έτη για τις γυναίκες. Το 2021, οι άνδρες ηλικίας 65 ετών αναμένεται να ζήσουν σε καλή υγεία για 7,6 έτη (0,5 έτη λιγότερα από ό,τι το 2019), ενώ οι γυναίκες ηλικίας 65 ετών αναμένεται να ζήσουν σε καλή υγεία για 7,7 έτη (τα ίδια με το 2019).
Παρά το γεγονός ότι η πτώση του προσδόκιμου ζωής σε καλή υγεία δεν είναι τόσο σημαντική, όσο η συνολική πτώση του προσδόκιμου ζωής στα 65 έτη, τα στοιχεία εξακολουθούν να δείχνουν ότι οι άνθρωποι ζουν το ίδιο πολύ, αλλά με λιγότερα υγιή χρόνια.
Διευρύνθηκε το έμφυλο χάσμα στις συντάξεις
Όπως παραδέχεται η έκθεση της Κομισιόν, η κατάργηση του ΕΚΑΣ έχει συμβάλει στην επιδείνωση του χάσματος στις συντάξεις μεταξύ των δύο φύλων. Η ανάλυση τονίζει ότι επειδή το ΕΚΑΣ αποδιδόταν σε συνταξιούχους με χαμηλό εισόδημα, στην πραγματικότητα το λάμβαναν κυρίως οι γυναίκες συνταξιούχοι, και η διακοπή του έπληξε περισσότερο εκείνες.
Συγκεκριμένα, το χάσμα μεταξύ των φύλων στο εισόδημα από συντάξεις για άτομα ηλικίας 65-79 ετών διευρύνθηκε κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2019-2022, και διαμορφώθηκε στο 26,5% στην Ελλάδα το 2022, κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ (26,1%).
Ακόμη χειρότερα, οι γυναίκες στην Ελλάδα εξακολουθούν να έχουν μικρότερη πρόσβαση στο συνταξιοδοτικό σύστημα από ό,τι οι άνδρες: το χάσμα μεταξύ των φύλων στο ποσοστό μη κάλυψης παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο κατά την περίοδο 2019-2022 (15,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2019 και 16,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2020), παραμένοντας πολύ μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,3 ποσοστιαίες μονάδες).
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι γυναίκες στην Ελλάδα εξακολουθούν να παρουσιάζουν, σε γενικές γραμμές, χαμηλά ποσοστά απασχόλησης και σύντομη επαγγελματική σταδιοδρομία, που με τη σειρά τους οδηγούν σε σύντομες περιόδους καταβολής εισφορών και, συνεπώς, σε μη εκπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης.
Υλική και κοινωνική Στέρηση
Το ποσοστό υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα άτομα ηλικίας 65+ στην Ελλάδα ανήλθε σε σε 25,8% το 2022 (21,7% για τους άνδρες και 29,1% για τις γυναίκες). Πρόκειται για υπερδιπλάσιο ποσοστό από το μέσο όρο της ΕΕ των 27 (11,1%)
Όσον αφορά το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 65+ που ζει σε νοικοκυριό όπου το συνολικό κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει πάνω από το 40% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού, τα στοιχεία δείχνουν ότι, παρόλο που το ποσοστό αυτό μειώθηκε κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2019-2022 και διαμορφώθηκε στο 24,9% το 2022, παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,7%).
Το ποσοστό υπερβολικής στεγαστικής επιβάρυνσης είναι σημαντικά υψηλότερο για τις γυναίκες άνω των 65 ετών, και ανέρχεται στο 30,8%, έναντι 17,4% για τους άντρες. Η διαφορά αποδίδεται επίσης στο χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στο συνταξιοδοτικό εισόδημα: οι γυναίκες εξακολουθούν να λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις από τους άνδρες.
enimerotiko.gr