ΓΡΑΦΕΙ Ο Αναστάσιος Αναστασίου, εκπαιδευτικός
Δεκαετία 1980-90 η χώρα εντάσσεται στην ΕΟΚ και οι επιδοτήσεις ρέουν ασταμάτητα. Δημιουργούνται νέες παραγωγικές μονάδες με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, αυξάνεται το κατά κεφαλήν εισόδημα και όλοι ζουν μέρες έντονης ευφορίας και πρωτόγνωρης ‘ανάπτυξης’. Βέβαια κάποιοι δύσπιστοι δεν το πιστεύουν το επερχόμενο ‘θαύμα’ και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου(Μάαστριχτ) αλλά ποιος τους ακούει τη στιγμή που πέφτουν σωρηδόν οι επιδοτήσεις σε γεωργικά – κτηνοτροφικά προϊόντα και αντίστοιχες εργασίες.
Οι αποταμιεύσεις αυξάνονται, νέες ευκαιρίες και νέες αγορές για τα ελληνικά προϊόντα αλλά και επενδύσεις σε ακίνητα- διαμερίσματα και καταστήματα- στις πόλεις, χωρίς να παραβλέψουμε τον τομέα διασκέδασης και ψυχαγωγίας (μπουζουκομάγαζα-σκυλάδικα) που λειτουργεί ακατάπαυστα επτά μέρες την εβδομάδα.
Ο εγχώριος τουρισμός αποκτά σάρκα και οστά. Στη δε νησιωτική Ελλάδα το όνειρο παροχής τουριστικών υπηρεσιών γίνεται πραγματικότητα με τα επιδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα τα οποία δίνουν τη δυνατότητα σε αρκετούς νησιώτες να συμπληρώσουν το εισόδημά τους με τα ενοικιαζόμενα δωμάτιά τους (rooms to let).
Όλα βαίνουν καλώς μέχρι που η οικονομική κρίση του 2008-10 έρχεται να αποδομήσει το όνειρο και να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της υποτιθέμενης ανάπτυξης. Επιχειρήσεις κλείνουν, η νεολαία φεύγει από τη χώρα, η μεσαία τάξη αποσυντίθεται και η περιβόητη ΚΑΠ κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται πλέον στις προσδοκίες αγροτών και κτηνοτρόφων. Η μοναδική ίσως παραγωγική μονάδα που μένει και αποφέρει ακόμα αξιόλογα έσοδα είναι ο τουρισμός. Άναρχα δομημένος, χωρίς οργάνωση με μοναδικό σκοπό να υπερκεράσει αλλά και να υποβαθμίσει συνειδητά και μακροχρόνια όλες τις άλλες παραγωγικές δυνατότητες αυτής της χώρας.
Άμεσο συνεπακόλουθο των παραπάνω οι δύο διαφορετικοί κόσμοι που διαμορφώθηκαν και που εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα με τον πιο τραγικό τρόπο : από τη μια ο κόσμος της αγροτιάς και κτηνοτροφίας που έχει ήδη γευτεί τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τις αλόγιστες αυξήσεις σε πρώτες ύλες, τις χαμηλές τιμές πώλησης των προϊόντων, τις αθρόες εισαγωγές, καμία προστασία από την υποτιθέμενη ΚΑΠ αλλά όμως πρωτόγνωρα υπερκέρδη για τους μεσάζοντες και τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Συνέπεια αυτής της κατάστασης η συρρίκνωση του πληθυσμού της υπαίθρου και η οικονομική του εξουθένωση από τις τράπεζες, η συγχώνευση των σχολείων και η ολοένα αυξανόμενη τάση μετανάστευσης της νέας γενιάς προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Από την άλλη ο κόσμος του τουρισμού βασιζόμενου σε νέα πρόσκαιρη μόδα (Air BNB), η οποία απογειώνει ή στην έσχατη περίπτωση συμπληρώνει το εισόδημα των νησιωτών και όχι μόνο. Ντόπιοι και ξένοι επιχειρηματικοί όμιλοι αποβιβάζονται στα νησιά και επενδύουν σε τουριστικές υποδομές, οι οποίες βέβαια είναι απλησίαστες στο εισόδημα του μέσου Έλληνα τουρίστα.
Σε κάθε νησί, μικρής ή μεγάλης έκτασης, δεν συντελείται καμία οργάνωση, κανένας πολεοδομικός σχεδιασμός, χωρίς τις απαραίτητες υποδομές, αρκεί αφίξεις να υπάρχουν έστω και με ελάχιστη κατανάλωση και χωρίς να τηρείται κανένας σεβασμός στην όψη και το ανάγλυφο της περιοχής. Όσο βέβαια το φαινόμενο του υπερτουρισμού, παρά τα προβλήματα, ικανοποιεί τις προσδοκίες των ντόπιων κατοίκων έχει καλώς, ‘αρκεί να τα παίρνουμε’ και για το μέλλον ‘έχει ο θεός’ . Φτάνει να επενδύσουμε μέχρι και την τελευταία μας αποταμίευση (‘μαύρη’ ή δηλωμένη) στο όνειρο της εύκολης απόκτησης εισοδήματος. Το τι θα ακολουθήσει κανείς δε γνωρίζει ωστόσο κάποιοι προαισθάνονται ήδη τα μελλούμενα τα οποία δεν θα είναι και τόσο ευχάριστα.
Εδώ αξίζει να παραθέσω ως επίλογο ένα απόσπασμα άρθρου από την ‘Καθημερινή’ Μαΐου του 2024 το οποίο ανέφερε ‘πως οι Κυκλάδες δεν μπορούν πλέον να αποτελέσουν έναν φιλόξενο χώρο για να απολαύσει κάποιος τις διακοπές του καθώς: “(…)Αν δεν έχεις δικό σου σπίτι ή δεν σε φιλοξενούν, πρέπει μάλλον να έχεις την άνεση ‘φορτωμένου’ Αμερικανού τουρίστα. (….) Γιατί για να φας, να πιείς, να κάνεις μπάνιο, θες γερό μπάτζετ. Γιατί μπλέκεις συχνάκις σε πυκνή κίνηση Κηφισίας. Γιατί δύσκολα βρίσκεις να παρκάρεις. Γιατί ακόμα και σε μικρότερα νησιά, όπου κάποτε ήσουν δακτυλοδεικτούμενος αν έφερνες αυτοκίνητο, πλέον όλοι κάνουν απόβαση με τα αμάξια τους. (….) Γιατί πασχίζεις να βρεις μια σπιθαμή ελεύθερης αμμουδιάς. Γιατί ακόμα και στις πιο μικρές Κυκλάδες γίνεται το αδιαχώρητο. Γιατί δεν αντέχεται η ταλαιπωρία που παράγει η πολυκοσμία. Γιατί δεν αντέχεται η αλλοίωση που επιφέρει η μαζικότητα”.
Ωστόσο, ίσως το απόσπασμα της εφημερίδας να εστιάζει κυρίως στο αίσθημα απόλαυσης του επισκέπτη που βλέπει “απ’ έξω” μόνο τα προβλήματα συμφόρησης. Όμως, το κύριο πρόβλημα παραμένει η καθημερινή ζωή των κατοίκων η οποία δυσχεραίνει ολοένα και περισσότερο από τα διαχρονικά τοπικά προβλήματα και ειδικά τις μέρες μας που η λειψυδρία χτυπάει πλέον κόκκινο…