Να ενταθούν οι έλεγχοι και να παταχθεί η αισχροκέρδεια, η παραοικονομία και η παραπλάνηση του καταναλωτή από τις ελληνοποιήσεις των εισαγόμενων οίνων , ζητούν με ανακοίνωσή τους παραγωγικοί φορείς του αμπελοοινικού τομέα.
Η αναμενόμενη μικρού όγκου ελληνική οινοπαραγωγή στα 1.378.706 hl (137.870 tn) σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ΔΑΟΚ και η κατά πάσα βεβαιότητα οριστικοποίηση χαμηλού όγκου αποθεμάτων την 31η Ιουλίου, στερούν από την αγορά σημαντικές ποσότητες οίνου, γεγονός που ήδη έχει εκκινήσει διαδικασίες εισαγωγών (ερυθρών και λευκών) οίνων, κυρίως από Ιταλία με κατεύθυνση την εγχώρια αγορά και τη διάθεσή τους ως οίνων με ελληνική προέλευση.
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει με τις εισαγωγές οίνων δεν είναι μόνο, η επισήμανση με την οποία θα διατεθούν στον Έλληνα καταναλωτή, αλλά οι χαμηλές τιμές με τις οποίες παραδίδονται στα οινοποιεία (0,55 €/lt ερυθροί οίνοι και 0,63 €/lt λευκοί οίνοι), τιμές οι οποίες σύμφωνα με πληροφορίες της ΚΕΟΣΟΕ οφείλονται στο ότι οι εν λόγω οίνοι προέρχονται από Τρίτες Χώρες (κυρίως Χιλή) και αναβαπτίζονται ως ευρωπαϊκοί οίνοι, για να φτάσουν στη χώρα μας και τελικά στον καταναλωτή, είτε ως ευρωπαϊκοί, είτε ως οίνοι ελληνικής προέλευσης.
Οι πρακτικές ενδοκοινοτικών αποκτήσεων οίνων, παρ’ ότι δεν απαγορεύονται, επιβάλλεται από τη νομοθεσία να διατίθενται στον καταναλωτή με την επισήμανση ως οίνοι Ευρωπαϊκής Ένωσης – όταν πράγματι πρόκειται για οίνους που παράγονται στο ευρωπαϊκό έδαφος – γεγονός που αποτελεί το μόνο στοιχείο άμυνας των ελληνικών κρασιών έναντι του ανταγωνισμού.
Οι τιμές με τις οποίες εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος οι οίνοι μη ελληνικής προέλευσης, είναι κατά ανεξήγητο τρόπο ιδιαίτερα χαμηλές, αφού οι συνθήκες παραγωγής στα οινοπαραγωγά Κράτη Μέλη της ΕΕ δεν ευνόησαν όπως και στην Ελλάδα την παραγωγή οίνων σε επίπεδο κόστους παραγωγής που να αιτιολογεί τόσο χαμηλές τιμές.
Η εξέλιξη αυτή, δημιουργεί ένα σαφές και έντονο ανταγωνιστικό μειονέκτημα στους εγχωρίως παραγόμενους οίνους, το κόστος παραγωγής των οποίων είναι φέτος σημαντικά υψηλότερο, εξαιτίας των αδυναμιών ελέγχου των συντελεστών του κόστους εισροών.
Αυτό πλέον που διακυβεύεται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, είναι η προστασία και το συμφέρον του Έλληνα καταναλωτή, ιδιαίτερα όσον αφορά την επισήμανση των οίνων που προμηθεύεται, ή καταναλώνει στα σημεία εστίασης.
Θα πρέπει κατά συνέπεια οι καταναλωτές, να ελέγχουν την προέλευση των οίνων που καταναλώνουν, είτε σε εμφιαλωμένη συσκευασία, είτε σε καράφα ( bag in box- ασκούς), μιας και η υφιστάμενη νομοθεσία τους παρέχει σημαντικές δυνατότητες.
Όπως προβλέπει η απόφαση για τους κανόνες Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (ΔΙΕΠΠΥ) του υπουργείου Ανάπτυξης (ΦΕΚ 2044/Β/22.8.2013), τα σημεία εστίασης (εστιατόρια, ταβέρνες, μπαρ) είναι υποχρεωμένα να αναγράφουν στους τιμοκαταλόγους τους όταν διαθέτουν κρασί σε καράφα, την χώρα προέλευσης και τον παραγωγό. Παράλληλα η ίδια απόφαση δίνει τη δυνατότητα στον καταναλωτή εφόσον το ζητήσει να γίνεται παρουσία του, η μετάγγιση της ποσότητας οίνου που παρήγγειλε, ώστε να μπορεί να διαβάσει την επισήμανση της συγκεκριμένης συσκευασίας και συνεπώς (σσ. ΚΕΟΣΟΕ) να ταυτοποιήσει το προϊόν σε σχέση με αυτό που αναγράφεται στον τιμοκατάλογο.
Οι σχετικές διατάξεις που προστατεύουν τον Έλληνα καταναλωτή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν περιλαμβάνονται στους τιμοκαταλόγους των σημείων εστίασης και ουδέποτε αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου από το αρμόδιο υπουργείο. Ειδικά η μη αναγραφή στους τιμοκαταλόγους της χώρας προέλευσης και του παραγωγού του οίνου, έχει σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να παραπλανάται ο Έλληνας καταναλωτής, αλλά να δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός, συνοδευόμενος σε πολλές περιπτώσεις με διακίνηση οίνων χωρίς παραστατικά.
Να επισημάνουμε ότι οι οίνοι αυτοί αποτελούν αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής που έχει τα χαρακτηριστικά της αισχροκέρδειας, αφού πωλούνται στον τελικό καταναλωτή έως 15 φορές ακριβότεροι, σε σχέση με την τιμή αγοράς τους, καταστρέφοντας κατ’ ουσίαν τον κλάδο του κρασιού στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις πρακτικές που εφαρμόζονται στα οινοπαραγωγά Κράτη Μέλη της ΕΕ.
Για τους λόγους που προαναφέραμε καλούμε τους συναρμόδιους κρατικούς φορείς, να προβούν σε ελέγχους εφαρμογής της νομοθεσίας, προκειμένου να προστατευθεί ο Έλληνας καταναλωτής από την παραπληροφόρηση και την οικονομική νοθεία των προϊόντων, που καταναλώνει.