Οι «Γκιντίκι» συνομιλούν με τον Ευριπίδη Κουτσίνα για μουσική και όχι μόνο…

Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης αναζήτησης και εξερεύνησης της ελληνικής μουσικής σκηνής, το συγκρότημα “Γκιντίκι” παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη στον Ευριπίδη Κουτσίνα για τα Interview Stories του The performART Larissa.

Με αφορμή την πορεία τους από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, την εξέλιξη του ήχου τους και τη μοναδική προσέγγισή τους στη μουσική, οι Γκιντίκι μας μιλούν για τις επιρροές τους, τον αυτοσχεδιασμό και τη δημιουργία μιας «αστικής γιορτής» σε κάθε συναυλία. Διαβάστε παρακάτω τις σκέψεις και τις εμπειρίες τους, καθώς και την αφοσίωσή τους στη μουσική ως μέσο σύνδεσης και επικοινωνίας.

Το 2019 μεταφερθήκατε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Πώς επηρέασε αυτή η αλλαγή την πορεία σας και τον τρόπο που δουλεύετε ως συγκρότημα;

Μετά από 5 περίπου χρόνια, όπου η μπάντα γεννήθηκε, ζυμώθηκε και έδρασε μουσικά στη Θεσσαλονίκη, πήραμε συλλογικά την απόφαση να μετακινηθούμε στην Αθήνα στα τέλη του 2019. Παρά τις δυσκολίες που συναντήσαμε, όπως η καραντίνα για παράδειγμα, η μπάντα βρήκε τα πατήματά της πραγματοποιώντας πολλές εμφανίσεις σε μικρούς και μεγάλους χώρους. Η απεύθυνση στην Αθήνα είναι μεγαλύτερη από τη Θεσσαλονίκη λόγω του πληθυσμού της, παίξαμε αρκετά, μας άκουσε και κόσμος που δεν μας γνώριζε. Εν τέλει , με τη μετακόμιση μας στην Αθήνα, ανανεώθηκαν δημιουργικά οι διαθέσεις μας για την πορεία του συγκροτήματος κυκλοφορώντας δύο δίσκους, το “AHOY” το 2023 και το “Πέρασμα” το 2024, και με την προσθήκη του Θοδωρή Σιούτη στο βιολί το 2020 και του Αλέξανδρου Καρλή στο κοντραμπάσο το 2023 η μπάντα πορεύεται παγιωμένα με αυτή τη σύνθεση* μέχρι σήμερα.

Από το 2015 μέχρι σήμερα, πώς νιώθετε ότι έχει εξελιχθεί ο ήχος σας και η ταυτότητά σας ως μπάντα;

Το “Γκιντίκι” ξεκίνησε να υπάρχει μέσα στα μουσικά στέκια της Θεσσαλονίκης. Αρχικά, παίζοντας χωρίς ήχο, “σκέτα”, χωρίς προαποφασισμένο πρόγραμμα και συγκεκριμένη μουσική κατεύθυνση. Σταδιακά, με την τριβή μας ως μουσικοί και κυρίως ως φίλοι αρχίσαμε να διαμορφώνουμε την αισθητική μας ταυτότητα, φέρνοντας ο καθένας τις επιρροές του στο σχήμα. Με τη μετακόμισή μας στην Αθήνα και την ενεργή ενασχόλησή μας με τη δισκογραφία, αποκτήσαμε το χώρο και το χρόνο να εξελιχθούμε. Δεν θεωρούμε ότι έχουμε φτάσει κάπου, ο ήχος είναι μια εξελικτική διαδικασία που αλλάζει με τα χρόνια και την εμπειρία.

φωτο GABRIEL GABRIELIDES

Ο αυτοσχεδιασμός φαίνεται να είναι βασικό κομμάτι των live σας. Πώς προσεγγίζετε τη σύνθεση και την εκτέλεση στη σκηνή; Υπάρχουν συγκεκριμένες δομές που ακολουθείτε ή όλα είναι πιο ελεύθερα;

Η αλήθεια είναι ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι μια ιδιότητα που μας πρεσβεύει σαν συγκρότημα, αν σκεφτείς ότι πολλά από τα τραγούδια που παίζουμε στα λάιβ έχουν παγιωθεί ενορχηστρωτικά και ερμηνευτικά πάνω στην ώρα του λάιβ και όχι σε κάποια πρόβα σε στούντιο. Η ματιά μας στη μουσική διέπεται από μια ελευθερία, δεν επιθυμούμε να μπούμε σε κάποια νόρμα, απλώς πράττουμε αυτό που νιώθουμε χωρίς να μπαίνουμε σε κάποιο καλούπι.

Οι επιρροές σας προέρχονται από διαφορετικά μουσικά πεδία. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι πιο ισχυρές και πώς συνδυάζονται με το παραδοσιακό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη μουσική σας;

Το καθένα μέλος των “Γκιντίκι” έχει μια αυτοτελή παρουσία στη μουσική σκηνή, εκτός από τη συμμετοχή του στο συγκρότημα, και αυτό είναι ακριβώς που κάνει τη μουσική μας συναναστροφή ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, γόνιμη και απροσδόκητη. Για αυτό και στην προσέγγιση των παραδοσιακών τραγουδιών που επιλέγουμε, κινούμαστε με βάση αυτό που θέλουμε οι ίδιοι να ακούσουμε μέσα από τις επιρροές μας και όχι ακολουθώντας απαραιτήτως τις πρώτες εκτελέσεις.

Οι συναυλίες σας περιγράφονται ως σύγχρονες «αστικές γιορτές». Τι σημαίνει αυτό για εσάς και πώς καταφέρνετε να δημιουργείτε αυτή τη σύνδεση με το κοινό σας;

Για να φτάσουμε σε αυτή την περιγραφή πέρασαν κάποια χρόνια, καθώς ο κόσμος δεν το συνήθιζε να ακούει παραδοσιακή μουσική μέσα στις πόλεις, είχε συνδυαστεί, κατά κάποιο τρόπο, με την ύπαιθρο και τα χωριά. Όλη αυτή η αστικοποίηση και το γεγονός ότι συγκεντρώθηκαν άνθρωποι με ετερόκλητες καταγωγές στις μεγαλουπόλεις, επί παραδείγματι στην Αθήνα, δημιούργησε αυτή την τάση ως ανάγκη και ως μοίρασμα, δηλαδή να γίνει ανταλλαγή μουσικών καταβολών και παραδόσεων μέσα στις πόλεις. Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις να χορεύουν άνθρωποι που ενδεχομένως να μην έχουν καμία σχέση με τον τόπο καταγωγής κάποιου συγκεκριμένου χορού ή να αντιλαμβάνονται τη μουσική που ακούνε με το δικό τους τρόπο κι έτσι να δημιουργείται μια κινησιολογική ελευθερία σε αυτές τις γιορτές.

φωτο GABRIEL GABRIELIDES

Έχετε ταξιδέψει και παίξει σε πολλές χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία και το Βέλγιο. Πώς είναι η εμπειρία του να παρουσιάζετε ελληνική παραδοσιακή μουσική σε ξένο κοινό;

Από το 2017 η μπάντα πραγματοποιεί περιοδείες στο εξωτερικό και κάθε φορά που συμβαίνει μας δίνει πολλές και ξεχωριστές εμπειρίες στον καθένα τόπο που παίζουμε. Έχει πολύ ενδιαφέρον να παρατηρείς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το “ξένο” κοινό την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Σίγουρα, λόγω των στίχων, δεν μπορούν να καταλάβουν το νόημα του τραγουδιού, ωστόσο, μουσικά το βλέπουν μάλλον σαν κάτι “εξωτικό” που έχει ρυθμό και ενέργεια και -μάλλον- φαίνεται να αρέσει σε κάποιους αυτή η ποικιλομορφία που υπάρχει στους παραδοσιακούς ρυθμούς.

Πώς φαντάζεστε την μπάντα σε πέντε ή δέκα χρόνια από τώρα;

Όσα χρόνια κι αν περάσουνε, σίγουρα δεν θέλουμε να χάσουμε την όρεξη και την ενέργεια μας για αυτό που κάνουμε και να μη σταματήσουμε να πειραματιζόμαστε. Στόχος μας είναι να ταξιδέψουμε με τη μουσική μας όσο πιο μακριά γίνεται και να συνεργαστούμε με μουσικούς εντός κι εκτός Ελλάδας.

* Οι “Γκιντίκι” είναι οι:
Τάσος Κοφοδήμος: στεριανό λαούτο, τραγούδι
Κωνσταντίνος Λάζος: κλαρίνο, γκάιντα, κιθάρα, φωνητικά
Κωσταντής Παπακωνσταντίνου: κρουστά
Θοδωρής Σούτης: βιολί, φωνητικά
Αλέξανδρος Καρλής: κοντραμπάσο

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ