Ο Κώστας Κρομμύδας συνομιλεί με τον Ευριπίδη Κουτσίνα για το νέο του βιβλίο «Ο τρόπος που λες το όνομά μου»

«Ο τρόπος που λες το όνομά μου» δεν είναι απλώς ο τίτλος του νέου βιβλίου του Κώστα Κρομμύδα. Είναι μια φράση που κουβαλά μνήμη, συγκίνηση, αναγνώριση. Στα Interview Stories του The performART Larissa, ο συγγραφέας μιλάει στον Ευριπίδη Κουτσίνα για τη σιωπηλή γενναιότητα των ηρώων του, τη μοναξιά που φωλιάζει στις πιο οικείες σχέσεις και την ανάγκη να δίνουμε λέξεις σε όσα βαραίνουν την ψυχή.

Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του την Τρίτη 13 Μαΐου στη Λάρισα, ο Κώστας Κρομμύδας μας καλεί σε ένα ειλικρινές ταξίδι στις πιο ευάλωτες και φωτεινές πτυχές του ανθρώπου.

Μια συνέντευξη γεμάτη αλήθεια, συναίσθημα και φως – σαν ρωγμή που τολμά να ανοίξει:

Ο τίτλος του βιβλίου σας, «Ο τρόπος που λες το όνομά μου», είναι τόσο απλός και την ίδια στιγμή βαθιά συγκινητικός. Πόσο σημαντικός είναι για εσάς ο τρόπος που μας “προφέρουν” οι άνθρωποι στη ζωή μας; Πότε συνειδητοποιούμε τη δύναμη που μπορεί να έχει;

Ο τρόπος που κάποιος λέει το όνομά μας είναι σαν καθρέφτης του πώς μας βλέπει ή ίσως του πώς θέλει να μας βλέπει. Δεν είναι απλώς ένας ήχος, είναι η ενσάρκωση της σχέσης. Έχω βρεθεί σε στιγμές όπου κάποιος πρόφερε το όνομά μου με τρυφερότητα, και ένιωσα να υπάρχω πλήρως. Κι άλλες, που το όνομά μου ειπώθηκε ψυχρά, σαν να μην άνηκε σε μένα. Νομίζω ότι συνειδητοποιούμε τη δύναμη αυτή όταν κάποιος μας “φωνάζει” — όχι για να μας καλέσει, αλλά για να μας αναγνωρίσει. Στις πιο σιωπηλές, προσωπικές μας στιγμές.

Μιλάτε για μια μοναξιά που δεν σχετίζεται με την έλλειψη ανθρώπων, αλλά με την έλλειψη ουσιαστικής σύνδεσης. Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε να καταπιαστείτε με αυτό το τόσο σύγχρονο, αλλά και διαχρονικό συναίσθημα;

Η έμπνευση ήρθε από πολλές εξομολογήσεις. Από τις αμέτρητες ομολογίες που μου κάνουν πολύ συχνά οι άνθρωποι, θέλοντας να μου αποκαλύψουν το πόσο δύσκολα βιώνουν την καθημερινότητά τους. Η ψηφιακή εποχή μάς έφερε κοντά σε όλους και μακριά από τον εαυτό μας. Ήθελα να γράψω για αυτή τη “σιωπηλή μοναξιά”, όχι την κλασική, δραματική, αλλά εκείνη που φωλιάζει ακόμα και ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που κάθονται δίπλα-δίπλα στο ίδιο κρεβάτι. Είναι μια μοναξιά που δεν έχει φωνή, αλλά έχει βάρος. Κι ένιωσα την ανάγκη να της δώσω λέξεις.

Η απόφαση να αλλάξεις τη ζωή σου, όπως γράφετε, απαιτεί γενναιότητα. Πιστεύετε ότι ο ήρωας του βιβλίου σας είναι τελικά γενναίος; Κι αν ναι, πώς ορίζετε εσείς τη γενναιότητα στις μέρες μας;

Ναι, είναι γενναία (γιατί για γυναίκα πρόκειται) αλλά όχι με τον τρόπο που το φανταζόμαστε. Δεν κρατάει σημαίες, ούτε φωνάζει. Η δική της γενναιότητα είναι σιωπηλή, ιδιωτική. Είναι η απόφαση να σταθεί απέναντι στον εαυτό της και να πει: «Αυτό δεν μου αρκεί πια». Η γενναιότητα σήμερα δεν είναι τόσο ηρωική όσο αυθεντική. Να παραδεχτείς ότι φοβάσαι και παρ’ όλα αυτά να περπατήσεις προς το άγνωστο. Αυτό για μένα είναι ο ορισμός του θάρρους.

Στα περισσότερα έργα σας υπάρχει ένα έντονο συναισθηματικό υπόβαθρο που συνομιλεί με τους εσωτερικούς κόσμους των αναγνωστών. Πόσο βιωματική είναι για εσάς η γραφή; Υπάρχουν σημεία στο βιβλίο που “σας αγγίζουν” προσωπικά;

Η γραφή για μένα είναι ο τρόπος να επεξεργαστώ το συναίσθημα. Δεν είναι ημερολόγιο, αλλά είναι αλήθεια. Σχεδόν σε κάθε πρόταση κρύβεται ένα ίχνος βιώματος, μια φράση που άκουσα, ένα βλέμμα που θυμάμαι, μια σκέψη που δε με άφηνε να κοιμηθώ ή μια ιστορία που άκουσα και με ταρακούνησε ή απλά αποτυπώθηκε στη μνήμη μου. Υπάρχει ένα σημεία στα βιβλία μου, που για μένα είναι σχεδόν φωτογραφίες από το παρελθόν.

Τι θα θέλατε να κρατήσει ο αναγνώστης όταν κλείσει την τελευταία σελίδα; Υπάρχει κάποιο μήνυμα που θεωρείτε πιο ουσιαστικό σε αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία;

Θα ήθελα να κρατήσει την ιδέα ότι είναι εντάξει να αλλάζουμε. Ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μένουμε σε καταστάσεις που δεν μας τρέφουν. Το βιβλίο δεν είναι κάλεσμα σε επανάσταση — είναι μια υπενθύμιση ότι ακόμα και μια μικρή ρωγμή μπορεί να φέρει φως. Κι ότι η αγάπη —η αληθινή, ουσιαστική αγάπη— ξεκινά από την κατανόηση του εαυτού.

Έχετε κάποιο μικρό τελετουργικό ή αγαπημένη συνήθεια όταν γράφετε; Ένα τραγούδι, έναν καφέ, μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας που σας “ξεκλειδώνει”;

Δεν θέλετε να ξέρετε, ειλικρινά. Μπορεί να γράψω τα καλύτερα κομμάτια του βιβλίου κάτω από αντίξοες συνθήκες, γιατί απλά εκείνη τη στιγμή η έμπνευση τρέχει, και άλλες φορές να έχω ιδανικές συνθήκες, που ωστόσο δεν είναι τόσο ιδανικές. Γενικά όμως προτιμώ την ησυχία και οι πιο παραγωγικές μου ώρες είναι το πρωί.

 

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ