Πατσή Κωνσταντινιά
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».» (Απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β’) Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της• διότι με μα ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».
ΒΥΖΑΝΤΙΟ: Χρονολογική αποτύπωση της Άλωσης
«Εμέν αφόντις μ’ έκτισεν ο μέγας Κωνσταντίνος,
έκαμεν επιτρόπισσαν κυράν την Οδηγήτριαν,
να με τηρά εις τα πονώ, να με θωρή ς’ τα πάσχω
μα την αλήθειαν την καλήν πάντα εφύλαγέ με,
και τα φουσσάτα τα πολλά πάντα ετζάκισά τα•
πλην τώρα τούτον τον καιρόν, τον πικροκαημένον
υψώθη η Πανάχραντος ς’ τους ουρανούς επάνω,
για τα πολλά μου κρίματα και τες παρανομίες
και κατά παραχώρησιν εξέπεσα του θρόνου•
Πηγη Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων /Ερανισθείσα εκ των Χρονικών του Γεωργίου Φραντσή ___ υπό Γ. Θεοφίλου..Εν Αθήναις :Εκ του Τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστού,1866.
ένα σκυλλί Αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλι,
του Μεχεμέτ απόγονον, του δαίμονος το σπέρμα,
εξέβηκε σοφώτερον παρά τον κόσμον όλον,
έβγηκε δοκιμώτερος, έγινεν πολέμαρχος,
κι αριστερά του τοίχου μου, δεξιά της γειτονιάς μου,
αντίκρυ του προσώπου μου κάστρον έκτισε μέγα,
κ’ εις τα πλευρά μ’ ακούμπηκε και κατεπλήγωνέ με.
Ο Μωάμεθ Β΄ προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης
Οσ’ άστρα εις τον ουρανόν και φύλλα εις τα δένδρα,
όσα πουλάκια πέτουνται εις τους ωραίους κάμπους,
τόσα φουσσάτα έσυρνε, τόσες χοντρές λομπάρδες.
Και κείνος ο παράνομος ως δράκος εμορφώθη,
δείχνοντας δράκου σχήματα, θηρίου τες φοβέρες•
έδειξε πέντε κεφαλές, ως των φειδιών το γένος,
εγύρισε τες δίπλες του και γέμισε τες σούδες
έθηκε το κεφάλι του αντίκρυ ς’ το Κοσμίδη
και την ουράν του ήπλωσεν εις την Χρυσέαν Πύλην.
…………………………………………………………………………………………
Τις είδε και τις ήκουσε ς’ την θάλασσαν γιοφύρι
να περπατούν τα κάτεργα ς’ του Γαλατά τους κάμπους
αγνάντια εις το Σκουτάρι, ς’ τον Αγιον Κωνσταντίνον;
Τριγύρω εφανίσθησαν, ως φείδια στο λιβάδι.
Δόλιος ο σκευγάτορας, ο ψυχοπαραδότης,
ο χαλασμός των χριστιανών, ο Χάρος των αρχόντων,
αυτός απού κατέδειξεν την τρομερήν λομπάρδαν,
γιατί αυτήν εστήσασι αντίκρυ εις τα τείχη.
Εδέ ‘στραπές, εδέ βροντές, οπού ‘συρνεν ο σκύλλος,
εδέ λιθοβολήματα ς’ τες στέγωσες της Πόλης!»
Από θρήνο για την Αλωση της Κωνσταντινούπολης• η Ιδια η Βασιλεύουσα εξιστορεί τα γεγονότα σε διάλογο με τη Βενετία.
Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως
Ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς καὶ συντελειὰ μεγάλη,
συντελεσμὸς τῶν Χριστιανῶν, τῶν ταπεινῶν Ρωμαίων·
ὅμως ἂς τὸ θλίβουν πολλὰ καὶ τὰ γένη Λατίνων
διὰ τοῦτο ποὺ συνέβηκε βασιλείαν Ρωμαίων,
διότ᾿ ἦτον σπίτιν ὀλωνῶν, Ρωμαίων καὶ Λατίνων
ἡ πόλις ἡ κακότυχος καὶ ὁ βασιλεὺς ὁμάδιν.
Ποὖναι λοιπὸν τὰ λείψανα, ποῦ οἱ ἁγίαι εἰκόνες,
ἡ ὁδηγήτρια ἡ κυρά, ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου
Λέγουσιν ἀναλήφθησαν στὸν οὐρανὸ ἀπάνω
τὰ λείψανα τὰ ἅγια καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
οἱ ἄγγελοι τὰ πήρασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν δεσπότην…
Ποῦ εἶν᾿ τὰ μοναστήρια, ποῦ ἡ ὀρθοδοξία;
ἀφῆκες, ἐξαπόλυκες, πανύμνητε, τὸν κόσμον;
Τίς εἶδεν ἢ τίς ἤκουσεν ποτέ του τέτοιον πρᾶμα,
οἱ ἀσεβεῖς νὰ πάρουσι τὸ σπίτι τῶν ἁγίων,
νὰ σὲ δοξάζουν, Κύριε, οἱ Τοῦρκοι σοδομῖτες;
Θεέ μου, πῶς ἀπόμεινες τὴν τόσην ἀνομίαν
καὶ πῶς τὸ καταδέχθηκες, δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Ἐχάθησαν οἱ χριστιανοί· Θεὲ πῶς τὸ ἀπομένεις;
είν᾿ ἡ μέρα σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη,
τῆς Τρίτης της ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε ἡ μάννα τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάνναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμέν᾿ ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρήνισμον καρδίας.
Τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα,
βλέπουν ἐπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρες των ἐξάγκωνα δεμένους.
Ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὸν κύρην,
ἄφωνοι, δίχως ὁμιλίαν, διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Οἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες,
τῆς πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες,
πλούσιες πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς πόλης οἱ εὐγενικές, οἱ ἀστραποκαϊμένες.
Ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δυ᾿ ἀδερφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπήγαιναν μὲ τὸ σχοινὶν δεμένες.