ΓΡΑΦΕΙ Ο ιστορικός – ερευνητής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών κ. Ζήσης Μελισσάκης
Οι επιστήμονες που ασχολούνται με την ιστορία του βιβλίου, είτε έντυπου είτε χειρόγραφου, συνηθίζουν να χρησιμοποιούντον όρο «ελάσσονες συλλογές» για μία ειδική κατηγορία βιβλιοθηκών. Πρόκειται για συλλογές, σε ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίες συγκρίνομενες ως προς τον αριθμό των βιβλίων τους με τις μεγάλες, εθνικές, πανεπιστημιακές κ.λπ., χαρακτηρίζονται «μικρότερες» (ελάσσονες).
Ωστόσο ο παραπάνω όρος περιέχει και μία ανεπίσημη, ποιοτική χροιά που περικλείεται κυρίως στη λέξη «συλλογές».
Διότι δεν πρόκειται απλώς για σύγχρονες χρηστικές βιβλιοθήκες που απέκτησαν και αποκτούν μόνο νεώτερα βιβλία με οργανωμένες αγορές και δωρεές, αλλά για θησαυρούς που συγκροτήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων και έχουν πλέον τη δική τους ιστορία, ιστορία που συνδέεται με εκείνη ενός ανθρώπου, ενός θεσμού, ενός τόπου. Έτσι η λέξη «συλλογή», αλλά και ο μικρός αριθμός των βιβλίων, καταλήγει να τονίζει τη σπανιότητα ή μάλλον τη μοναδικότητά τους. Και ασφαλώς δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με ψυχρά μουσεία βιβλίου, όπου τα συγκεντρωμένα αντικείμενα κινδυνεύουν να αποκοπούν από τη δική τους μικρή ιστορία.
Σε αυτές τις συλλογές συγκαταλέγεται και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Τυρνάβου, η οποία όμως δεν παρέμεινε μία κλειστή συγκέντρωση παλαιών πολύτιμων βιβλίων απευθυνόμενη αποκλειστικά σε λίγους ειδικούς, αλλά αντιθέτως εξελίχθηκε και εξελίσσεται συνεχώς σε μία σύγχρονη βιβλιοθήκη με ουσιαστικό ρόλο στην τοπική κοινωνία. Ας αφήσουμε όμως αυτή τη γνωστή στην πόλη όψη της βιβλίοθήκης και ας εξετάσουμε τη λιγότερο γνωστή, δηλαδή την ιστορική συλλογή της, την οποία μελετώ τα τελευταία δέκα χρόνια με την προσπάθεια καταγραφής του χειρόγραφου και έντυπου πλούτου, που αισίως βαίνει προς στο τέλος της.
Πρόκειται συγκεκριμένα για τα παλαιότερα βιβλία της βιβλιοθήκης, εκείνα που χρονολογούνται μέχρι το 1900. Πόσα είναι αυτά; Τί είδους; Πόσο σημαντικά; Πώς μαζεύτηκαν εδώ; Τί έχουν να μας διηγηθούν για την ιστορία της πόλης; Και τέλος πόσο αφορούν στους κατοίκους του Τυρνάβου;
Θα αρχίσουμε με μερικούς βασικούς αριθμούς.
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη κατέχει σήμερα σαράντα επτά χειρόγραφα, δηλαδή βιβλία που είναι γραμμένα με το χέρι, είτε επειδή είναι παλαιότερα από την ανακάλυψη της τυπογραφίας (15ος αι.) είτε επειδή προέρχονται από μία εποχή που η τυπογραφία ήταν ακόμη ανύπαρκτη στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο (15ος-αρχές 19ου αι.) και, με εξαίρεση τα έντυπα που εισάγονταν από τη Δύση, όλα τα υπόλοιπα συνέχιζαν ακόμη να αντιγράφονται.
Φυλάσσονται επίσης σε αυτή και λίγο λιγότερα από πεντακόσια παλαιά έντυπα –δηλαδή πεντακόσιοι τίτλοι-, των οποίων ο αριθμός, εάν συνυπολογισθούν εκείνοι που αποτελούνται από περισσότερους του ενός τόμους, καθώς και τα πολλαπλά αντίτυπα, ανεβαίνει σημαντικά.
Εάν θελήσουμε να κατατάξουμε όλο αυτό το υλικό στον χρόνο παρατηρούμε (Εικ. 1) ότι 1) τα μεν χειρόγραφα καλύπτουν όλους τους αιώνες από τον 10ο μ.Χ. και εξής (με τον αριθμό τους να αυξάνεται σημαντικά στον 17ο και 18ο, κάτι που δικαιολογείται, όπως θα δούμε, από τη σχέση της συλλογής με τη Σχολή του Τυρνάβου που αρχίζει να λειτουργεί από τα μέσα του 17ου αι.)· 2) τα έντυπα επίσης καλύπτουν όλους τους αιώνες, ακόμη και τον 15ο, τις απαρχές της τυπογραφίας (κάτι που δεν συμβαίνει σε πολλές ιστορικές συλλογές), για να διογκωθούν, όπως είναι φυσικό, στον 19ο (και κυρίως μετά την Επανάσταση), όταν πλέον έντυπα βιβλία παράγονται σε μεγάλους αριθμούς και στον ελληνικό χώρο.
Ίσως θα απορεί κανείς· είναι μικρή μία συλλογή με πάνω από πεντακόσια παλαιά έντυπα βιβλία; Με απόλυτους αριθμούς θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε και ως «μέση», ωστόσο είναι ο μικρός αριθμός των πριν τον 19ο αι. βιβλίων που τελικά επηρρεάζει την κατάταξή της.
Ας έλθουμε τώρα στο περιεχόμενο των βιβλίων.
Ως προς τα χειρόγραφα η λέξη που περιγράφει καλύτερα τη βιβλίοθήκη του Τυρνάβου είναι «ποικιλία». Καταρχήν η σχέση της, που αναφέραμε, με τη Σχολή του Τυρνάβου, εξηγεί την ύπαρξη κωδίκων που χρησίμευαν στη διδασκαλία, όπως Μαθηματάρια (Εικ 2= κώδ. 1), Γραμματικές (Εικ. 3= κώδ. 7), Φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομικά έργα (Εικ. 4= κώδ. 9) και θεολογικά. Δίπλα σε αυτά έχουμε Παλαιά και Καινή Διαθήκη (ξεχωρίζει ο κώδ. 25 (Εικ. 5= κώδ. 25), του 10ου αι., ο οποίος από ειδικούς Παλαιοδιαθηκολόγους έχει χαρακτηριστεί ως σημαντικότατος, αλλά και ένα καλογραμμένο Τετραευάγγελο της ίδιας εποχής [Εικ. 6= κώδ. 13]), Βίους αγίων, ασκητικά κείμενα και εκκλησιαστικούς λόγους (Εικ. 7= κώδ. 5, του έτους 1611), ένα Νομοκάνονα, καθώς και εκκλησιατικούς ύμνους και μία νεώτερη ιατρική πραγματεία (κώδ. 47).
Αλλά και στα έντυπα παρατηρούμε την ίδια πολυχρωμία, με τα καθε λογής εκπαιδευτικού χαρακτήρα (φιλολογικά, μαθηματικά, γεωγραφικά, θρησκευτικά κ.λπ.) (Εικ. 8= έντ. 221ΚΟΦ) να υπερτερούν απόλυτα σε αριθμό -περίπου τριακόσια-, αν και για την περίοδο πριν τον 19ο αι. η διάκριση του προσωπικού βιβλίου ενός λόγιου από αυτό της διδασκαλίας δεν είναι πάντα εύκολη Ωστόσο και πάλι δεν λείπουν τα ειδικού ενδιαφέροντος, κυρίως νομικού (Εικ. 9= έντ. 348ΦΛΟ), ιατρικού (Εικ. 10= έντ. 617ΜΟΥ),θεολογικού (Εικ. 11= εντ. 248.4 ΙΣΑ), λίγα αγροτικού (Εικ. 12= έντ. 638 ΦΙΛ), καθώς και βιβλία που σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση (Εικ. 13= έντ. 324.6 ΜΑΤ). Όλων αυτών των εντύπων η παρουσία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη ερμηνεύεται, καθώς προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές Τυρναβιτών ιατρών, νομικών κ.λπ. Περισσότερο γνωστοί όμως στην πόλη σήμερα είναι οι είκοσι επτά έντυποι χάρτες που αποτελούν ένα σχολικό Άτλαντα του 18ου αι. (Εικ. 14= έντ. 71).
Πιθανόν κάποιος θα αναρωτηθεί, εάν όλοι αυτοί οι τόμοι είναι γραμμένοι αποκλειστικά σε ελληνική γλώσσα ή μήπως τυχόν υπάρχουν και ξενόγλωσσα έργα. Και στο ζήτημα αυτό η Δημοτική συλλογή παρουσιάζει σχετική ποικιλία, καθώς ένας κώδικας είναι γραμμένος στα λατινικά (Εικ. 15= κώδ. 11) και ένας άλλος περιέχει ελληνογερμανικό λεξικό των αρχών του 19ου αι. (Εικ. 16= κώδ. 12), μια εποχή που η περιοχή είχε εμπορικές επαφές με τη Δύση, ενώ στα έντυπα η πολυγλωσσία είναι ακόμη πιο έντονη: έχουμε αρκετά γαλλικά, αλλά και βιβλία για την εκμάθηση των γαλλικών (Εικ. 17= έντ. 196), λίγα γερμανικά και λατινικά (Εικ. 18= έντ. 78) και ένα αραβικό Κοράνι (Εικ. 19= έντ. 307).
Μέχρις εδώ διαπιστώσαμε τον όγκο και τη μεγάλη ποικιλία που χαρακτηρίζει τη συλλογή. Επειδή όμως αναφέραμε παραπάνω τη λέξη «θησαυροί» και όταν γίνεται λόγος για αντικείμενα του παρελθόντος έχουμε συνηθίσει να τα χαρακτηρίζουμε «σπάνια» και «ανεκτίμητης αξίας», είναι άραγε όλα αυτά τα βιβλία σπάνια, πολύτιμα, μοναδικά; Προς το παρόν θα περιοριστούμε στην αξία που πηγάζει από τα ίδια τα βιβλία ως αντικείμενα και παρακάτω θα δούμε και την ιστορική τους αξία.
Για τα χειρόγραφα οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι καθένα τους είναι μοναδικό, αφού, όπως συμβαίνει με όλα τα χειρόγραφα του κόσμου, δεν παράγονται από κάποια εκτυπωτική, φωτοτυπική ή άλλη αντιγραφική μηχανή, παρά γράφονται από ανθρώπινα χέρια που το καθένα κάνει διαφορετικά γράμματα. Κυρίως όμως είναι μοναδικά διότι σε αντίθεση με το έντυπο, ο χειρόγραφος κώδικας πολύ συχνά δεν περιέχει ένα τυποποιημένο κείμενο ή μία τυποποιημένη συλλογή κειμένων (λ.χ. Καινή Διαθήκη ή τις τραγωδίες του Ευριπίδη), αλλά μία σειρά από κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων που όμοιά της δεν υπάρχει πουθενά διότι απλά ο κάτοχός του ενδιαφερόταν να έχει αυτή τη συγκεκριμένη σειρά. Αλλά και στις περιπτώσεις που το χειρόγραφο παραδίδει ένα τυποποιημένο κείμενο, και πάλι συνήθως το κείμενο αυτό διαφέρει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από το αντίστοιχο σε ένα άλλο χειρόγραφο, αφού το ανθρώπινο χέρι που το γράφει κάνει σφάλματα, το μυαλό που καθοδηγεί το χέρι ενδέχεται να διαφωνεί με κάτι από αυτά που πρέπει να αντιγράψει, ενώ και το ίδιο το πρωτότυπο, από το οποίο γίνεται η αντιγραφή, διαφέρει από τα άλλα πρωτότυπα που χρησιμοποιήθηκαν για να γραφούν άλλα χειρόγραφα. Με άλλα λόγια ας ξεχάσουμε για λίγο τον όμορφο ψηφιακό μας κόσμο, όπου όλα τα πράγματα είναι απόλυτα καθορισμένα και τακτοποιημένα με την κάθε έκδοση να έχει τον δικό της αριθμό ISBN και ας μπούμε στη λογική μιας εποχής όπου καθετί (και μάλιστα ένας τόμος, που αποτελεί ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο αντικείμενο) έχει τη δική του μοναδική προσωπικότητα, έστω και αν εμείς οι ερευνητές προσπαθούμε σήμερα να βάλουμε μία τάξη.
Πάντως επειδή σίγουρα κάποια χειρόγραφα του Τυρνάβου είναι περισσότερο αξιόλογα από τα υπόλοιπα, θα αναφέρουμε μία πλούσια εικονογραφημένη μετάφραση της Αποκάλυψης σε απλή ελληνική -κείμενο που σώζεται μόνο σε τέσσερις κώδικες σε όλο τον κόσμο- (Εικ. 20= κώδ. 40), ένα Τετραευάγγελο με μία από τις ωραιότερες βυζαντινές γραφές του 10ου αι. (Εικ. 21= κώδ. 13), μία συλλογή αγιολογικών κειμένων του 1611 γραμμένη από ένα διάσημο αντιγραφέα της εποχής, τον Μιχαήλ Ανδρίστο (Εικ. 22= κώδ. 5), ορισμένα παλίμψηστα φύλλα –δηλαδή φύλλα στα οποία κάποτε έσβησαν το κείμενο για να γράψουν ένα άλλο- (Εικ. 23= κώδ. 38) και τέλος τις Ακολουθίες των αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου Αλεξανδρείας του 1756 από τον καλλιγράφο Λάμπρο Τυρναβίτη, ο οποίος μιμείται εκπληκτικά τυπογραφικούς χαρακτήρες (Εικ. 24= κώδ. 39).
Περνώντας στα έντυπα, η μοναδικότητα δεν είναι πάντα εύκολο να καθοριστεί, αφού πλέον έχουμε να κάνουμε με μηχανικά παραγόμενα βιβλία. Και πάλι όμως στους πρώτους αιώνες της τυπογραφίας συχνά κάθε τόμος δεν είχε σταθερή μορφή, αφού ο αγοραστής μπορούσε να παραγγείλει από τον βιβλιοπώλη να του ετοιμάσει ένα σώμα με τα κείμενα που τον ενδιέφεραν, από τις εκδόσεις βέβαια που υπήρχαν διαθέσιμες. Γενικά πάντως ένας καλός δείκτης για την αξία ενός εντύπου είναι η παλαιότητα (τουλάχιστον για τον 15ο αι.) και η σπανιότητά του με βάση τον συνολικό αριθμό των αντιτύπων του που έχουν διασωθεί στις διάφορες βιβλιοθήκες, ενώ μεγάλη αξία έχουν και οι εκδόσεις που δεν έχουν καταγραφεί καθόλου έως σήμερα. Τέτοια παλαιά έντυπα είδαμε ότι στη Δημοτική Βιβλιοθήκη υπάρχουν ορισμένα (Εικ. 25= έντ. 2), επίσης στην καταγραφή μας εντοπίσαμε και ένα μικρό αριθμό ακατάγραφων, ενώ δεν είναι χωρίς αξία και ορισμένα λείψανα (σπαράγματα) κακέκτυπων εκδόσεων που βρήκαμε να χρησιμοποιούνται ως πρόχειρο χαρτί σε βιβλιοδεσίες άλλων εντύπων (Εικ. 26= έντ. 147). Εξάλλου κάποιες άλλες εκδόσεις, αν και όχι σπάνιες θεωρούνται σημαντικές από απόψεως φιλολογικής, όπως η πολύτομη έκδοση των έργων του Ιωάννου του Χρυσοστόμου του 18ου αι. (Εικ. 27= έντ. 69β).
Είπαμε ήδη ότι ένα μέρος της αξίας των βιβλίων -ίσως το περισσότερο χειροπιαστό- προέρχεται όχι από τα ίδια, αλλά από τη χωριστή ιστορία του καθενός που τελικά συμβάλει στη χάραξη της συνολικής ιστορικής πορείας της βιβλιοθήκης. Και εδώ είναι που η συλλογή του Τυρνάβου αξιολογείται ως σημαντικότατη. Καταρχήν πολλά από τα χειρόγραφα και τα έντυπα φέρουν επάνω τους σημειώματα που μαρτυρούν την προέλευση και τη χρήση τους. Έχουμε λ.χ. βιβλία διάσημων λογίων ή ιεραρχών της εποχής τους, όπως του Νικολάου Σοφιανού (Εικ. 28= έντ. 13), του Κύπριου Μάρκου Πορφυρόπουλου (Εικ. 29= έντ. 30) και τουΛάμπρου Πάσχου, καθηγητών στη Σχολή του Τυρνάβου, του Αλεξάνδρου Τυρναβίτη, του Παρθενίου Λαρίσσης (Εικ. 30= έντ. 59), αλλά και βιβλία που απλώς πέρασαν από τα χέρια τους, όπως ο κώδικας με τα Αμφιλόχια του Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως (Εικ. 31= κώδ. 34) που μελετήθηκε από τον Σοφοκλή εξ Οικονόμων ή εκείνος με τις Ακολουθίες των αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου Αλεξανδρείας (κώδ. 39), τον οποίο φρόντισε ο Τυρναβίτης έφορος αρχαιοτήτων Αθανάσιος Δημητριάδης. Έχουμε επίσης λιγότερο γνωστούς, αλλά πολύ παλαιότερους κτήτορες που άφησαν το όνομά τους επάνω σε χειρόγραφα, όπως κάποιος Γεώργιος Μελισσηνός που τον 13ο αι. αγόρασε από την Αίγυπτο το προαναφερθέν Τετραευάγγελο (κώδ. 13) και φυσικά μέλη γνωστών οικογενειών της πόλης, όπως ο Δημήτριος και ο Αλέξανδρος Πέζαρος-Οικονομίδης (όχι όμως και ο πατέρας τους Ιωάννης, του οποίου τα βιβλία βρίσκονται σήμερα στη συλλογή του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης), ο Εμμανουήλ-Άγγελος Αλεξάνδρου, ο γίος του Αλέξανδρος Δανιήλ και οι εγγονοί του Κωνσταντίνος, Λάμπρος και Αγγελάκης, ο Νίκος, ο Λάμπρος και η Σαπφώ Λάμπρου, ο Δημήτριος Μαντζιαρλής, ο Δημήτριος Φιλανδριανός κ.ά. Τέλος έχουμε κτητορικά σημειώματα από μονές της Θεσσαλίας, όπως του Αγίου Δημητρίου του Στομίου (κώδ. 30), Βαρλαάμ των Μετεώρων (κώδ. 37) και φυσικά του Αγίου Αθανασίου στον Τύρναβο (κώδ. 39), από ναούς, όπως του αγίου Αχιλλίου στη Λάρισσα (κώδ. 45) και πολύ περισσότερα από την ίδια τη Σχολή του Τυρνάβου (Εικ. 32= έντ. 2 συστ.4).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, εξετάζοντας συνολικά τα σημειώματα αυτά, μπορούμε πλέον να σκιαγραφήσουμε την ιστορία της συλλογής. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν σχηματίσθηκε σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας αργής, σποραδικής και μάλλον χωρίς σχεδιασμό συσσώρευσης βιβλίων που πραγματοποιούνταν γύρω από τη Σχολή του Τυρνάβου, μία από τις παλαιότερες του ελληνικού χώρου (ίδρυση στα μέσα του 17ου αι.). Για τις ανάγκες αυτής φαίνεται ότι συγκεντρωνόταν σταδιακά σε στρώματα το χειρόγραφο και έντυπο υλικό που προερχόταν από διάφορες δωρεές και από αντιγραφή νέων κωδίκων. Εάν, δε, πρέπει να δεχθούμε ότι της Σχολής προϋπήρξαν κάποιες συλλογές βιβλίων, αυτές θα ανήκαν σε διδάσκοντες (η πρώτη ασφαλής μαρτυρία που έχουμε για βιβλίο που χρησιμοποιήθηκε στη διδασκαλία είναι του 1700 περίπου και προέρχεται από τον Μάρκο Πορφυρόπουλο και τον μαθητή του Ιάκωβο). Αυτή η πορεία συνέχισε και τον 18ο αι. (λ.χ. το 1741 μνημονεύονται αφιερώσεις εντύπων από τον οικονόμο Γεώργιο ιερέα), ενώ μαζικότερες προσκτήσεις παρατηρούνται μόνο στο δεύτερο μισό του 19ου αι., όταν πλέον η Σχολή έχει μετασχηματισθεί σε Αλληλοδιδακτικό και Δημόσιο Ελληνικό Σχολείο. Παράλληλα αρκετά βιβλία προστέθηκαν στη συλλογή -μάλλον για φύλλαξη παρά για χρήση στην εκπαίδευση- προερχόμενα από παλαιούς ναούς και μονές της ευρύτερης περιοχής.
Με το θέμα μας θα μπορούσε να συνδέεται και η ιστορία ενός εξέχοντος Τυρναβίτη, ο οποίος μόλις προ λίγων ετών ανασύρθηκε από την ιστορική λήθη. Πρόκειται για τον ιερομόναχο Διονύσιο Πάμπου, ο οποίος μετά από τις σπουδές του και παραμονή στον Άθωνα εγκαταστάθηκε το 1709 στη Βενετία, όπου εργάσθηκε ως δάσκαλος και πέθανε. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, τα διακόσια τριάντα ένα έντυπα και χειρόγραφα που κατείχε έπρεπε να κληροδοτηθούν στην πατρίδα του -όχι ειδικά στη Σχολή, αλλά στους κατοίκους της-, με τους δημογέροντες να έχουν την ευθύνη για τη φύλαξή τους. Δεδομένου ότι εκείνη την εποχή δεν υπάρχει άλλη δημόσια βιβλιοθήκη στην πόλη, θα μπορούσε άραγε η συλλογή του να ενσωματώθηκε σε αυτή της Σχολής; Δυστυχώς αν και είναι πιθανή μία τέτοια προέλευση ορισμένων εντύπων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, μας λείπουν κτητορικά σημειώματα που θα μπορούσαν να την επαληθεύσουν, οπότε έχουμε κάθε δικαίωμα να υποθέσουμε ότι τα βιβλία του Πάμπου κατέληξαν στο μεγάλο βιβλιεμπόριο της Βενετίας προτού ταξιδεύσουν για την Ελλάδα.
Τα παλαιά βιβλία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης έχουν από καιρό αποσυρθεί από τη χρήση, τουλάχιστον αυτή του μέσου αναγνώστη. Άλλοτε τα θέματά τους δεν ενδιαφέρουν πλέον κανένα εκτός από τους ειδικούς, άλλοτε καλύφθηκαν από νεώτερες εκδόσεις. Στα παλαιότερα μάλιστα από αυτά οι τυπογραφικοί ή, ακόμη περισσότερο, οι χειρόγραφοι χαρακτήρες με τις συντομογραφίες και τα συμπλέγματα των γραμμάτων καθιστούν αδύνατη την ανάγνωσή τους από όποιον δεν έχει ειδικές γνώσεις. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν πλέον καμία σημασία για την πόλη. Αντιθέτως αποτελούν πηγή για την ιστορία της, καθώς μέσα από τις σελίδες τους ξαναζωντανεύουν στιγμές από το παρελθόν της· Και δεν πρόκειται μόνο για την επίσημη ιστορία, όπως μαρτυρούν δύο από τα πολλά σημειώματα που βρίσκουμε γραμμένα από Τυρναβίτες στις λευκές σελίδες και στα περιθώρια των βιβλίων· ειδικότερα 1) σε έντυπο του 1868, όπου καταγράφονται αναλυτικά τα βερεσέδια κάποιας Αντούλινας για αγορά διαφόρων τροφίμων και 2) σε ένα άλλο, του 1835, όπου σημειώνονται όσοι μαθητές έφεραν ξύλα, προφανώς για τη θέρμανση του σχολείου (Εικ. 33= εντ. 244). Τα βιβλία είναι πολύτιμα για πολύ περισσότερα πράγματα από όσα έγραψαν οι δημιουργοί τους σε αυτά.
Για να δείτε την παρουσίαση στην οποία παραπέμπουν οι εικόνες του παραπάνω κειμένου πατήστε ΕΔΩ
Το κείμενο και η παρουσίαση φιλοξενούνται στη σελίδα των φίλων της βιβλιοθήκης Τυρνάβου