Αντιμέτωποι με την ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια του βακτηριακού καψίματος που πλήττει αχλαδιές, μηλιές και κυδωνιές είναι οι αχλαδοκαλλιεργητές στην ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Τυρνάβου που βλέπουν τις καλλιέργειές τους να εμφανίζουν σε μεγάλο βαθμό πρόβλημα προσβολής από την ασθένεια.
Ηδη η εμφάνιση των πρώτων κρουσμάτων σε δεκάδες περιβόλια έχει σημάνει συναγερμό στην περιοχή αφού η ασθένεια αν δεν ελεγχθεί άμεσα μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε εκρίζωση εκατοντάδες στρέμματα αχλαδοκαλλιέργειας.
Αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος οι αγρότες έχουν ήδη απευθυνθεί στους γεωπόνους ενώ σήμερα κλιμάκιο του ΕΛΓΑ μετά από πρωτοβουλία του ΑΣΕΠΟΠ Τυρνάβου αναμένεται να επισκεφθεί περιβόλια που έχουν χτυπηθεί από την ασθένεια.
Τί είναι το βακτηριακό κάψιμο
Παθογόνο αίτιο: Erwinia amylovora
Το κοινό όνομα της ασθένειας είναι βακτηριακό κάψιμο.
Το όνομα υποδηλώνει την σοβαρότητα της μόλυνσης και την γρήγορη διάδοση.
Το παθογόνο μπορεί να καταστρέψει ένα πλήρως ανεπτυγμένο και υγιές δένδρο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – συχνά μέσα σε ένα μήνα ή και ακόμα πιο γρήγορα.
Επιπλέον η μόλυνση μπορεί να εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά σε άλλα κτήματα γύρω από το μολυσμένο.
Παλαιότερα γύρω στο 1990 στην Ημαθία ήταν η κύρια αιτία εκρίζωσης πάρα πολλών κτημάτων αχλαδιών, κυρίως από Κοντούλες και Σάντες.
Μετά το 1992 η ασθένεια ξαφνικά υποχώρησε και σιγά – σιγά άρχισε να ξεχνιέται.
Το 1997 υπήρχε μία εστία στο Αιγίνιο και από το 1999 άρχισε η ασθένεια να γίνεται πρόβλημα στην Κυψέλη Ημαθίας ,έκανε μία στάση στο ποτάμι (νότια πλευρά του Αλιάκμονα) και μετά από το 2003 άρχισε να δημιουργεί προβλήματα έντονα σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Σημαντικός παράγοντας στο θέμα της μόλυνσης είναι η διάρκεια της ανθοφορίας καθώς και το γεγονός ότι ειδικά στα μήλα κάποιες ποικιλίες μπαίνουν στο στάδιο της πράσινης κορυφής και υπάρχουν πάνω στο φυτό φύλλα από την προηγούμενη χρονιά .
Κατά την διαδικασία της εξάπλωσης το παθογόνο προσβάλει τόσο καλλιεργούμενα όσο και αυτοφυή φυτά που ανήκουν στην οικογένεια Rosaceae για παράδειγμα τα είδη Malus, Pyrus, Cydonia, κα.
Η ασθένεια είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη από την στιγμή που:
Το παθογόνο εξαπλώνεται πολύ γρήγορα στο φυτό – ξενιστή.
Το κλίμα και οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για το παθογόνο.
Η ασθένεια αυξάνει το κόστος παραγωγής λόγω επίμονης και στοχευμένης φυτοπροστασίας όχι πάντα επιτυχούς και καταστρέφει το φυτικό κεφάλαιο και την αναμενόμενη παραγωγή της τρέχουσας χρονιάς αλλά και των επομένων εφόσον έχουμε καταστροφή φυτικού κεφαλαίου.
Τα μέσα αποτελεσματικού ελέγχου είναι περιορισμένα έτσι μπορούμε ουσιαστικά να κάνουμε διαχείριση της κρίσης χωρίς ωστόσο να έχουμε αποτελέσματα εγγυημένα 100%.
Ο κύκλος της ασθένειας:
Το βακτήριο επιζεί το χειμώνα κυρίως στα έλκη και τις πληγές των δέντρων, μερικές φορές στους οφθαλμούς.
Ενεργοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου άνθισης. Το παθογόνο διαδίδεται από το πολλαπλασιαστικό υλικό, τους καρπούς, τα έντομα – ακόμη και μέλισσες – τα πουλιά, τον αέρα, την βροχή, τη γύρη και την ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως τα εργαλεία καλλιέργειας και η άρδευση.
Η διάδοση της μόλυνσης επιταχύνεται σημαντικά εάν κατά τη διάρκεια της άνθισης συνυπάρχουν υψηλή υγρασία, (75%), υψηλή θερμοκρασία (18-25 °C) και κυρίως παρουσία νερού.
Τα παθογόνα βακτήρια εγκαθίστανται στο στίγμα και πολλαπλασιάζονται.
Εισάγονται στον ιστό μέσω των φυσικών οδών και μέσω των πληγών. Το βακτήριο προωθείται μέσω του μίσχου στους κλαδίσκους και τους κλάδους και προκαλεί περαιτέρω μολύνσεις στους νέους βλαστούς, τα φύλλα, την δευτερεύουσα γενιά ανθέων και τους πρώτους καρπούς.
Συμπτώματα και εξέλιξη της ασθένειας:
Κατά την διάρκεια την βλάστησης, αρχικά μπορούν να φανούν τα πρώτα συμπτώματα από την μόλυνση των ανθέων.
Στα σέπαλα στους μίσχους των λουλουδιών εμφανίζεται βακτηριακή κολλώδης ουσία, τα λουλούδια εξασθενούν και οι νεαροί καρποί γίνονται μαύροι αλλά παραμένουν στο δέντρο. Τα μολυσμένα και νεκρά φρούτα μουμιοποιούνται στο δένδρο. Το πάνω μέρος των νέων – όχι ακόμα ξυλοποιημένων βλαστών, εξασθενεί και κυρτώνει παίρνοντας την μορφή που έχει η γκλίτσα του τσοπάνου που είναι και το κλασικό γνώρισμα της ασθένειας.
Τα καφετιά ή μαύρα προσβεβλημένα φύλλα δεν πέφτουν από τους βλαστούς ή τα κλαδιά. Στην περίπτωση έντονης μόλυνσης στα κλαδιά και στους μίσχους τον ευπρόσβλητων ειδών, εκκρίνεται άφθονη βακτηριακή κολλώδης ουσία.
Η μόλυνση στους μίσχους ή στην βάση της ρίζας προκαλεί την διαίρεση του φλοιού, ελκώδεις πληγές και καφεκόκκινο αποχρωματισμό των ξυλωδών μερών. Οι ιστοί του φλοιού του μολυσμένου δένδρου γίνονται σκούροι με βαθουλώματα και αργότερα μαραίνονται. Οι μολυσμένοι καρποί μαραίνονται και μουμιοποιούνται, γίνονται μαύροι και παραμένουν στο δένδρο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το βακτηριακό έκκριμα έχει μορφή σταγόνων γάλακτος που αργότερα γίνονται καφέ με την επίδραση του αέρα και σχηματίζονται μεγάλες σταγόνες. Το βακτήριο τελικά προτιμά μαλακούς ιστούς, υψηλή υγρασία και υγρές συνθήκες.
Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση της ασθένειας είναι η έγκαιρη αναγνώρισή της.
Στην περίπτωση του βακτηρίου Erwina amylovora , το μόνο πράγμα το οποίο μπορούμε να κάνουμε είναι με μία σειρά προληπτικών μέτρων (αγροτεχνικές τακτικές, υγιεινή κατάσταση των φυτών, παραγωγή ανθεκτικών και ανεκτικών ειδών ποικιλιών , χημικό έλεγχο) να επιτύχουμε μία διαχείριση της κρίσης που προκαλεί το βακτήριο.
Τα μολυσμένα μέρη των φυτών πρέπει να απομακρύνονται άμεσα και να καίγονται. Τα ψαλίδια κλαδέματος πρέπει να απολυμαίνονται μετά από κάθε μολυσμένη τομή σε οινόπνευμα.
Η ασθένεια εμφανίζεται κυρίως σε δέντρα λαίμαργα με υπερβολική βλάστηση. Ο έλεγχος της βλάστησης με περιορισμό της αζωτούχου λίπανσης ή με τη χρήση ρυθμιστών ανάπτυξης εγκεκριμένων στην καλλιέργεια βοηθά στην πρόληψη της ασθένειας.
Απαραίτητη έτσι είναι η εκρίζωση και το κάψιμο των προσβεβλημένων δέντρων, καθώς και η αφαίρεση των προσβεβλημένων τμημάτων στα δέντρα που δεν έχει επεκταθεί ακόμη πολύ η προσβολή. Η περιποίηση αυτή των δέντρων πρέπει να γίνεται τελευταία.
Επίσης, συνιστάται από τους γεωπόνους να απολυμαίνονται καλά οι τομές και τα εργαλεία και να καταστρέφονται οι ξενιστές που βρίσκονται σε απόσταση έως και 800 μέτρων από τα δέντρα. Πέρα από τα καλλιεργητικά μέτρα, απαραίτητοι κρίνονται και οι ψεκασμοί με χαλκούχα σκευάσματα την περίοδο προτού φουσκώσουν οι οφθαλμοί της αχλαδιάς.
Τα στοιχεία για την ασθένεια είναι από το ιστολόγιο του γεωπόνου Ιωάννη Τσουμάνη