ΓΡΑΦΕΙ Η Κωνσταντινιά Πατσή*
Ο Λεόν Εζέ (Léon Heuzey), Γάλλος αρχαιολόγος από τους πρωτοπόρους στην αρχαιολογική έρευνα της Μακεδονίας, ήρθε στην Ελλάδα το 1855 ως μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Από το 1855 έως το 1857 ταξίδεψε στη Μακεδονία και στην Ακαρνανία.
Τις παρατηρήσεις του κατέγραψε στο Le mont Olympe et l’ Acarnanie (Paris 1860), όπου αναφέρει και τον εντοπισμό ενός ανακτόρου στους βόρειους πρόποδες των Πιερίων (στη σημερινή Βεργίνα). Το 1861 διενήργησε ανασκαφές στη θέση αυτή. Εντόπισε το ανατολικό τμήμα του ανακτόρου και τον μακεδονικό τάφο ο οποίος πήρε το όνομά του. Οι αρχαιολογικές έρευνές του επεκτάθηκαν στους Φιλίππους, στη Δυτική Μακεδονία, στην Ιλλυρία και στη Θεσσαλία. Τα αποτελέσματα του πολύχρονου ερευνητικού του έργου δημοσίευσε στον μνημειώδη τόμο Mission archaiologique de Macedoine (Paris 1876).
Κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, το 1858, επισκέφτηκε τον Τυρναβο. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Θωμά Ανδρεάδη, τον οποίον αποκαλεί «σοφό του Τυρνάβου» .
Μετά από μία σύντομη αναφορά στο φυσικό περιβάλλον, το οποίο αγκαλιάζει την μικρή (τότε) πόλη, που όμως διατήρησε καλύτερα από τη Λάρισα τον χαρακτήρα των παλιών ρωμαίικων πόλεων, προβαίνει σε λεπτομερή περιγραφή της οικίας αναφέροντας τα εξής:
«Είναι ένα μεγάλο οίκημα με προεξέχουσες στέγες και ασβεστωμένους τοίχους, παρόλο που το ξύλο είναι περισσότερο από την πέτρα. Το σπίτι κρύβει τη σχετική του ευμάρεια μέσα σε μία μαντρωμένη αυλή, που σε κάθε γωνιά της έχουν φτιάξει έναν μικρό κήπο φυτευμένο με μερικά κοινά λουλούδια, που δίνουν μία χαρούμενη νότα ανάμεσα σε ένα ανακάτεμα θάμνων και φυτών με τεράστια φύλλα. Είναι ένα τυπικό δείγμα αστικού σπιτιού της οθωμανικής περιόδου».
Και συνεχίζει:
«Στην αρχή μπαίνουμε σε μία ψηλοτάβανη αίθουσα, ανοικτή προς την αυλή σαν χαγιάτι. Ανεβαίνουμε σε αυτή από μία ξύλινη σκάλα με τέσσερα ή πέντε σκαλοπάτια κι ένα πλατύσκαλο που προεξέχει με μία ξύλινη βάση για τη μεγάλη κανάτα του νιπτήρα. Τα ξύλα του κουφώματος της πόρτας και του κιγκλιδώματος είναι για διακοσμητικούς λόγους τρυπημένα με μία σειρά από αστέρια. Πάνω από τους στύλους είναι ένα περίεργο είδος σκαλωσιάς (είδος ψευδοροφής) με μακριά καδρόνια, με άνισες καμπύλες, που διασταυρώνονται στο κενό και περιπλέκονται μέχρι την οροφή. Στο μέσον κρέμεται ένα μεγάλο φανάρι.
Δίπλα είναι το δωμάτιο υποδοχής, το δωμάτιο των επισήμων, το οποίο, με το ένα του τμήμα υπερυψωμένο, θυμίζει σκηνή για επίδειξη. Εδώ είναι τοποθετημένο το ντιβάνι όπου κάθονται οι διακεκριμένοι ξένοι. Στην ίδια πλευρά, τα παράθυρα με τα ξύλινα καφάσια αγγίζουν σχεδόν το ένα το άλλο, ενώ το υπόλοιπο δωμάτιο βρίσκεται στο ημίφως. Καρφωμένα πηχάκια διαιρούν το ταβάνι σε ρόμβους διαφορετικών χρωμάτων, και, κατά μήκος των τοίχων πάνω στα γύψινα στολίδια, οι ίδιοι χρωματισμοί, πράσινοι, κίτρινοι, μπλε, κόκκινοι. Τα χαλιά, οι κουρτίνες, από ντόπια υφάσματα, και ορισμένα μεγάλα σκαλισμένα μπαούλα κομψοτεχνήματα της λαϊκής ξυλογλυπτικής, συμπληρώνουν την επίπλωση.
Οι πρωινοί μου συνοδοί μ’ αφήνουν σ’ αυτή την φιλόξενη κατοικία. Η οικογένεια του κ. Θωμά, εκτός από την μητέρα, αποτελείται από τον πρωτότοκο γιο Αριστείδη, ξανθό με συνηθισμένη φυσιογνωμία, πολύ ικανό να διευθύνει τις υποθέσεις του σπιτιού. Η γυναίκα του (η νύφη, όπως την αποκαλούν και οι σημερινοί Έλληνες) είναι ευγενική, πολύ σιωπηλή, ντυμένη τελείως διαφορετικά από τις γυναίκες του Τυρνάβου: ένα μεταξένιο μπούστο πάνω από μια λευκή φούστα από μουσελίνα με κόκκινα της φωτιάς βολάν, ένα κολλιέ από φλουριά, και πάνω στα μαλλιά της ένα καταπληκτικό φέσι, του οποίου η χρυσή φούντα πέφτει κυματιστά με χάρη. Ο δευτερότοκος γιος, ο Μιλτιάδης, που πηγαίνει ακόμα στο Ελληνικό σχολείο, φορά τη μακριά ριγέ ενδυμασία των νεαρών Ρουμελιωτών.
Οι ευρωπαϊκές συνήθειες τιμώνται στο σπίτι του κ. Θωμά: τρώμε όλοι μαζί, άνδρες και γυναίκες, στο δωμάτιο της εισόδου καθισμένοι γύρω από ένα μικρό τραπέζι, κάτω από το μεγάλο φανάρι. Το ζεύγος Αριστείδη καυχάται ιδιαίτερα που ζει με τις φράγκικες συνήθειες: στις γιορτές αψηφά την κοινή γνώμη κάνοντας χρήση του μπρατσέτο, δηλαδή πηγαίνουν οι δυο σύζυγοι περίπατο, προσφέροντας ο σύζυγος το μπράτσο του στη γυναίκα του, πράγμα άπρεπο σύμφωνα με τα παλιά ανατολίτικα έθιμα».
ΠΗΓΈΣ
ΒΛΑΧΟΣ, Μανόλης. Louis Dupré, Ταξίδι στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, ΟΛΚΟΣ, 1994.
Θεσσαλικό Ημερολόγιο, Οδοιπορικό στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858. μετάφραση Χρίστος Ι. Δημητρακόπουλος, Σχόλια επιμέλεια Θεόδωρος Α. Νημάς.
Στη φωτογραφία Ελληνικό σπίτι στον Τύρναβο (Λιθογραφία του Louis Dupré).Πηγή ΒΛΑΧΟΣ, Μανόλης. Louis Dupré, Ταξίδι στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, ΟΛΚΟΣ, 1994. Συλλογή Ελληνική Βιβλιοθήκη – Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης
* Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι Διευθύντρια του ΓΕ.Λ Τυρνάβου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University