Συντάκτης: Τάσος Σαραντής
Οι μη βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, όπως οι μέθοδοι κοπής και καύσης κατά την εκκαθάριση των εκτάσεων, η λανθασμένη άρδευση, η έλλειψη του νερού και η υπερβόσκηση, αποτελούν τους καταλυτικούς παράγοντες που συμβάλλουν στο καταστροφικό φαινόμενο της απερήμωσης, γνωστό και ως ερημοποίηση.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που βρίσκεται σε εξέλιξη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Πολλοί άνθρωποι πεινούν επειδή οι υποβαθμισμένες περιοχές επηρεάζουν τη γεωργία, μια βασική πηγή βιοπορισμού και τροφίμων σε μεγάλο μέρος της Αφρικής.
Περισσότεροι από 2,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στην γεωργία σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ περισσότερες από τις μισές γεωργικές εκτάσεις επηρεάζονται από την υποβάθμιση του εδάφους, σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Απερήμωσης (UNCCD).
Και το χειρότερο είναι ότι, σύμφωνα με τη UNCCD, 12 εκατομμύρια εκτάρια καλλιεργήσιμης γης, αρκετά για να αναπτυχθούν 20 τόνοι σιτηρών, χάνονται από την ξηρασία και την απερήμωση κάθε χρόνο (ή 23 εκτάρια γης κάθε λεπτό!), ενώ 1,5 δισεκατομμύριο άνθρωποι πλήττονται σε περισσότερες από 100 χώρες. Συνεπώς, η παύση της υποβάθμισης της γης έχει καταστεί μια επείγουσα παγκόσμια επιτακτική ανάγκη.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) εκτιμά ότι μέχρι το 2030 η Αφρική θα χάσει τα δύο τρίτα της καλλιεργήσιμης γης της αν δεν σταματήσει η πορεία της απερήμωσης με την εξάπλωση των άγονων, όμορων με ερήμους εκτάσεων γης. Αν και το φαινόμενο της απερήμωσης δεν είναι καινούργιο, έχει σοβαρές οικονομικές και αναπτυξιακές επιπτώσεις, ειδικά για την Αφρική.
Το οικονομικό κόστος της απερήμωσης και της υποβάθμισης της γης εκτιμάται σε 490 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, αλλά η βιώσιμη διαχείριση της γης μπορεί να συμβάλει σε οικονομικά οφέλη έως και 1,4 τρισ. δολ., λέει η UNCCD, η οποία φέτος ανέδειξε την Παγκόσμια Ημέρα για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (17/6) εστιάζοντας στο θέμα «Η γη είναι το σπίτι μας, το μέλλον μας».
Με αυτή τη θεματική η UNCCD επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ της υποβάθμισης της γης και της μετανάστευσης και στο πώς οι τοπικές κοινότητες μπορούν να αντιμετωπίσουν επαρκώς τις διάφορες αναπτυξιακές προκλήσεις μέσω βιώσιμων πρακτικών διαχείρισης (βλ. «Η ερημοποίηση, η μετανάστευση και τα αδιαπραγμάτευτα» – «Εφ.Συν.» 17/6/2017).
Επί του παρόντος, περισσότερες από 100 από τις 169 χώρες που πλήττονται από ερημοποίηση ή ξηρασία, θέτουν εθνικούς στόχους για να περιορίσουν τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση της γης έως το έτος 2030.
«Η επένδυση στη γη θα δημιουργήσει τοπικές θέσεις εργασίας και θα δώσει στα νοικοκυριά και τις κοινότητες μια ευκαιρία να ζήσουν, κάτι που με τη σειρά του θα ενισχύσει την εθνική ασφάλεια και τις μελλοντικές μας προοπτικές για τη βιωσιμότητα», δήλωσε η γραμματέας της UNCCD, Monique Barbut.
Η UNCCD ιδρύθηκε για να ενισχύσει τις παγκόσμιες προσπάθειες για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της παραγωγικότητας της γης και του εδάφους, ενώ παράλληλα μετρίασε τις συνέπειες της ξηρασίας στις ημι-άνυδρες περιοχές όπου περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται από τα τοπικά οικοσυστήματα.
Η συνεχής υποβάθμιση του εδάφους και των ξηρών εδαφών έχει οδηγήσει στην απερήμωση 3,6 δισεκατομμυρίων εκταρίων γης στην Αφρική με αποτέλεσμα η ξηρασία και η πείνα να έχουν πλήξει εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρη την ήπειρο. Το τελευταίο έτος, πολλές χώρες της Νότιας Αφρικής κηρύχτηκαν σε κατάσταση καταστροφής λόγω ξηρασίας.
Η Κοινότητα για την Ανάπτυξη της Μεσημβρινής Αφρικής ξεκίνησε μια έκκληση για την παροχή τροφίμων και ανθρωπιστικής βοήθειας ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για 40 εκατομμύρια ανθρώπους που επλήγησαν από ξηρασία η οποία ήταν η χειρότερη για περισσότερα από 30 χρόνια.
Με την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης τροφίμων κατά 50% έως το 2030, θα υπάρξει μεγαλύτερη ζήτηση γης, κάτι που θα οδηγήσει σε μια ακόμη μεγαλύτερη αποδάσωση και περιβαλλοντική υποβάθμιση, εάν δεν ληφθούν παγκόσμια μέτρα για την αποκατάσταση της παραγωγικότητας των υποβαθμισμένων εδαφών.
Ωστόσο, υπάρχουν παραδείγματα που αναστρέφουν την υπάρχουσα κατάσταση και η Μπουρκίνα Φάσο είναι ένα από αυτά.
Αυτό το κράτος της Δυτικής Αφρικής, ένα από τα πρώτα που υπέγραψαν την UNCCD από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αποκαθιστά την υποβαθμισμένη γη αξιοποιώντας τις παραδοσιακές του τεχνικές, όπως τη μέθοδο «zaï», και υιοθετώντας νέες τεχνικές όπου οι αγρότες διαχειρίζονται τη φυσική αναγέννηση.
«Θέλουμε να δείξουμε στον κόσμο αυτό που έχουμε επιτύχει για να εμπνεύσουμε όλους σε ανάλογες δράσεις», δήλωσε ο Μπατάιο Μπασίερ, υπουργός Περιβάλλοντος, Πράσινης Οικονομίας και Κλιματικής Αλλαγής της Μπουρκίνα Φάσο.
Οι αγρότες της χώρας χρησιμοποιούν μια παλιά πρακτική, γνωστή ως «zai», κατά την οποία σκάβουν τρύπες σε σκληρό έδαφος που τις γεμίζουν με κομπόστ στις οποίες φυτεύονται σπόροι.
Κατά τη διάρκεια της βροχερής περιόδου οι τρύπες «συλλαμβάνουν» το νερό και διατηρούν την υγρασία και τα θρεπτικά συστατικά για τους σπόρους κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου.
Μέσα σε 30 χρόνια, το βορειοδυτικό τμήμα της χώρας έχει μετατραπεί από μια υποβαθμισμένη περιοχή σε δάσος 15 στρεμμάτων με πολλά είδη δέντρων, σε μια χώρα όπου η υπερβόσκηση και η υπερπαραγωγή είχαν οδηγήσει σε διάβρωση και ξήρανση του εδάφους.