Τις βασικές αρχές του σχεδίου νόμου για την εκούσια κατάργηση των φορολογικών εκκρεμοτήτων των φορολογούμενων κατέθεσε για διαβούλευση με τους αρμόδιους το υπουργείο Οικονομικών. Το σχέδιο νόμου του υπουργείου που απεστάλη σε όλους τους φορείς της αγοράς περιλαμβάνει τη ρύθμιση για την περαίωση όλων των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων των επιχειρήσεων και επαγγελματιών για τις διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι τις 31 – 12 – 2009, στην οποία εντάσσονται και οι φορολογικές υποθέσεις που εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια καθώς και ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο.
Παράλληλα το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι προχωρεί σε τέσσερις μεγάλες αλλαγές στη διαδικασία εκδίκασης των φορολογικών υποθέσεων με στόχο την ταχύτερη εκδίκαση τους ενώ προανήγγειλε ότι θα προχωρήσει σύντομα στην αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του όπως και στην διεύρυνση και αυστηροποίηση των ποινών για φοροδιαφυγή.
Σύμφωνα με το πλαίσιο του σχεδίου νόμου του υπουργείου Οικονομιών – το οποίο είναι ανοικτό κατά τη διαδικασία της διαβούλευσης με τους φορείς – στη ρύθμιση των φορολογικών εκκρεμοτήτων θα συμπεριληφθούν:
“οι ανέλεγκτες υποθέσεις με εξαίρεση αυτές των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων.
“οι υποθέσεις που εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια α’ και β’ βαθμού δικαιοδοσίας εφόσον δεν έχουν συζητηθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και
“οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο.
Κίνητρα – εκπτώσεις
Η όλη διαδικασία θα διενεργηθεί μέσω της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων για τον μεγαλύτερο όγκο των υποθέσεων, με αποστολή προς τους ενδιαφερομένους εκκαθαριστικού σημειώματος. Η εξόφληση του σημειώματος θα επιφέρει εκ του νόμου οριστική και αμετάκλητη επίλυση της διαφοράς και θα καταργεί τον έλεγχο, τη Δίκη και τα τυχόν ληφθέντα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης. Για τις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις που θα ρυθμίζονται θα προβλέπεται η καταβολή του 25% του οφειλόμενου φόρου έως τη 12 Νοεμβρίου 2010 ενώ η εξόφληση θα μπορεί να γίνει ανάλογα με το ποσό σε έως και 12 μηνιαίες δόσεις. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν στα δικαστήρια η ρύθμιση προβλέπει από την πλήρη απαλλαγή του πρόσθετου ή των προσαυξήσεων όταν καταβάλλεται ο κύριος φόρος για τις υποθέσεις που εκκρεμούν στο πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο έως και την καταβολή επιπλέον του κύριου φόρου του 25% του ποσού που καταλογίστηκε για τις υποθέσεις που έχουν γίνει δεκτές από το πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο και έχει ασκηθεί έφεση από το δημόσιο αλλά δεν έχει συζητηθεί σε δευτεροβάθμιο επίπεδο. Γενναίες απαλλαγές από τις προσαυξήσειςπου φθάνουν το 100% των προσαυξήσεων προβλέπονται για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών αν ο οφειλέτες καταβάλει εφάπαξ το ποσό τις βεβαιωμένης αρχικά οφειλής. Διαφορετικά και ανάλογα με το ύψος της οφειλής προβλέπεται η εξόφλησή τους σε έως και 45 μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή στην περίπτωση αυτή του 50% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής
Αναλυτικότερα στο σχέδιο του υπουργείου για την εκούσια κατάργηση των φορολογικών διαφορών προβλέπονται τα ακόλουθα:
Α. ΥΠΑΓΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Στις ρυθμίσεις του νόμου που θα κατατεθεί στις αμέσως προσεχείς ημέρες, θα υπαχθούν οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών, οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι τις 31.12.2009.
Εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται εκείνες στις οποίες, μέχρι την κατάθεση του σχεδίου νόμου:
α) Δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος.
β) Έχει αρχίσει ο έλεγχος αλλά δεν έχει περαιωθεί.
γ) Έχει εκδοθεί Φύλλο Ελέγχου ή Πράξη αποτελεσμάτων αλλά δεν έχει οριστικοποιηθεί.
δ) Εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και δεν έχουν συζητηθεί σε α΄ συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
ε) Περαιωμένες υποθέσεις για τις οποίες μέχρι 31.8.2010:
αα) Έχουν μετά τον έλεγχο, εκδοθεί συμπληρωματικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων ή Φ.Π.Α. τα οποία είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί, είτε εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και δεν έχουν συζητηθεί σε α’ συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή
ββ) Έχουν εκδοθεί αποφάσεις Επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. για συμπληρωματικά στοιχεία με βάση τα οποία δεν έχει διενεργηθεί ακόμη έλεγχος στις λοιπές φορολογίες.
Β. ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Δεν θα υπαχθούν στις ρυθμίσεις του νόμου ακόμη και αν είναι εκκρεμείς, οι ακόλουθες κατηγορίες υποθέσεων:
α) Οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι 31 Αυγούστου 2010 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις καθώς και οι επόμενες αυτής.
β) Οι υποθέσεις φυσικών προσώπων με εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις για τις οποίες δεν έχουν τηρηθεί βιβλία και μόνο όσον αφορά τα εισοδήματα αυτά.
γ) Οι υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999, με εξαίρεση τις ανέλεγκτες προηγούμενες ή επόμενες χρήσεις αυτών.
δ) Από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση στην οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα του ποσού των (ενδεικτικά): είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις.
ε) Οι ανέλεγκτες υποθέσεις για τις οποίες υπάρχουν κατασχεμένα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, εκτός αν αυτά έχουν τύχει επεξεργασίας και έχουν εκδοθεί πράξεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ.
στ) Οι υποθέσεις φορολογίας πλοίων, ακίνητης περιουσίας, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, μεταβίβασης ακινήτων και κληρονομιών – δωρεών – προικών – γονικών παροχών.
ζ) Οι υποθέσεις που αφορούν επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
η) Οι υποθέσεις που αφορούν επιχειρήσεις για τον έλεγχο των οποίων έχουν συγκροτηθεί Ειδικά Συνεργεία Ελέγχου του άρθρου 39 του ν. 1914/1990.
θ) Οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων τα οποία με βάση τα στοιχεία του περιουσιολογίου έτους 2008 υπάγονται σε Φορολόγηση Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ).
Γ. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΦΟΡΟΥ
Το ποσό του επιπλέον φόρου υπολογίζεται ως εξής: τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή (Ενδεικτικά): δύο τοις εκατό (2%) για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση τα παρακάτω για τα οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται ως εξής:
α) με συντελεστή (ενδεικτικά): επτά τοις χιλίοις (7‰)
Κ.Α. 4214: έμπορος(πρατήριο) Βενζίνης και πετρελαίου
Κ.Α. 5402: πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας.
Κ.Α. 5402: έμπορος προϊόντων καπνοβιομηχανίας χονδρικώς,
β) με συντελεστή (ενδεικτικά): δώδεκα τοις χιλίοις (12‰)
Κ.Α. 4235: έμπορος πετρελαίου θέρμανσης διανομή κατ΄ οίκον.
Το ποσό που προκύπτει πολλαπλασιάζεται με συντελεστή προοδευτικότητας ανάλογα με τα ακαθάριστα έσοδα, ως εξής:
” Για ακαθάριστα έσοδα μέχρι 150.000 ευρώ: Σ.Π.= 1
” Για ακαθάριστα έσοδα πάνω από 150.000 έως και 300.000 ευρώ: Σ.Π.= 1,05
” Για ακαθάριστα έσοδα πάνω από 300.000 έως και 600.000 ευρώ : Σ.Π.= 1,10
” Για ακαθάριστα έσοδα πάνω από 600.000 έως και 1.200.00 ευρώ: Σ.Π.= 1,15
” Για ακαθάριστα έσοδα πάνω από 1.200.000 έως και 3.000.000 ευρώ: Σ.Π. =1,20
” Για ακαθάριστα έσοδα πάνω από 3.000.000 έως και 6.000.000 ευρώ: Σ.Π.= 1,25
” Για ακαθάριστα έσοδα πάνω από 6.000.000 έως και 9.000.000 ευρώ: Σ.Π.= 1,30
” Για ακαθάριστα έσοδα πάνω από 9.000.000 ευρώ: Σ.Π. =1,35
Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή (ενδεικτικά): είκοσι τοις εκατό (20%) εκτός από τις Α.Ε. και Ε.ΠΕ. όπου επιβάλλεται φόρος με συντελεστή (ενδεικτικά): είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
2. Εάν από τον παραπάνω υπολογισμό δεν προκύπτει φόρος ή προκύπτει:
α) Ποσό μικρότερο από (ενδεικτικά): τετρακόσια (400) ευρώ για επιτηδευματία που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα (ενδεικτικά): τετρακόσια (400) ευρώ.
β) Ποσό μικρότερο από (ενδεικτικά): επτακόσια (700) ευρώ για κάθε επιτηδευματία που τήρησε βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα (ενδεικτικά): επτακόσια (700) ευρώ.
γ) Ποσό μικρότερο από (ενδεικτικά): χίλια (1000) ευρώ, προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα (ενδεικτικά): χίλια (1000) ευρώ.
3. Για τον υπολογισμό του ποσού του βεβαιωτέου φόρου, στην περίπτωση που υπάρχει Απόφαση Επιβολής Προστίμου Κ.Β.Σ., το ποσό της τυχόν αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή 15% προστίθεται στο ποσό που προκύπτει, από τον πολλαπλασιασμό των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων με τους συντελεστές της παρ. 1, και επί του αθροίσματος επιβάλλεται φόρος με συντελεστή 20 ή 25%, (ενδεικτικός συντελεστής) ανάλογα με την περίπτωση, το προκύπτον δε ποσό προσαυξάνεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση ύπαρξης παραβάσεων της παραγράφου Γ3 (Παραβάσεις του Κ.Β.Σ.), κατά είκοσι τοις εκατό (20%).
β) Στην περίπτωση ύπαρξης αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης κατά την έννοια των περιπτώσεων α΄και β΄ της παραγράφου Γ3 (Παράλειψη έκδοσης ή λήψης ή ανακριβής έκδοση ή λήψη φορολογικού στοιχείου) κατά σαράντα τοις εκατό (40%).
γ) Στην περίπτωση ύπαρξης αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης κατά την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου Γ2 (Πλαστά ή εικονικά ή νοθευμένα στοιχεία) του άρθρου 2 του παρόντος κατά εξήντα τοις εκατό (60%).
4. Για την εφαρμογή των προηγούμενων περιπτώσεων λαμβάνονται υπόψη οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. οι οποίες:
α) έχουν οριστικοποιηθεί,
β) εκκρεμούν για διοικητική επίλυση της διαφοράς στη Δ.Ο.Υ. ή στα Διοικητικά Δικαστήρια και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου,
5. Η ζημιά που τυχόν περιλαμβάνεται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του τελευταίου ρυθμιζόμενου οικονομικού έτους δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών.
6. Σε περιπτώσεις εκκρεμών προσωρινών φύλλων ελέγχου ή πράξεων προσδιορισμού του φόρου, τα φύλλα ή οι πράξεις αυτές ρυθμίζονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων.
7. Η ρύθμιση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια και την ρύθμιση ως ειλικρινών των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων με την επιφύλαξη των οριζομένων στις επόμενες παραγράφους:
α) Εάν σε κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις υφίσταται αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη ή τα δεδομένα των υποβληθεισών σχετικών δηλώσεων εμφανίζουν διαφορές σε σχέση με τα αντίστοιχα δεδομένα της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και των εντύπων που τη συνοδεύουν, επί των επί πλέον ακαθάριστων εσόδων υπολογίζεται Φ.Π.Α., με την εφαρμογή ως συντελεστή αυτού που προβλέπεται για την κύρια δηλωθείσα δραστηριότητα προσαυξημένου (ενδεικτικά): κατά τριάντα τοις εκατό (30%).
β) Για τις ρυθμιζόμενες σύμφωνα με το νόμο υποθέσεις δεν υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής τυχόν πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. που αφορά τα ρυθμιζόμενα έτη, ούτε μεταφοράς του τυχόν πιστωτικού υπολοίπου του τελευταίου ρυθμιζόμενου έτους για συμψηφισμό στο επόμενο έτος.
γ) Σε περιπτώσεις εκκρεμών προσωρινών πράξεων προσδιορισμού του φόρου, οι πράξεις αυτές ρυθμίζονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων.
δ) Στην περίπτωση που διαπιστώνεται ή μη υποβολή των σχετικών δηλώσεων ή υπάρχουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κάθε είδους επιβαρυντικά στοιχεία διενεργείται έλεγχος με βάση τις κείμενες διατάξεις.
ε) Οι πράξεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που αφορούν τις ρυθμιζόμενες ανέλεγκτες υποθέσεις και εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. ή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ρυθμίζονται με περιορισμό στο ένα πέμπτο (1/5) του επιβληθέντος σχετικού προστίμου
Δ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
Ο επιτηδευματίας, εφόσον επιθυμεί να ρυθμίσει τις ανέλεγκτες υποθέσεις του, καταβάλλει το (ενδεικτικά) είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ποσού της συνολικής οφειλής που αναγράφεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα. Η καταβολή από τον επιτηδευματία του αναφερόμενου στο προηγούμενο εδάφιο ποσού, συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη αποδοχή του περιεχομένου του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, και την ρύθμιση των παραπάνω υποθέσεων του, η οποία και επέρχεται με την εν λόγω καταβολή με την ολοσχερή εξόφληση. Η κατά τα παραπάνω καταβολή δεν μπορεί να γίνει πέραν της 12ης Νοεμβρίου. Μετά την παρέλευση της προαναφερόμενης προθεσμίας δεν θα υπάρχει πλέον δυνατότητα ρύθμισης.
Αν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής, είναι μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, σε (ενδεικτικά): τέσσερεις (4), κατ’ ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις και χωρίς το ποσό της κάθε δόσης να υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Άν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής, είναι πάνω από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, σε (ενδεικτικά): έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις.
Άν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής, είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, σε (ενδεικτικά): δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου το Εκκαθαριστικό Σημείωμα έγινε αποδεκτό και το αργότερο μέχρι 12.11.2010 και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται σχετική ειδοποίηση του υπόχρεου.
Σε περίπτωση που ολόκληρο το οφειλόμενο κατά τα ανωτέρω ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%).
Ε. ΟΡΟΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΥ ΕΛΕΓΜΕΝΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΚΚΡΕΜΟΥΝ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ.
Κάθε εκκρεμής ελεγμένη (με τακτικό έλεγχο) υπόθεση η οποία:
α) είτε εκκρεμεί στο πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο,
β) είτε έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε η πράξη της φορολογικής αρχής για τυπικό λόγο, ρυθμίζεται οριστικά με την καταβολή του κυρίου φόρου (χωρίς πρόσθετους φόρους ή προσαυξήσεις) και αν πρόκειται για πρόστιμο, με την καταβολή του 1/5 του προστίμου.
γ) Αν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται η προσφυγή εν όλω ή εν μέρει, και έχει ασκηθεί από τον φορολογούμενο εμπρόθεσμη έφεση, η υπόθεση ρυθμίζεται οριστικά με την καταβολή του κυρίου φόρου κατά το μέρος που απορρίφθηκε με την προσφυγή, προσαυξημένου κατά 20%. Αν η υπόθεση αφορά πρόστιμο, ρυθμίζεται με την καταβολή του 1/4 του προστίμου.
Αν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου με την οποία γίνεται δεκτή εν όλω ή εν μέρει η προσφυγή για λόγους ουσίας έχει ασκηθεί από το Δημόσιο έφεση και η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί σε α’ συζήτηση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η υπόθεση περαιώνεται με την καταβολή του 25% του ποσού για το οποίο έγινε δεκτή η προσφυγή.
Οι υποθέσεις της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου Α περαιώνονται με τον περιορισμό στο ογδόντα τοις εκατό (80%) του αρχικά επιβληθέντος προστίμου Κ.Β.Σ., εξαντλούμενης κάθε περαιτέρω φορολογικής υποχρέωσης για τις υποθέσεις αυτές ως προς τα συμπληρωματικά στοιχεία που αφορά το εν λόγω πρόστιμο.
Οι εκκρεμείς ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων υποθέσεις θα ρυθμιστούν με υποβολή σχετικής αιτήσεως με όλα τα σχετικά στοιχεία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ψήφιση του νόμου. Για την προκαταβολή και τις δόσεις θα ισχύουν τα ίδια με τις ανέλεγκτες υποθέσεις. Η καταβολή της προκαταβολής πρέπει να γίνει μέχρι 12 Νοεμβρίου 2010.
Ζ. ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ
Χρέη προς το Δημόσιο, που έχουν βεβαιωθεί κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) μέχρι 30η Σεπτεμβρίου 2010 στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα Τελωνεία, καθώς και χρέη υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ. ρυθμίζονται μετά από αίτηση του οφειλέτη, που υποβάλλεται μέχρι 31η Οκτωβρίου 2010 στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο που είναι βεβαιωμένα και καταβάλλονται ως ακολούθως:
1.εφάπαξ με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) και έκπτωση από τυχόν πρόσθετους φόρους ή πρόσθετα τέλη που συμβεβαιώθηκαν με την κύρια οφειλή από το έτος 2007 και μετά, κατά ποσοστό, που διαφοροποιείται, ανάλογα με το έτος βεβαίωσης :
όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2007 κατά ποσοστό δέκα στα εκατό (10%)
όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2008 κατά ποσοστό είκοσι στα εκατό (20%)
όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2009 κατά ποσοστό τριάντα στα εκατό (30%)
όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2010 κατά ποσοστό σαράντα στα εκατό (40%)
2.σε δύο (2) έως τρεις (3) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης τριακόσια (300) ευρώ.
3 σε τέσσερις (4) έως (12) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ενενήντα τοις εκατό (90%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης πεντακόσια (500) ευρώ.
4 σε δεκατρείς (13) έως είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης πεντακόσια (500) ευρώ.
5 σε είκοσι πέντε (25) έως τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης χίλια (1.000) ευρώ.
6 σε τριάντα επτά (37) έως σαράντα σαράντα πέντε (45) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης χίλια πεντακόσια (1.000) ευρώ,
Η πρώτη δόση καταβάλλεται την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, η δεύτερη δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Νοεμβρίου 2010 , οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Εξαιρετικά η εφάπαξ εξόφληση γίνεται είτε την ημέρα υποβολής της αίτησης είτε εντός πέντε εργασίμων ημερών από αυτή και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 5η Νοεμβρίου 2010.
7. Στον οφειλέτη που είναι συνεπής στη ρύθμιση θα χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των οφειλών του προς το Δημόσιο μηνιαίας διάρκειας ως εξής :
α. για τις ρυθμίσεις μέχρι 3 μήνες μετά την καταβολή της 2ης δόσης.
β. για τις ρυθμίσεις μέχρι 6 μήνες μετά την καταβολή της 3ης δόσης
γ. για τις ρυθμίσεις μέχρι 12 μήνες μετά την καταβολή της 4ης δόσης
δ. για τις ρυθμίσεις άνω των 12 μηνών εφόσον κατά τον χρόνο χορήγησης του αποδεικτικού έχουν εξοφληθεί οι τρέχουσες δόσεις πλέον των δόσεων των δύο επομένων μηνών από την ρύθμιση και πάντως μετά την καταβολή -6- τουλάχιστον δόσεων.
ΤΑΧΥΤΕΡΗ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Οι αλλαγές στη διαδικασία εκδίκασης των φορολογικών και τελωνειακών διαφορών από τα Διοικητικά Δικαστήρια που θα ενταχθούν στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την Τροποποίηση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας είναι οι ακόλουθες:
” Η προσωρινή διαταγή που χορηγείται από το δικαστή στις φορολογικές και τελωνειακές δίκες οριοθετείται χρονικά. Αν ο δικαστής χορηγήσει προσωρινή διαταγή, αυτή θα έχει ισχύ για τριάντα (30) ημέρες. Μέσα σε αυτό το διάστημα θα πρέπει να συζητηθεί η αίτηση αναστολής διαφορετικά η προσωρινή διαταγή παύει να ισχύει. Αν συζητηθεί μέσα στις 30 ημέρες η αίτηση αναστολής, η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να εκδοθεί επίσης μέσα σε τριάντα (30) ημέρες.
” Οριοθέτηση του βάρους απόδειξης και της εξουσίας του δικαστηρίου όταν δικάζει αναστολή με αντικείμενο φορολογική υπόθεση. Παύει η γενική και αόριστη αναστολή εκτέλεσης ολόκληρης της πράξης της φορολογικής αρχής, με την οποία αδρανοποιούνται με δικαστική απόφαση οι εισπρακτικοί μηχανισμοί, εφ’ όλης της περιουσίας του φορολογούμενου. Οι εισπρακτικοί μηχανισμοί, δεν θα έχουν πια δικαιολογία επανάπαυσης και θα επιβάλλεται να δραστηριοποιηθούν προκειμένου να εισπράξουν την οφειλή, επιβάλλοντας αναγκαστικά μέτρα στα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία (με εξαίρεση εκείνο ή εκείνα για τα οποία το δικαστήριο έκρινε ότι θα συνιστούσε ανεπανόρθωτη βλάβη κάτι τέτοιο).
” Μία δίκη ουσίας στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές. Διαφορές έως 150.000 ευρώ θα δικάζονται από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Θα επιτρέπεται μόνον αναίρεση. Διαφορές από 150.000 ευρώ και άνω θα δικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το Διοικητικό Εφετείο. Αναίρεση επιτρέπεται. Με τις ρυθμίσεις αυτές θα συντμηθεί ο απαράδεκτος σήμερα χρόνος εκκρεμοδικίας (8 έως 12 χρόνια) μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, κατά τα 2/3 του. Η τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή, θα εκδίδεται το αργότερο μέσα σε 3 χρόνια από την κατάθεση της προσφυγής. Φορολογική αρχή και φορολογούμενος θα τερματίζουν σε ανεκτό χρόνο τη διαφορά τους, γεγονός που θα συμβάλλει και στην αποτελεσματική είσπραξη των δημοσίων εσόδων και στην δημιουργία σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος για τους φορολογούμενους.
” Όχι δικαστική ακύρωση των πράξεων των φορολογικών αρχών για τυπικές και ανούσιες πλημμέλειες. Το Δικαστήριο πριν ακυρώσει την πράξη για τυπική πλημμέλεια ή για έλλειψη τύπου της διαδικασίας ή για συγκεκριμένη παράλειψη, θα εξετάζει αν ο φορολογούμενος έπαθε κάποια βλάβη από την παράλειψη, και αν η βλάβη που έπαθε μπορεί να επανορθωθεί, μόνο με την ακύρωσή της και την επανάληψη της έκδοσης της. Αν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις η πράξη της φορολογικής αρχής δεν θα ακυρώνεται και το δικαστήριο θα δικάζει στην ουσία της την προσφυγή.