Οι Σκαμνιώτες δεν ξεχνούν την 20η Απριλίου 1943, ημέρα κατά την οποία κάηκε ολοσχερώς η Σκαμνιά- το μεγαλύτερο Ελληνόφωνο χωριό που συνδέονταν με την ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδας Σπαρμού-από τους Ναζί κατακτητές.
Το χωριό βρισκόταν μακριά και με δύσκολη πρόσβαση από τα κέντρα της περιοχής, τη Λάρισα και την Ελασσόνα που βρίσκονταν οι Γερμανοί κατακτητές κι έτσι προσφέρονταν για κρησφύγετο των αντάρτικων αντιστασιακών ομάδων.
Ήταν Μεγάλη Τρίτη: “…Στή Σκαμνιά (οι Γερμανοί) ἀφοῦ κατέσκαψαν τούς σταύλους, ἀχυρῶνες καί τούς κήπους ἀπό κάθε σπίτι καί ἀφοῦ ἔκοψαν καί ὅλα σχεδόν τά ἀνθισμένα καρποφόρα δένδρα, τελευταῖα ἐβγῆκαν ἔκαψαν τά καταφύγια μέ ὅλα τά ὑπάρχοντα καί κατόπιν ἐπεδόθησαν στό κάψιμο τῶν σπιτιῶν.
Οἱ Γερμανοί ἔμειναν στή Σκαμνιά ὀκτώ ἡμέρες. Στό διάστημα αὐτό δέν ἄφησαν τίποτε ὄρθιο. Τό καινούργιο σχολεῖο τό ἀνετείναξαν μέ δυναμῖτες, τίς ἐκκλησίες Ἁγίου Ἀθανασίου, Ἁγ. Παρασκευῆς καί Παναγίας τίς ἔκαψαν, ἄφησαν μόνον τή μεγάλη ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος.(…) Οἱ ἄνδρες κατέβηκαν ἀπ’ τόν Ὄλυμπο καί τι νά ἰδοῦν. Ὀλόκληρο τό χωριό ὑπέστη τελείαν καταστροφήν…”
Το παραπάνω απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του δασκάλου εκείνης της εποχής της Σκαμνιάς Δημητρίου Ζήση Μουγδή, μαρτυρά την καταστροφή που άφησε στο διάβα της η λαίλαπα του ναζισμού, με όλα τα επακόλουθα, ολοκληρωτική εκρίζωση, πείνα, αρρώστιες, θανάτους, ψυχολογικά προβλήματα και για μεγάλο αριθμό χωριανών, μετανάστευση χωρίς επιστροφή.
Ο Σύλλογος των Απανταχού Σκαμνιωτών, στο φετινό μνημόσυνο επισημαίνει πως η καταστροφή με την πυρπόληση του χωριού, όπως και τόσα ολοκαυτώματα χωριών από τους Ναζί κατακτητές ανά την Ελλάδα, δεν είναι ένα φαινόμενο άπιαστο, ανήκουστο, ανεξήγητο, ούτε ανεπανάληπτο, από τη στιγμή που υπάρχουν εν δυνάμει οι μηχανισμοί που το γέννησαν. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι από το μίσος, το φανατισμό, το ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό. Όταν οι ιδεολογίες του μίσους κυριαρχήσουν και συνδεθούν μάλιστα με πολιτική, τα αποτελέσματα είναι οι θηριωδίες που βιώθηκαν.
Η Εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην Παλιά Σκαμνιά, ιστορικό και διατηρητέο μνημείο του 15ου αιώνα, το μοναδικό σωσμένο μνημείο που συνδέει το παλιό χωριό με το καινούριο, για τους νεότερους συνδέει το παρελθόν με τη συνέχεια του παρόντος και είναι μια διαρκής υπενθύμιση των ριζών μας αλλά και της ευθύνης για την εκρίζωση των μηχανισμών που γεννούν κι εξαπλώνουν τη βία και το μίσος.
Σήμερα που η ανθρωπότητα παλεύει με τον αόρατο εχθρό του κορονοϊού οι Σκαμνιώτες από το σπίτι αναστοχάζονται τη θηριωδία, τον πόνο της εκρίζωσης και νοηματοδοτούν τη συνέχεια της ζωής μέσα από τη βαρβαρότητα. Όσο υπάρχει ζωντανή η διαιώνιση της μνήμης για τα γεγονότα που τα παίρνει ο χρόνος, η βαρβαρότητα δεν καταφέρνει να σβήσει τις ρίζες αλλά να ορθώσει ανάστημα απέναντι στα φαινόμενα ναζισμού και φασισμού, υπέρ της προστασίας της ζωής, της ελευθερίας και της ειρήνης…