Μια νέα μελέτη δείχνει ότι η αύξηση του χρόνου του ύπνου το βράδυ, αυξάνει την εγρήγορση κατά τη διάρκεια της ημέρας και μειώνει την ευαισθησία στον πόνο. “Τα αποτελέσματά μας δείχνουν τη σημασία του επαρκούς ύπνου σε διάφορες χρόνιες καταστάσεις πόνου, ή στο πλαίσιο της προετοιμασίας χειρουργικών επεμβάσεων», δήλωσε ο Timothy Roehrs, PhD,…
κύριος ερευνητής της μελέτης και επικεφαλής συγγραφέας. “Μας εξέπληξε το μέγεθος της μείωσης της ευαισθησίας στον πόνο, σε σύγκριση με τη μείωση που παράγεται από τη λήψη κωδεΐνης.”
Στη μελέτη, που παρουσιάζεται στο τεύχος Δεκεμβρίου του περιοδικού SLEEP, συμμετείχαν 18 υγιείς εθελοντές. Χωρίστηκαν τυχαία σε 2 ομάδες. Η 1η ομάδα παρέτεινε το χρόνο του ύπνου της, αφιερώνοντας 10 ώρες στο κρεβάτι ανά βραδιά, ενώ η 2η ομάδα διατήρησε τη συνήθη διάρκεια βραδινού ύπνου.
Η υπνηλία όλων, κατά τη διάρκεια της ημέρας, μετρήθηκε χρησιμοποιώντας το τεστ πολλαπλής λανθάνουσας κατάστασης ύπνου (MSLT), και η ευαισθησία τους στον πόνο αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας ένα ακτινοβόλο ερέθισμα θερμότητας.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η 1η ομάδα -παρατεταμένου ύπνου- κοιμόταν 1,8 ώρες ανά νύχτα περισσότερο από τη 2η. Η νυχτερινή αύξηση του χρόνου του ύπνου κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πειραματικών βραδιών συσχετίστηκε με την αυξημένη εγρήγορση κατά τη διάρκεια της ημέρας, πράγμα που συνδέεται και με τη μικρότερη ευαισθησία στον πόνο.
Στην 1η ομάδα ύπνου, το μήκος του χρόνου των συμμετεχόντων, πριν απομακρύνουν το δάκτυλο τους από μια ακτινοβόλο πηγή θερμότητας, αυξήθηκε κατά 25%, αντανακλώντας μείωση της ευαισθησίας στον πόνο. Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι η μείωση της ευαισθησίας στον πόνο είναι μεγαλύτερη από την επίδραση που έχουν 60 mg κωδεΐνης.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι ο παρατεταμένος ύπνος στους εθελοντές με ήπια, χρόνια στέρηση ύπνου μειώνει την ευαισθησία τους στον πόνο.
Τα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με δεδομένα από προηγούμενες έρευνες, υποδηλώνουν ότι η αυξημένη ευαισθησία στον πόνο κάποιων ατόμων είναι αποτέλεσμα της υποκείμενης υπνηλίας τους.