Ανακοίνωση της γραμματείας των ΣΥΝΕΚ
Καθώς ξεκινά μια νέα χρονιά που απαιτεί τη δυναμική κινητοποίηση όλων μας για την προάσπιση του δημόσιου σχολείου, χαιρετίζουμε αγωνιστικά τις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους και ευχόμαστε η νέα χρονιά να είναι γεμάτη υγεία, ειρήνη, αγωνιστικότητα και προσδοκίες για ένα έτος που θα μας ταξιδέψει σε δρόμους πιο αλληλέγγυους, πιο αισιόδοξους και γεμάτους οράματα για ένα όμορφο αύριο!
Η χώρα κλείνει δύο μήνες από την επιβολή της δεύτερης καραντίνας εν μέσω μιας τεράστιας υγειονομικής και συνακόλουθα οικονομικής κρίσης. Η κυβέρνηση της ΝΔ φέρει βαριά ευθύνη, με την αποτυχημένη διαχείριση του δεύτερου κύματος της πανδημίας, με την ανερμάτιστη πολιτική της, τον ελλιπή σχεδιασμό που έκανε όλο το προηγούμενο διάστημα και ενώ οι λοιμωξιολόγοι προειδοποιούσαν για δραματική έξαρση. Ο πρόσφατος ανασχηματισμός υπογραμμίζει πλέον την ακροδεξιά και νεοσυντηρητική κατεύθυνση της κυβέρνησης και την επιβράβευση της πιο συμβατής με την αυταρχική πολιτική Υπουργού Παιδείας.
Η Κυβέρνηση των «αρίστων» της ΝΔ με την αδιάλλακτη στάση της, ως συνέχεια της πολιτικής 2012-2014, έχει ήδη προωθήσει μια σειρά αναχρονιστικών, αντιεκπαιδευτικών και ταξικών πολιτικών οι οποίες επιβλήθηκαν παρά τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων: Αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, αναγραφή διαγωγής στα απολυτήρια, κάμερες στην τάξη, τηλεκπαίδευση με απουσίες στα υπό κατάληψη σχολεία, αλλαγές ωρολογίων προγραμμάτων εις βάρος των μαθητών και εκπαιδευτικών, νόμος για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, εξίσωση επαγγελματικών δικαιωμάτων αποφοίτων ιδιωτικών κολλεγίων και αποφοίτων δημόσιων πανεπιστημίων, νόμος για την ιδιωτική εκπαίδευση, ανεπαρκής διαχείριση της πανδημίας στα σχολεία και απόρριψη όλων των σχετικών μέτρων που πρότεινε η εκπαιδευτική κοινότητα (μείωση μαθητών ανά τμήμα, διορισμοί εκπαιδευτικών και προσωπικού καθαριότητας, διενέργεια δωρεάν τεστ κλπ).
Η τηλεκπαίδευση εφαρμόζεται πλέον δύο περίπου μήνες και δεδομένων των παιδαγωγικών ελλειμμάτων, των ανισοτήτων και των αποκλεισμών που δημιουργεί θα έπρεπε η πρώτη προτεραιότητα του ΥΠΑΙΘ και της κυβέρνησης να είναι η διασφάλιση της συνέχισης της μάθησης από όλα τα παιδιά, η προτεραιοποίηση διδακτικών στόχων, η μείωση και ο επαναπροσδιορισμός της ύλης όλων των τάξεων. Αντ’ αυτού η κυβέρνηση επέλεξε αυτή την εποχή για να επιβάλει την διενέργεια διαγωνισμάτων για αξιολόγηση των μαθητών/τριων και την τράπεζα θεμάτων, να μειώσει τον αριθμό των εισακτέων στην τριτοβάθμια, να περιορίσει τις επιλογές τμημάτων των υποψηφίων να αυστηροποιήσει τους όρους προαγωγής και απόλυσης σε Γυμνάσιο και Λύκειο.
Εργαλειοποιώντας την υγειονομική κρίση, η Κυβέρνηση της ΝΔ, συνεχίζει να ψηφίζει νόμους απρόσκοπτα υποθηκεύοντας το μέλλον μας!
- Λίγο πριν τις γιορτές ψήφισε το νόμο για την ΕΕΚ που βάζει βόμβα στα θεμέλια όχι μόνο της επαγγελματικής εκπαίδευσης αλλά και όλου του οικοδομήματος της εκπαίδευσης και των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, δημιουργώντας χιλιάδες τεχνητά πλεονάσματα. Με το νόμο αυτό φέρνει την πρόωρη κατάρτιση για φθηνό και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό χαμηλής εξειδίκευσης, κατ’ εντολή του ΣΕΒ, γυρνώντας στην εποχή του «κάλφα», τότε που εκπαίδευση λογίζονταν τα απλήρωτα μεροκάματα των νέων.
- Μέσα στο νόμο αυτό ψηφίστηκε και το -χουντικής έμπνευσης- άρθρο 123 που προβλέπει την αντικατάσταση των αιρετών με διορισμένα μέλη στα Υπηρεσιακά Συμβούλια μετά τις εκλογές παρωδία της 7ης Νοεμβρίου με τη συνολική αποχή της εκπαιδευτικής κοινότητας να ξεπερνά το 93%. Το 2021 λοιπόν θα ξεκινήσει με την παράκαμψη της δημοκρατικής υποχρέωσης του κράτους, στο πλαίσιο προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης με το ΠΔ1/2003 και το ν.1264, να συμμετέχουν στα Υπηρεσιακά Συμβούλια οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στην Εκπαίδευση! Για πρώτη φορά, μετά την επαναφορά τους μεταπολιτευτικά, δεν θα συμμετέχουν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα υπηρεσιακά συμβούλια. Συγκροτούνται απόλυτα χειραγωγούμενα Υπηρεσιακά Συμβούλια (ΠΥΣΔΕ-ΑΠΥΣΔΕ-ΚΥΣΔΕ), μόνο με διορισμένους! Προμηνύεται επιστροφή στις μαύρες εποχές και στα σκοτάδια της συναλλαγής και του ρουσφετιού, των πολιτικών πιέσεων και της πελατειακής αντίληψης.
- Η κυβέρνηση, με τη μέχρι τώρα ασκούμενη πολιτική της, θα επιδιώξει και στα επόμενα νομοσχέδια το σχεδιασμό ενός σχολείου «Θατσερικού» τύπου που θα λειτουργεί με όρους αγοράς, αγνοώντας τις μορφωτικές ανάγκες όλων των παιδιών και ελαστικοποιώντας ακόμα περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών δρομολογώντας την εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση για τους/τις εκπαιδευτικούς και τη σχολική μονάδα -η οποία υπηρετείται από τη διάλυση των δομών στήριξης του εκπαιδευτικού έργου και την επαναφορά των σχολικών συμβούλων, της «αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας Διαμαντοπούλου» και του ΠΔ 152.
- Η υπουργός «ιδιωτικής» παιδείας Ν. Κεραμέως επιβεβαιώνει με κάθε ευκαιρία το στόχο της για τη δημιουργία αυτόνομου διοικητικά και οικονομικά σχολείου που θα χρηματοδοτείται αναλόγως της αξιολόγησής του, με διευθυντή μάνατζερ, χορηγούς και κουπόνια για τους «πελάτες» γονείς και μαθητές. Τελευταίο δείγμα η εξίσωση επαγγελματικά και ακαδημαϊκά των αποφοίτων των ιδιωτικών κολλεγίων με τους πτυχιούχους ΑΕΙ, παραβιάζοντας το άρθρο 16 του συντάγματος με την τροπολογία-πρόκληση κατά τη συζήτηση του νόμου για την ΕΕΚ που υποχρεώνει τους επαγγελματικούς φορείς (Τεχνικό, Οικονομικό Επιμελητήριο) να εγγράφουν πτυχιούχους κολεγίων, ώστε να έχουν τα ίδια δικαιώματα άσκησης επαγγέλματος με αυτά των πτυχιούχων των δημόσιων ΑΕΙ. Την ίδια ώρα μάλιστα προωθεί τη νομοθέτηση της βάσης για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, όχι όμως και για τα κολλέγια, όπου το μόνο κριτήριο εισαγωγής θα είναι η οικονομική δυνατότητα των μαθητών.
- Η εργασιακή επίθεση στους εκπαιδευτικούς και η αντίληψη μιας κατ’επίφαση αριστείας στο δημόσιο σχολείο εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική επίθεσης σε όλους τους εργαζόμενους (ιδιωτικού και δημόσιου τομέα) και τα δικαιώματα με τη βίαιη μετατροπή του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό με την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, την ουσιαστική ανατροπή του συνδικαλιστικού νόμου 1264 και τον περιορισμό του δικαιώματος στο συνδικαλίζεσθαι, στην απεργία και τις διαδηλώσεις.
Το «επιτελικό κράτος» αποφάσισε, πριν καν συνεδριάσει η επιτροπή των λοιμοξιολόγων, να ανοίξει στις 11/1 τα σχολεία της Προσχολικής και Πρωτοβάθμιας χωρίς να έχει πάρει κανένα ουσιαστικό μέτρο για την ασφαλή επαναλειτουργία τους! Για τις σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας το μόνο σίγουρο είναι ότι ξεκινά πάλι η Τηλεκπαίδευση από τις 8/1 και τα περιβόητα 90.000 τάμπλετ ακόμα δεν έχουν φτάσει στα σχολεία. Μάλιστα, μετά από 10 μήνες πρώτης εφαρμογής της τηλεκπαίδευσης και επανειλημμένων αιτημάτων μας προς το ΥΠΑΙΘ, πρόκειται το επόμενο διάστημα να ξεκινήσει η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Όσον αφορά δε στο ενδεχόμενο άνοιγμα και της Δευτεροβάθμιας τις επόμενες εβδομάδες δεν έχει γίνει απολύτως καμία προετοιμασία και δεν προβλέπεται καμία αλλαγή των συνθηκών λειτουργίας των σχολείων. Την ίδια στιγμή, η «ευέλικτη» Κυβέρνηση της ΝΔ με τους 60(!) υπουργούς, δέσμια των ιδεοληψιών της, που αποστρέφονται το Δημόσιο και τους εργαζόμενους σε αυτό, αφήνει την κοινωνία έρμαιο της πολλαπλής κρίσης. Οι παραπάνω επιλογές δεν καταδεικνύουν μόνο την ανεπάρκεια του υποτιθέμενου “επιτελικού κράτους” αλλά σχεδιασμούς και εμμονές. Ο φόβος της πανδημίας εργαλειοποιείται από την κυβέρνηση προκειμένου να πραγματοποιηθούν ανενόχλητα μεγάλης έκτασης οικονομικές αναδιαρθρώσεις, που μεταξύ άλλων αφορούν στην ιδιωτικοποίηση βασικών Κοινωνικών Αγαθών όπως η Παιδεία, η Υγεία και η Κοινωνική Ασφάλιση. Παράλληλα με ακραία καταστολή και θεσμικές ακόμα παρεμβάσεις επιδιώκεται αφοπλισμός της κοινωνίας και των συνδικάτων.
Η ελληνική κοινωνία και η δημόσια εκπαίδευση βρίσκονται απέναντι σε μεγάλες προκλήσεις που απαιτούν τη συνεχή εγρήγορση και συσπείρωση του κλάδου, με στόχο την άμεση αντίδρασή του. Είναι επιτακτική ανάγκη η οργάνωση δυναμικών αγωνιστικών κινητοποιήσεων, έγκαιρα προετοιμασμένων, με μαζική συμμετοχή και με ξεπέρασμα διχαστικών, μικροπαραταξιακών αντιλήψεων. Οι ΣΥΝΕΚ θα συμβάλλουν με τη δράση τους στην ανάπτυξη ενωτικών αγώνων για την προώθηση των αιτημάτων του κλάδου και την αποτροπή των όποιων αντιδραστικών εξελίξεων στη δημόσια εκπαίδευση και τα κοινωνικά αγαθά.