«Όταν η διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια
του λαού και δεν εισακούη τα παράπονα του, το να κάμη
τότε ο λαός, ή κάθε μέρος του λαού, επανάστασιν, ν’
αρπάξη τα άρματα και να τιμωρήση του τυράννους του,
είναι το πλέον ιερόν απ’ όλα τα δίκαια του και το πλέον
απαραίτητον απ’ όλα τα χρέη του.»
Ρήγας (Φεραίος) Βελεστινλής,
«Νέα Πολιτική Διοίκησις
Η Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, γνήσιο «τέκνο» της εποχής της. Προέκυψε ως συνέπεια των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων που οξύνθηκαν την περίοδο μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Αποτέλεσε μία από τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνταν εκείνη την περίοδο, έναν από τους πολλούς κρίκους των αστικών επαναστάσεων, που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα: στη Βόρεια Αμερική (1775), στη Γαλλία (1789), στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία (1820), στη Λατινική Αμερική (1811-1830), στο Βέλγιο (1830), κλπ.
Η Επανάσταση του 1821 διδάχτηκε από τις αστικές επαναστατικές συνωμοτικές οργανώσεις άλλων χωρών και εμπνεύστηκε από τα Συντάγματα και τις Διακηρύξεις των καπιταλιστικών κρατών. Παράλληλα, ξεσπώντας σε μια περίοδο υποχώρησης των αστικών επαναστάσεων που ακολούθησε την ήττα του Ναπολέοντα ενέπνευσε και ενθάρρυνε τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα των αστών επαναστατών. Γι’ αυτό πολλοί ξένοι αστοί επαναστάτες προσχώρησαν ως εθελοντές στα επαναστατικά στρατεύματα και κάποιοι άφησαν και τη ζωή τους στα πεδία των μαχών, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι το πραγματικό διακύβευμα της Επανάστασης βρισκόταν πολύ πέρα από τον «ορίζοντα» της Εθνικής Ανεξαρτησίας.
Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε αποτέλεσμα της ανάπτυξης των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι ελληνόφωνοι Χριστιανοί έμποροι και πλοιοκτήτες συγκέντρωναν δύναμη και πλούτο, πρωτοστατώντας στο εμπόριο της Αυτοκρατορίας, σε μια εποχή που οι νέες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής επικρατούσαν σε σημαντικά οικονομικά κέντρα της εποχής και διάβρωναν την εξουσία των φεουδαρχικών αυτοκρατοριών. Την ίδια περίοδο, ο τερματισμός της εδαφικής επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε σε παρακμή το τιμαριωτικό σύστημα και επέτρεψε σε ισχυρές οικογένειες Χριστιανών (κοτζαμπάσηδες) και Μουσουλμάνων (αγιάνηδες) να ελέγξουν την καλλιέργεια της γης και τη συλλογή των φόρων. Οι παραπάνω, κατευθύνοντας την αγροτική παραγωγή στο αυξανόμενο εξωτερικό εμπόριο και τοποθετώντας τα χρηματικά τους αποθέματα σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν άργησαν να συνδέσουν τα συμφέροντά τους με την καπιταλιστική αγορά.
Στην αυγή του 19ου αιώνα, οι νέες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διείσδυαν από όλους του πόρους της γερασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κλονίζοντας τις κυρίαρχες φεουδαρχικές σχέσεις και διαταράσσοντας τις δοσμένες κοινωνικοοικονομικές ισορροπίες. Στον πυρήνα των μεταβολών βρισκόταν ο κοινωνικός φορέας των νέων σχέσεων παραγωγής, η αστική τάξη. Όσο αυξανόταν η οικονομική ισχύς της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης, τόσο αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τους περιορισμούς του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους και το καθεστώς της υποτέλειάς της σε αυτό.
Η βαθιά κρίση, που εκδηλώθηκε προεπαναστατικά στο εμπόριο και τη ναυτιλία (για να απλωθεί σε όλους λίγο-πολύ τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας), όξυνε περαιτέρω τις αντιθέσεις, αναδεικνύοντας με ακόμα πιο επιτακτικό τρόπο τα αδιέξοδα της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης και φωτίζοντας την αναγκαιότητα της επαναστατικής ρήξης της αστικής τάξης με τη φεουδαρχική εξουσία.
Η ιστορική πρωτοβουλία για την Επανάσταση άνηκε στην ανερχόμενη τότε αστική τάξη. Αυτή ήταν που μετουσίωσε την αντίθεση στην οθωμανική υποτέλεια σε εθνική συνείδηση και τελικά σε επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα. Ο στόχος της επαναστατημένης αστικής τάξης, δηλαδή η συγκρότηση ενός σύγχρονου αστικού έθνους-κράτους, σήμαινε ταυτόχρονα και ρήξη με τους όρους της οθωμανικής κυριαρχίας. Το γεγονός αυτό προσέδωσε στην Επανάσταση και απελευθερωτικό χαρακτήρα και επέτρεψε στην αστική τάξη να προσελκύσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, που βίωναν την ταξική εκμετάλλευση και τη φυλετική και θρησκευτική καταπίεση, στα επαναστατικά της σχέδια.
Η επαναστατική οργάνωση της αστικής τάξης, η Φιλική Εταιρία, διαδραμάτισε κεντρικό και αναντικατάστατο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Η Φιλική Εταιρία ήταν η πρωτοπορία της ηγέτιδας τάξης. Ήταν αυτή που προσανατολίστηκε από τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης και ξεπέρασε τις συγκρούσεις συμφερόντων, τις αναστολές και τις επιφυλάξεις των διαφορετικών μερίδων της. Ήταν αυτή που διαμόρφωσε ένα επαναστατικό σχέδιο ανεξάρτητο από τη στάση των «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής και στηριγμένο σε εκείνες τις κοινωνικές-ταξικές δυνάμεις που είχαν συμφέρον να επαναστατήσουν. Ήταν αυτή που οργάνωσε τους επαναστάτες, που προετοίμασε (ηθικά και υλικά) την Επανάσταση και την έκρηξή της.
Δεν υπήρξε ενιαία στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής έναντι της Επανάστασης. Μία μερίδα των ελληνόφωνων Χριστιανών που μετείχε στην οθωμανική διοίκηση ή απολάμβανε προνόμια στο πλαίσιο της οθωμανικής εξουσίας (Εκκλησία, κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες, αρματολοί) διέθετε ισχυρά συμφέροντα, πολύμορφα συνυφασμένα με το οθωμανικό φεουδαρχικό κράτος, ενώ μετείχε και στην εκμετάλλευση των ομογενών/ ομοθρήσκων της φτωχών αγροτικών μαζών, σε αγαστή συνεργασία με τις οθωμανικές αρχές.
Βέβαια, η διαδικασία μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, δημιούργησε ρωγμές και σε αυτές τις παραδοσιακές κοινωνικές δυνάμεις. Ιδιαίτερα οι κοτζαμπάσηδες, έχοντας επεκτείνει τις οικονομικές τους δραστηριότητες και σε άλλους τομείς, όπως το εμπόριο και η ναυτιλία, είχαν μπει σε πορεία αστοποίησης, συμπαρασύροντας και κομμάτια της ιεραρχίας των περιοχών τους. Την ίδια περίοδο, οι αρματολοί θίγονταν από τις διοικητικές ανακατατάξεις που προωθούνταν εκείνη την περίοδο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Από την άλλη πλευρά, οι ταλαντεύσεις σχετικά με την επικαιρότητα της Επανάστασης, έπειτα από την ήττα του Ναπολέοντα και τη συγκρότηση της «Ιεράς Συμμαχίας» επηρέαζαν και κομμάτια των πλοιοκτητών, των εμπόρων και των αστών διανοούμενων που βρίσκονταν εκτός της οθωμανικής επικράτειας. Αντίθετα, την ίδια περίοδο, οι φτωχοί αγρότες και η περιορισμένη αριθμητικά εργατική τάξη βίωναν τις συνέπειες της κρίσης στο εμπόριο και στη ναυτιλία και της καταστροφής της βιοτεχνίας και έγιναν θερμοί αποδέκτες των επαναστατικών κελευσμάτων της Φιλικής Εταιρείας.
Έπειτα από την έκρηξη της Επανάστασης, τα διαφορετικά συμφέροντα των αστικών μερίδων και των άλλων κοινωνικών δυνάμεων που συμμετείχαν σε αυτή, προερχόμενα από το φεουδαρχικό κατακερματισμό της παλιάς κοινωνίας και από τις διασυνδέσεις των συμφερόντων τους με διαφορετικά οικονομικά κέντρα της εποχής, εκφράστηκαν με αντιθέσεις για τον έλεγχο της ηγεσίας της Επανάστασης, τη μορφή του επιδιωκόμενου νέου κράτους και τις διεθνείς συμμαχίες του.
Αποτέλεσμα της όξυνσης των αντιθέσεων ήταν η έναρξη ενδοεπαναστατικών συγκρούσεων που κατέληξαν σε «εμφυλίους» πολέμους, δηλαδή σε πολεμικές αναμετρήσεις των διαφορετικών αστικών μερίδων, στις οποίες συμμετείχαν και άλλες κοινωνικές δυνάμεις. Οι «εμφύλιοι» πόλεμοι αποτέλεσαν τυπικό γνώρισμα όλων των αστικών επαναστάσεων και όχι κάποια ιδιαιτερότητα της «ελληνικής φυλής», όπως πολλοί υποστηρίζουν. Στην ελληνική περίπτωση συνέδραμαν στην τελική επικράτηση των πιο προωθημένων τμημάτων της αστικής τάξης με επίκεντρο τους πλοιοκτήτες και εμπόρους, που είχαν συμμαχήσει με τους αστούς διανοούμενους, τα νέα αστικά στρώματα και τα πιο αστοποιημένα τμήματα των παραδοσιακών κοινωνικών ομάδων. Η επικράτησή τους εξασφάλισε τη συγκρότηση ενός σύγχρονου συγκεντρωτικού αστικού κράτους, σε στενή συμμαχία με την καπιταλιστική βρετανική αυτοκρατορία.
Η συμμαχία με τη Βρετανική Αυτοκρατορία, δηλαδή με την πιο προηγμένη καπιταλιστική δύναμη της εποχής, είχε ιδιαίτερη σημασία για τη διεθνή αναγνώριση του ελληνικού αστικού κράτους. Η βρετανική στήριξη στην επαναστατική εξουσία συνέβαλε αρχικά καταλυτικά στην τροποποίηση της στάσης των «Μεγάλων Δυνάμεων» (Μ. Βρετανίας, Γαλλίας, Τσαρικής Αυτοκρατορίας, Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας) έναντι της Επανάστασης και τελικά στην πρόκριση της συγκρότησης ενός ανεξάρτητου κράτους (Πρωτόκολλο Λονδίνου, 1830). Είχε μεσολαβήσει η ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827), όπου έπειτα από την αποφασιστική στάση του τσαρικού στόλου, ο τελευταίος μαζί με το βρετανικό και το γαλλικό στόλο κατέστρεψαν τον οθωμανοαιγυπτιακό.
Η στάση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και των υπόλοιπων «Μεγάλων Δυνάμεων» απέναντι στην Επανάσταση σχετιζόταν με τη συνολικότερη τοποθέτησή τους στο «Ανατολικό Ζήτημα», δηλαδή στη θέση τους για την τύχη των εδαφών της αποδυναμωμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Τσαρική Αυτοκρατορία επιθυμούσε να αξιοποιήσει την Επανάσταση, όπως και κάθε επαναστατικό κίνημα στη Βαλκανική Χερσόνησο, προκειμένου να εξαπολύσει ένα καινούριο πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο. Ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος που η Βρετανική Αυτοκρατορία τήρησε αρχικά αρνητική στάση απέναντι στην Επανάσταση, που λαθεμένα τη θεώρησε αποτέλεσμα των τσαρικών ραδιουργιών. Όμως, στη συνέχεια, εκτίμησε ότι η συγκρότηση ενός ανεξάρτητου αστικού έθνους κράτους που θα βρισκόταν σε στενή συμμαχία μαζί της, θα αποτελούσε εμπόδιο για τα τσαρικά σχέδια και θα εξασφάλιζε τη συνέχιση της κυριαρχίας της στα κρίσιμα για το διεθνές εμπόριο νερά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, συμπαρασύροντας στη θέση αυτή και τη Γαλλία. Αντίθετα, σταθερά αρνητική στάση κράτησε η Αυστρουγγρική Αυτοκρατορία, η οποία θεωρούσε ότι η νίκη της Επανάστασης θα διατάρασσε τις ισορροπίες στην Ευρώπη.
Τα ιδιαίτερα συμφέροντα των «Μεγάλων Δυνάμεων» απέρρεαν πρώτα απ’ όλα από το επίπεδο της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξής τους και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, οδηγώντας σε αλληλοσυγκρουόμενα σχέδια για το μέλλον της Ελληνικής Επανάστασης. Αντίστοιχα και ο διεθνής προσανατολισμός των διαφόρων δυνάμεων της Επανάστασης είχε να κάνει με τα ιδιαίτερα ταξικά τους συμφέροντα και τη μορφή του κράτους που επιδίωκαν να συγκροτήσουν. Γι’ αυτό και οι ηττημένοι των «εμφυλίων» πολέμων, δηλαδή οι λιγότερο αστοποιημένοι κοτζαμπάσηδες και οι κλέφτες που θεωρούσαν ότι το αστικό συγκεντρωτικό κράτος θα αμφισβητούσε τα προεπαναστατικά τους προνόμια και θα υπέσκαπτε τον κοινωνικό τους ρόλο έβλεπαν με θετικό μάτι τις τσαρικές προτάσεις για τη συγκρότηση τριών ημιαυτόνομων περιοχών στα επαναστατημένα εδάφη, που θα παρέμεναν φόρου υποτελείς στο Σουλτάνο.
Το αστικό συγκεντρωτικό έθνος-κράτος αποτελούσε την πραγματική επαναστατική απάντηση της εποχής στα αδιέξοδα της φεουδαρχικής εξουσίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης. Η φτωχή αγροτιά και η μικρή ακόμη εργατική τάξη, που στελέχωσαν με ανιδιοτέλεια τις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις, ρίχτηκαν με ηρωισμό στα πεδία των μαχών και έδωσαν απλόχερα το αίμα τους στην Επανάσταση, κατάφεραν να αποτινάξουν το καθεστώς του ραγιά. Δεν πέτυχαν όμως και την κοινωνική τους απελευθέρωση. Η ελευθερία που επικαλούνταν οι αστικές επαναστατικές δυνάμεις αφορούσε μόνο την απελευθέρωση από τις σχέσεις φυσικού καταναγκασμού και το διάπλατο άνοιγμα του δρόμου για την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Οι πολιτικά ανώριμες ακόμα λαϊκές δυνάμεις άργησαν να αντιληφθούν ότι η αστική εξουσία ήταν το αντικειμενικό αποτέλεσμα της επανάστασης και όχι της προδοσίας της. Παρ’ όλα αυτά, το σπάσιμο του φόβου τους, ο ξεσηκωμός τους (κόντρα στις παραινέσεις ή και τις απειλές των ισχυρών, των «συνετών», κλπ.), η ανιδιοτέλεια τους στον αγώνα, η αντοχή τους στις δυσκολίες, γενικότερα η ισχύς του επαναστατημένου λαού: όλα αποτελούν διαχρονική πηγή έμπνευσης για τις σύγχρονες μάχες που έχει μπροστά του ο λαός μας.
Επίκαιρης σημασίας συμπέρασμα από την Επανάσταση του 1821 αποτελεί και το γεγονός ότι ο δυσμενής συσχετισμός δεν μπορεί να εμποδίσει σε τελική ανάλυση την ανατροπή ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, εφόσον έχουν ήδη αναπτυχθεί οι υλικές προϋποθέσεις που την απαιτούν. Η μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ευόδωση της Επανάστασης και μάλιστα σε μια εποχή όπου η ήττα του Ναπολέοντα και η συγκρότηση της «Ιεράς Συμμαχίας» είχε διαμορφώσει ένα δυσμενή διεθνή συσχετισμό για τις αστικές δυνάμεις.
Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί ένα κομβικής σημασίας γεγονός στην Ιστορία του τόπου μας. Ως γενέθλια πράξη του ελληνικού αστικού κράτους διαμόρφωσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκε η ταξική πάλη έως τις μέρες μας.
Το Κόμμα μας, από την ίδρυσή του, καταπιάστηκε επανειλημμένα με την Ιστορία του 1821, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής στη διαμόρφωση της στρατηγικής του. Βέβαια, αυτές οι προσεγγίσεις δεν στερούνταν αδυναμιών, που αντανακλούσαν κάθε φορά το ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο ωριμότητας του ίδιου του Κόμματος.
Με το 1821, ασχολείται και η αστική τάξη από τα πρώτα χρόνια της εξουσίας της. Η αστική τάξη ανατρέχει στην γενέθλια πράξη του κράτους της (προσαρμόζοντας κάθε φορά το περιεχόμενο της στις εκάστοτε ανάγκες, τα συμφέροντα και τους σκοπούς της) προκειμένου να διαμορφώσει και να επιβάλλει στις λαϊκές συνειδήσεις τη δική της «ανάγνωση» και «μνήμη» του παρελθόντος, το δικό της αξιακό κώδικα στο σήμερα και τη δική της ατζέντα για το μέλλον. Προς αυτό το σκοπό, αξιοποιείται κάθε φορά ένα διαφορετικό μείγμα αστικού εθνικισμού και αστικού κοσμοπολιτισμού, ενώ ως «συγκολλητική» ουσία όλων των παραπάνω επιστρατεύεται το ιδεολόγημα της «εθνικής ενότητας» και «ομοψυχίας». Καλλιεργείται η αντίληψη ότι το έθνος μεγαλουργεί όταν ομονοεί και καταστρέφεται όταν διχάζεται, η οποία χρησιμοποιείται διαχρονικά προκειμένου να συγκαλυφθούν οι υπάρχουσες και ανειρήνευτες ταξικές αντιθέσεις.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από την εξιστόρηση της Επανάστασης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από τον τρόπο προβολής της από τα ΜΜΕ, από τον τρόπο προσέγγισης της από τα αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα.
Όπως φαίνεται και από το απόσπασμα του Ρήγα που παρατίθεται, δύο αιώνες πριν, η ανερχόμενη αστική τάξη διακήρυττε με ορμή και αποφασιστικότητα την επαναστατική ανατροπή της τυραννίας του Σουλτάνου και των οθωμανικών φεουδαρχικών δεσμών.
Σήμερα, δύο αιώνες μετά, είναι η ίδια που προσπαθεί, με νύχια και με δόντια, να κρατήσει πίσω τους τροχούς της Ιστορίας. Γι΄ αυτό και παρουσιάζει την εξουσία της αιώνια, όπως έκαναν κάποτε και οι βασιλιάδες, οι ευγενείς και οι φεουδάρχες, προτού δουν τους θρόνους και την εξουσία τους να συντρίβονται από τους αναπόδραστους νόμους της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης.
Αν και οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και η συγκρότηση αστικών κρατών αποτελούσαν συντελεστή προόδου για την ιστορία της ανθρωπότητας στις αρχές του 19ου αιώνα, σήμερα έχουν μεταβληθεί σε τροχοπέδη της.
Η σημερινή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ολοένα μεγαλύτερη αντίφασή τους με τις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής, εκδηλώνεται με όλο και μεγαλύτερη οξύτητα: με οικονομικές κρίσεις, φτώχεια, ανεργία, πείνα, πολέμους και προσφυγιά. Με μια όλο και μεγαλύτερη αναντιστοιχία ανάμεσα στις σύγχρονες δυνατότητες και ανάγκες των ανθρωπίνων κοινωνιών από τη μια, και την υπονόμευσή τους από το καπιταλιστικό κέδρος από την άλλη.
Ο τεράστιος πλούτος που παράγεται από την εργατική τάξη δεν αντανακλάται στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων. Αντίθετα, η ψαλίδα ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους ανθρώπους του μόχθου διαρκώς μεγαλώνει. Τα άλματα στην επιστήμη και την τεχνολογία δεν αξιοποιούνται για τη διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Αντίθετα, γίνονται εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου για την περαιτέρω ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Η αύξηση της μακρόχρονης ανεργίας και του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η ενίσχυση της τάσης της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, η αδυναμία αξιοποίησης των σύγχρονων δυνατοτήτων για την κάλυψη των βασικών λαϊκών αναγκών στην Υγεία, στην Παιδεία, κοκ., αναδεικνύουν ακριβώς την όξυνση της βασικής αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, γενικότερα την όξυνση του συνόλου των κοινωνικών αντιθέσεων. Φανερώνουν τα κοινωνικά αδιέξοδα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η νέα βαθιά διεθνής καπιταλιστική κρίση, που συνοδεύτηκε από τις τεράστιες αδυναμίες των συστημάτων Υγείας ακόμη και των πιο προηγμένα καπιταλιστικών κρατών να αντιμετωπίσουν την πανδημία, ανέδειξε για άλλη μια φορά τη σήψη του συστήματος.
Την ίδια στιγμή, που εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο καταδικάζονταν σε μια απότομη, περαιτέρω φτωχοποίηση (σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το 2020 άλλοι 226 εκατομμύρια άνθρωποι προστέθηκαν σε όσους βρίσκονται κάτω από τα επίσημα όρια της φτώχειας) ή στην επιβίωση με επιδόματα, η «αφρόκρεμα» της αστικής τάξης αύξανε την περιουσία της κατά $3,917 τρις (λίστα δισεκατομμυριούχων Forbes, 2020).
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η εξάλειψη της παγκόσμιας πείνας και η καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας σήμερα θα χρειαζόταν $267 δις (ή μόλις το 6,8% από την αύξηση στην περιουσία των δισεκατομμυριούχων του κόσμου το 2020). Αντίστοιχα, ο εμβολιασμός όλου του πληθυσμού της Γης θα κόστιζε $141,2 δις. Αν στα μεγέθη αυτά συνυπολογιστούν και οι δαπάνες των καπιταλιστικών κρατών για εξοπλισμούς (που το 2019 άγγιξαν το υπέρογκο ποσό των $1,9 τρις), τότε γίνεται αντιληπτό πως, όλα τα δεινά που βιώνουν οι εργατικές λαϊκές μάζες σήμερα, δεν αποτελούν «φυσικό φαινόμενο», αλλά αντικειμενική συνέπεια της εξουσίας της αστικής τάξης και της ιδιοκτησίας της στα μέσα παραγωγής.
Όλα τα παραπάνω πιστοποιούν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ιστορικά ξεπερασμένο, διάτρητο από τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του, που παρά τον υπάρχοντα αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, αργά ή γρήγορα θα κυοφορήσει την αλλαγή αυτού του συσχετισμού, επιβεβαιώνοντας πως η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Στη σημερινή εποχή η σοσιαλιστική επανάσταση για την κατάχτηση της εργατικής εξουσίας είναι η μοναδική προοδευτική απάντηση απέναντι στο γερασμένο καπιταλιστικό σύστημα. Γι’ αυτό σήμερα προέχει η ολόπλευρη προετοιμασία της πρωτοπορίας, όλων των αγωνιστικών ριζοσπαστικών δυνάμεων για την αντεπίθεση. Προέχει, η συστράτευση όλων των κοινωνικών-ταξικών δυνάμεων που έχουν συμφέρον από την ανατροπή της αστικής εξουσίας, η αντιμετώπιση όλων των ταλαντεύσεων.
Ηγετική δύναμη της επανάστασης θα είναι ο κοινωνικός φορέας του καινούριου, η εργατική τάξη, που με την επαναστατική της πάλη θα εμπνεύσει και θα συσπειρώσει και τα λαϊκά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση της εργατικής, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε μορφής κοινωνικής καταπίεσης και ανισοτιμίας, για την αποδέσμευση της χώρας από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και από κάθε ιμπεριαλιστική ένωση.
Μέσα στον αγώνα για τη διεκδίκηση και ικανοποίηση των σύγχρονων ανθρώπινων αναγκών, στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την ελληνική εμπλοκή, μπορούμε να βρούμε τον κοινό βηματισμό με χιλιάδες μισθωτούς εργαζόμενους, αυτοπασχολούμενους των πόλεων, βιοπαλαιστές αγρότες, γυναίκες και νέους, φοιτητές από τα λαϊκά στρώματα με ριζοσπαστική διάθεση και οράματα. Να συμβάλλουμε στην πρόκληση ρωγμών στο σάπιο καπιταλιστικό σύστημα, να νικήσουμε το δισταγμό, το φόβο, το συμβιβασμό. Να συγκροτήσουμε μια ισχυρή, ατσαλωμένη, αποφασισμένη κοινωνική συμμαχία σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Να διαμορφώσουμε προϋποθέσεις για τη ριζική ανατροπή, για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.