Προτάσεις της Επιτροπής Εκπαιδευτικών του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων
Είναι φανερό πως τις τραγικές επιπτώσεις της πανδημίας στις εργασιακές σχέσεις, την οικονομία και την κοινωνία δεν τις έχουμε δει ακόμα, θα τις δούμε από το φθινόπωρο. Το ίδιο -ίσως και περισσότερο- ισχύει και με τις επιπτώσεις της πανδημίας και στην εκπαίδευση και το μέλλον των μαθητών όλων των βαθμίδων.
Η φετινή χρονιά, που κατά τα 2/3 της σημαδεύτηκε από την απομάκρυνση μαθητών και εκπαιδευτικών από τις σχολικές μονάδες και τον τραγέλαφο της τηλεκπαίδευσης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα φτάσει στο τέλος της. Σε αυτήν πρέπει να προστεθεί και το χαμένο διάστημα των μηνών Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και για την περσινή χρονιά. Τι θα συμβεί όμως με τα μεγάλα μαθησιακά κενά που απέκτησαν όλοι οι μαθητές; Αυτά θα τα μεταφέρουν και στις επόμενες χρονιές ακόμα κι αν αυτές γίνουν μέσα σε καθεστώς μαθησιακής κανονικότητας.
Και δεν είναι ούτε λίγα ούτε ευκαταφρόνητα. Συγκεκριμένα:
Με το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης ένα πράγμα είναι σίγουρο. Οι μορφωτικές ανισότητες αντιστοιχίστηκαν όσο ποτέ με τις ταξικές ανισότητες. Οι μαθητές που είχαν δικό τους δωμάτιο και μεγαλύτερο σπίτι, που είχαν καλύτερο τεχνικό εξοπλισμό, που μπορούσαν να πληρώνουν για φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα, θα βρίσκονται σε καλύτερο σημείο. Για τα επόμενα χρόνια αυτή η ανισότητα πρέπει να αμβλυνθεί. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να μειωθεί ο αριθμός ανά τάξη, να υπάρχει δυνατότητα από τον εκπαιδευτικό να «σκύψει» στους πιο φτωχούς και αδύναμους μαθητές.
Στην προσχολική αγωγήη τηλεκπαίδευση ακύρωσε εντελώς τον ίδιο της το ρόλο, δηλαδή την κοινωνικοποίηση των νηπίων και τις πρώτες γνώσεις-εφόδια για την ομαλή τους ένταξη στη σχολική ζωή. Αυτό σημαίνει πως οι εκπαιδευτικοί των πρώτων τάξεων του δημοτικού θα κληθούν «να βγάλουν λαγούς από το καπέλο τους» για να τα καλύψουν παράλληλα με τη διδακτέα ύλη.
Ακόμα μεγαλύτερα είναι τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στοδημοτικό σχολείο. Από τη μία οι κοινωνικές ανισότητες στην ομαλή συμμετοχή όλων των μαθητών στην ηλεκτρονική «τάξη» και τα τεράστια (παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου) προβλήματα της ηλεκτρονικής πλατφόρμας CISCO WEBEX απέκλεισαν πολλούς από την καθημερινή διδασκαλία. Από την άλλη, στις ιδανικότερες περιπτώσεις, η τηλεκπαίδευση άφησε μεγάλα κενά που δεν μπορούν να καλυφθούν στο διάστημα που απομένει από την ζωντανή διδασκαλία.
Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευσητα προβλήματα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Αν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση υπήρξε μια επιπλέον προσπάθεια από τους γονείς για την έστω τυπική συμμετοχή των μαθητών στην τηλεκπαίδευση, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το φαινόμενο να απευθύνεται ο εκπαιδευτικός σε «παρόντες-απόντες» μαθητές, ήταν συνηθισμένο.
Για να καλυφθούν όλα αυτά τα κενά είναι απαραίτητο το Υπουργείο Παιδείας, να εγκαταλείψει τα φτηνά επικοινωνιακά κόλπα ότι όλα βαίνουν καλώς και ενόψει της επόμενης εκπαιδευτικής χρονιάς να πάρει σοβαρά υπόψη του τις προτάσεις των μάχιμων εκπαιδευτικών που ζουν καθημερινά το πρόβλημα.
Αυτές οι προτάσεις είναι συγκεκριμένες:
Πρέπει να διασφαλιστεί ότι, παρά τα υγειονομικά προβλήματα που μπορεί να υπάρξουν, δεν θα συνεχιστεί το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης για μια ακόμα χρονιά. Ο εμβολιασμός των εκπαιδευτικών και των γονέων – σε πρώτη φάση – η μείωση των μαθητών ανά τάξη, η λειτουργία του ΕΟΔΥ ως σοβαρού μηχανισμού ιχνηλάτησης είναι τα μίνιμουμ μέτρα που πρέπει να σχεδιαστούν για την επόμενη χρονιά από τώρα. Ως ύστατη λύση ακόμα και το μέτρο της εναλλαγής μαθητών, τάξεων και τμημάτων, παρά την αναποτελεσματικότητά του, θα είναι καλύτερο από την κατ’ ευφημισμό «διδασκαλία» μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
Πρέπει να κάνουμε μια παραδοχή. Η ύλη που διδάχθηκε μέσω τηλεκπαίδευσης, δεν διδάχθηκε κανονικά. Με αυτή την αφετηρία τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι αναγκαίος ο εξορθολογισμός της. Δηλαδή μια απαραίτητη μείωση ανά τάξη με ιδιαίτερα μέτρα ανά τάξη και ηλικία. Είναι σαφές ότι για έναν μαθητή της Α τάξης Δημοτικού θα πρέπει να υπάρξει ειδική μέριμνα για τη Γλώσσα και τα Μαθηματικά και για τη Γ’ λυκείου τι θεωρείται ως διδαχθέν από τις δύο προηγούμενες τάξεις. Τα παραπάνω θα πρέπει να γίνουν όχι με άγχος «να βγει η ύλη», αλλά σε ένα πλαίσιο που η συνολική σχολική δραστηριότητα με τις εκδρομές, τις γιορτές, τις δράσεις, τις αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες που τόσο έχουν λείψει στους μαθητές, θα ξαναδώσουν στην έννοια του σχολείου την πραγματική του διάσταση.
Φέτος θα δοκιμαστεί για πρώτη φορά η ειδική βάση εισαγωγής στις σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα από τώρα προδικάζονται δυσάρεστα αφού αυτό το μέτρο θα οδηγήσει σε αποκλεισμό από τις σχολές ένα μεγάλο αριθμό αποφοίτων της Γ΄ Λυκείου. Ω, του θαύματος όμως! Όσες/οι έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν την εγγραφή τους σε κάποιο κολέγιο θα αποκτήσουν τίτλο ισότιμο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στα οποία δεν μπόρεσαν να εισέλθουν γιατί δεν συγκέντρωσαν τον απαιτούμενο αριθμό μορίων! Το αίτημα για κατάργηση της ειδικής βάσης εισαγωγής στην Τριτοβάθμια και της εξίσωσης των τίτλων σπουδών κολεγίων-πανεπιστημίων, είναι δίκαιο και κάτι περισσότερο από επίκαιρο, όπου οι ταξικές ανισότητες επηρέασαν τα μορφωτικά αποτελέσματα όσο ποτέ.
Τα παραπάνω δεν τα απευθύνουμε μόνο στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Τα θέτουμε σε συζήτηση με την εκπαιδευτική κοινότητα, τους μαθητές και το κίνημα των γονιών που είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι.
Οι εποχές που ζούμε είναι κρίσιμες για το μέλλον των μαθητών όλων των βαθμίδων και της νεολαίας γενικότερα. Αν δεν θέλουμε να μιλάμε για «χαμένες γενιές» στη μόρφωση και την εκπαίδευση. Εμείς ως εκπαιδευτικοί που αναφερόμαστε σε μια κοινωνία ισότητας και δικαιοσύνης και ζούμε μαζί με τα λαϊκά στρώματα δε θα σταματήσουμε να παλεύουμε για την άμβλυνση όλων των ανισοτήτων που έφερε στο φως η πανδημία.
Καλούμε τους εκπαιδευτικούς φορείς να λειτουργήσουν ανάλογα. Καλούμε τέλος και την πολιτική ηγεσία να αφήσει στην άκρη τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της και να πράξει το ίδιο, ακόμα κι αν πρέπει να διαθέσει κάποια λεφτά που διαφορετικά θα τα διέθετε στα ΜΜΕ κάποιου φίλου της.