Ανακοίνωση της Προοδευτικής Ενότητας Καθηγητών
Η δημοσίευση των στατιστικών των βαθμολογικών επιδόσεων των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις επιβεβαιώνει αυτό που από την πρώτη στιγμή της θεσμοθέτησης της ελάχιστης βάσης εισαγωγής είχαμε ως Παράταξη επισημάνει:
Ότι δηλαδή η αιφνίδια χωρίς προηγούμενη διαβούλευση (όπως συνηθίζει η Κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας ) και χωρίς μελέτη επιπτώσεων θεσμοθέτηση τέτοιων ακραίων ρυθμίσεων και μάλιστα εν μέσω πανδημίας, θα προκαλέσει σοβαρές ανατροπές και δομικές ανακατατάξεις που θα πλήξουν τους δοκιμαζόμενους μαθητές και τις οικογένειές τους.
Με βάση λοιπόν τις πρώτες εκτιμήσεις, από τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα προκύπτει ότι:
Τουλάχιστον 27.000 από τους 74.000 συνολικά υποψηφίους δεν θα έχουν το δικαίωμα υποβολής μηχανογραφικού δελτίου αφού οι επιδόσεις τους θα κινηθούν κάτω από την ελάχιστη βάση εισαγωγής.
Το 35% του συνόλου των μαθητών – υποψηφίων – στο πιο αισιόδοξο σενάριο-, θα στερηθούν το αγαθό της πρόσβασης στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων που θα μείνουν εκτός των πανεπιστημιακών τμημάτων θα είναι ακόμη μεγαλύτερος, αφού η προσφορά θέσεων ακόμη και στα τμήματα που επέλεξαν το χαμηλότερο συντελεστή 0,8 για τον υπολογισμό της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, δεν θα επαρκεί για να καλύψει τον αριθμό των υποψηφίων που θα κινούνται σε αυτή τη βαθμολογική περιοχή.
Η εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής και μάλιστα σε μία περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για μαθητές γονείς και εκπαιδευτικούς:
Διευρύνει τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες. Οι χιλιάδες μαθητές που αποκλείονται, είτε εφόσον δεν διαθέτουν τα οικονομικά μέσα θα μείνουν εκτός εκπαίδευσης και κατάρτισης, είτε -εφόσον μπορούν να πληρώσουν-, θα στραφούν στους ιδιωτικούς παρόχους (κολλέγια κ.λ.π.) που μετά την ψήφιση των πρόσφατων σχετικών νόμων από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρέχουν πλέον ισότιμους τίτλους και ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τις αντίστοιχες δημόσιες δομές.
Οδηγεί σταδιακά στην κατάργηση πανεπιστημιακών τμημάτων που παρά τις πολύ καλές ερευνητικές και ακαδημαϊκές επιδόσεις τους, θα υποδεχτούν ελάχιστους ή και καθόλου φοιτητές στο πρώτο έτος, αφού οι επιλογές των υποψηφίων γίνονται με βασικό κριτήριο τις οικονομικές δυνατότητες και την απόσταση της σχολής από την οικογενειακή εστία.
Καταδεικνύει την πολιτική στόχευση που έχει προετοιμαστεί από την κυβέρνηση με σειρά νόμων και που δεν είναι άλλη από τη σταδιακή εκχώρηση σημαντικού τομέα της δημόσιας Παιδείας στους ιδιώτες, αλλά και την αποδόμηση των δημοκρατικών, συλλογικών λειτουργιών στο σχολείο, που φέρνει το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για την Παιδεία.
Έστω και τώρα το Υπουργείο Παιδείας οφείλει -δείχνοντας έστω ψήγματα κοινωνικής ευαισθησίας-, να εξαγγείλει άμεσα μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων που προκαλεί η εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής.