Διαβάστε το ενδιαφέρον αφιέρωμα
Στο χωριό Πυργετός της Λάρισας, τη νύχτα της 8ης προς 9η του Μάρτη 1907 δολοφονήθηκε ο Μαρίνος Αντύπας, πρωτοπόρος Ελληνας σοσιαλιστής και ένθερμος κήρυκας της κατάργησης των τσιφλικιών με την απόδοση της γης στους ακτήμονες αγρότες.
Ο δολοφόνος εκτελεστής ήταν ο Ιωάννης Κυριακός, έμπιστος επιστάτης του μεγαλοτσιφλικά Αριστείδη Μεταξά, ήταν το εκτελεστικό όργανο των μεγαλοτσιφλικάδων της Θεσσαλίας, οι οποίοι οργάνωσαν τη δολοφονία, ανησυχούντες βλέποντας τον Αντύπα να ξεσηκώνει τους κολίγους για να διεκδικήσουν τα δίκια τους. Ο Ιωάννης πυροβόλησε πισώπλατα με δίκαννο όπλο τον Αντύπα .
Τα τελευταία λόγια του Αντύπα , που ξεψύχησε στην αγκαλιά του εξαδέλφου του Παναγιώτη Σκιαδαρέση, ήταν: «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία», το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης.
Η σορός του Μαρίνου Αντύπα εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο ξενοδοχείο Μουστάκα στη Λάρισα. Στις 11 Μάρτη 1907 χιλιάδες αγρότες παραβρέθηκαν στην νεκρώσιμη ακολουθία στη Λάρισα και συνόδευσαν το νεκρό σώμα του ήρωα και μάρτυρα της αγροτιάς, στο χωριό Ομόλιο (Λασποχώρι) όπου και ετάφη.
Η Αθηναϊκή εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 10ης Μάρτη 1907, αναγγέλλει τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα στην πρώτη σελίδα «Δολοφονία του Δικηγόρου Αντύπα παρά την Αγυιάν».
Στη 3η σελίδα του το ΕΜΠΡΟΣ, στο σχετικό ρεπορτάζ αναφέρει:
«Λάρισα 9 Μαρτίου.- Χθες τη νύκτα εις το χωρίον Πυργετός της Ραψάνης ο γνωστός δικηγόρος Μαρίνος Αντύπας, ο ραπίσας άλλοτε αυτόσε τον κ. Σλήμαν, ων διευθυντής των κτημάτων του θείου του κ. Σκιαδαρέση, εφονεύθη υπό του επιστάτου, του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά, ονόματι Ιωάννου Κυριακού. Ο φόνος διεπράχθη εντός του κονακίου, συνεκίνησε δε μεγάλως τους χωρικούς, καθόσον ο Αντύπας υπερασπίζετο αυτούς παρέχων πλείστας ευκολίας συνεπεία των οποίων αντεμάχοντο μετά του συνιδιοκτήτου Μεταξά.
(…)
«Σκιαδαρέσην
Αθήνας
Αντύπας εδολοφονήθη σήμερον. Ανάγκη σπεύσητε ενταύθα.
(…)
ΠΟΙΟΣ ΗΤΟ Ο ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΕΙΣ
Ο δολοφονηθείς Μαρίνος Αντύπας είνε γνωστοτάτη αθηναϊκή φυσιογνωμία ηλικίας 35 περίπου ετών καταγόμενος εκ Κεφαλληνίας.
Ως αντιπροσωπεύων τας σοσιαλιστικάς αρχάς ήτο πολύ γνωστότερος ενταύθα ή ως δικηγόρος. Εν συλλαλητηρίοις πολλάκις είχεν ομιλήσει ο Αντύπας, αλλά δεν ήλπιζε ουδείς ότι εάν μετεβάλλετο ποτέ η οικονομική του κατάστασις, δε θα απηρνείτο τας αρχάς ταύτας, γνωστού όντος ότι εν Ελλάδι σοσιαλισταί είνε μόνον όσοι είνε φτωχοί.
Ο Αντύπας εν τούτοις όταν επεσκέφθη τον θείον του κ. Σκιαδαρέσην, πλούσιον ομογενή εκ Ρουμανίας και κατέπεισεν αυτόν να έλθη και εγκατασταθή εις την Ελλάδα και αγοράση το μέγα κτήμα παρά την Αγυιάν, του οποίου διωρίσθη διευθυντής αυτός, ο Αντύπας δεν απέβαλε τας αρχάς του. Απ’ εναντίας συνετέλεσεν εις την αγοράν του κτήματος διά να τας εφαρμόση.
Και τας εφήρμοσε πράγματι, μολονότι τούτο τω στοίχισεν ήδη τον θάνατον.
Αφ ης εποχής ανέλαβε τη διεύθυνσιν του χωρίου, νέα περίοδος ζωής εγκαινιάσθη εις τους γεωργικούς πληθυσμούς. Οι χωρικοί του ετύγχανον απείρων ευκολιών και οι γεωργοί των πέριξ κτημάτων βλέποντες τη διαφοράν της ζωής αυτών και των γεωργών του κ. Σκιαδαρέση διεμαρτυρήθησαν προς τους γαιοκτήμονας, ούτοι δε κατήγγειλαν τον Αντύπαν, εξ ου προεκλήθη το γνωστόν επεισόδιον αυτού μετά του κ. Σλήμαν.
Ο Αντύπας κατά την εποχήν του πολέμου είχε μεταβή συγχρόνως μετά του υπό τον Τιμ. Βάσσον στρατού εις Κρήτην με τη φάλαγγα των φοιτητών και διεκρίθη διά την ευτολμίαν του. Επανελθών εκείθεν μετά το τέλος του πολέμου είχε σχηματίσει την πεποίθησιν ότι η κακή έκβασις αυτού οφείλετο εις τη Βασιλείαν και την πεποίθησίν του ταύτην υπεστήριξε δημοσία εις τας πολυπληθείς διαδηλώσεις, αι οποίαι οργανώθησαν τότε.
Διά τους λόγους του εις τας διαδηλώσεις εκείνας τω απηγγέλθη κατηγορία και ο Αντύπας κατεδικάσθη εις 2 ετών φυλάκισιν».
Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς. Ηταν γιός του μαραγκού και ξυλογλύπτη Σπύρου Αντύπα. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο στο Αργοστόλι, το 1890, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών τους ήρθε σε επαφή με τους κύκλους των πρώτων σοσιαλιστών και εντάχθηκε στον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Ομιλο του Σταύρου Καλλέργη. Ο ίδιος σε ένα γράμμα του προσδιορίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα στο θολό τότε τοπίο των σοσιαλιστικών θεωριών. Απορρίπτει τον αναρχισμό, όπως και το «χριστιανικό σοσιαλισμό» και δηλώνει την πίστη του στον «επιστημονικό σοσιαλισμό». Συμμετείχε σε όλες τις κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια της εποχής για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των αγροτών. Το 1896 πήγε εθελοντής στην Κρήτη, όταν ξέσπασε στο νησί η επανάσταση, όπου τραυματίστηκε αγωνιζόμενος στο πλευρό των επαναστατημένων Κρητών.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα κατηγόρησε, σε μια ομιλία του, τον Οκτώβρη του 1897 στην πλατεία της Ομόνοιας, το παλάτι και τον ίδιο τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ ως βασικό υπεύθυνο για την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός χρόνου. Μετά την έκτιση της ποινής του και την αποφυλάκισή του, συλλαμβάνεται αμέσως και κατηγορείται για «ηθική αυτουργία σε απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου του Α΄». Με τη στημένη αυτή κατηγορία καταδικάζεται και κρατείται στις φυλακές της Αίγινας για περισσότερους από έξι μήνες.
Μετά τις διώξεις που υπέστη εγκατέλειψε την Ελλάδα, πήγε στη Ρουμανία και επέστρεψε στη Θεσσαλία, όπου εγκαταστάθηκε στο κτήμα του θείου του Γ. Σκιαδαρέση. Εκεί ήταν το ορμητήριό του, απ’ όπου ξεκινούσε για να διασχίσει ολόκληρο το θεσσαλικό κάμπο με τα φλογερά του κηρύγματα.
Η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα συγκλόνισε την αγροτιά και συγκίνησε τους προοδευτικούς ανθρώπους της εποχής. Τρια χρόνια μετά τη δολοφονία του, στις 6 του Μάρτη 1910, οι αγρότες ξεσηκώνονται στο Κιλελέρ. Ο Μαρίνος Αντύπας είναι πλέον το σημείο αναφοράς των αγώνων των αγροτών στη χώρα μας.
Στον Ριζοσπάστη της 16 του Μάρτη 1997, με τον τίτλο «Μαρίνος Αντύπας, ήρωας και μάρτυρας της αγροτιάς», δημοσιεύτηκε το τρίτο μέρος από σειρά τριών άρθρων του Γιάννη Κορδάτου, τα οποία δημοσιεύτηκαν τον Αύγουστο του 1947 στην εφημερίδα του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας «Νέος Δρόμος». Μερικά αποσπάσματα από εκείνο το άρθρο:
«Η εισήγηση του Αντύπα στο θείο του Σκιαδαρέση να αγοράσει τσιφλίκι πραγματοποιήθηκε κι έτσι ο Σκιαδαρέσης έγινε μεγαλοκτηματίας στη Θεσσαλία. Συνεταιρίστηκε μάλιστα με τον Αρ. Μεταξά κι αγόρασαν μαζί ένα τσιφλίκι στον Πυργετό της Λάρισας. Ο Μεταξάς ήταν αυλικός και σαν άνθρωπος του Παλατιού ήταν αντιδραστικός, γι’ αυτό οι κολλίγοι του Πυργετού, που θάρρεψαν πως τα νέα αφεντικά τους θα ήταν καλύτερα, γελάστηκαν. Είναι αλήθεια πως ο Μαρίνος (Αντύπας ) διορίστηκε από τον Σκιαδαρέση επιστάτης του τσιφλικιού, δεν μπόρεσε όμως να αλλάξει την κατάσταση και να κάνει ανθρωπινότερη τη ζωή των κολλιγάδων. Ο Μεταξάς ήταν σκυλί λυσσασμένο. Θαρρούσε πως είχε μπροστά του κτήνη και γι’ αυτό φέρνονταν πάντα σατράπικα και άγρια. Ετσι, άρχισαν μεγάλες γκρίνιες. Ο Αντύπας ήθελε τον κολλίγα άνθρωπο, ο Μεταξάς ήταν εκμεταλλευτής που κοίταζε να ρουφήξει όχι μόνο τον ιδρώτα των κολλιγάδων, αλλά και το αίμα τους. Εννοείται πως ο Αντύπας δεν υποχώρησε, γύριζε στα γύρω χωριά και έκανε αγροτική προπαγάνδα. Εκανε διαλέξεις και παντού όπου πήγαινε με τα λόγια του και την προπαγάνδα καλούσε τους σκλάβους των τσιφλικάδων να σηκωθούν και να ζητήσουν τα δίκαιά τους.
“Τα χωράφια – τόνιζε – είναι δικά σας. Τα έχουν κλέψει και τα έχουν πάρει με τη βία και με ατιμίες από τους πατεράδες σας και τους παππούδες σας. Δε λέω να τα πάρετε και να μην δώσετε μια πεντάρα στα αφεντικά σας, όχι, να τους πληρώσετε εκείνο που αξίζουν τα χωράφια, να δώσετε μια δίκαιη αποζημίωση…”.
Η προπαγάνδα αυτή έπιασε. Πριν απ’ τον Αντύπα , ο δικηγόρος, του Βόλου, Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, έγραφε τα ίδια στην εφημερίδα του “Πανθεσσαλική”. Ετσι υπήρχαν στην περιοχή Λάρισας εδώ κι εκεί πυρήνες αγροτιστών και φιλοαγροτών, που προπαγάνδιζαν την απαλλοτρίωση των τσιφλικίων. Ο Αντύπας , όμως, στην περίοδο αυτή ήταν σα να πούμε ο ηγέτης που ύψωνε θαρραλέα τη φωνή του και με την προπαγάνδα του ξεσήκωσε την αγροτιά. Η τέτοια δράση του Αντύπα ήταν φυσικό να καταταράξει τους τσιφλικάδες. Στη Λάρισα, στα μεγάλα καφενεία, είχε γίνει πολλές φορές λόγος για την εξεγερτική προπαγάνδα του Αντύπα . Οι τσιφλικάδες μαζεύονταν και τα έλεγαν, τελειώνοντας πάντα με σκεπτικισμό: “Αυτός ο επιστάτης του Σκιαδαρέση θα μας ανάψη φωτιά. Πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας. Αν δε φύγει απεδώ ο Αντύπας , θα τα έχουμε σκούρα του χρόνου και του παραχρόνου. Ο Σκιαδαρέσης μάς έβαλε μεγάλο μπελά στο κεφάλι”.
Σύμφωνος μαζί τους ήταν και ο Μεταξάς, που διαρκώς μουρμούριζε και σαλεύοντας τις φρυδάρες του, έλεγε: “Μωρέ αυτό το βρωμόσκυλο θέλει ξεπάστρεμα”.
* * *
Στο αναμεταξύ και οι πολιτικοί της Λάρισας άρχισαν να ανησυχούν. Αν οι αγρότες άνοιγαν τα μάτια τους θα ‘χαναν τους ψήφους. “Πρέπει λοιπόν να σταματήσει το κακό, έλεγαν. Δε φτάνει ο Τριανταφυλλίδης, που με τη φυλλάδα του φούσκωσε τα μυαλά των κολλιγάδων, ήρθε τώρα κι αυτός ο παλιοκερατάς ο Κεφαλλονίτης (Αντύπας ) για να μας χαλάση τον τόπο με το σοσιαλισμό του”. Ο Αγαμέμνων Σχλήμαν μάλιστα, βουλευτής της Αγυιάς, άνθρωπος και αυτός του Παλατιού, πήρε την πρωτοβουλία στην κίνηση αυτή και πήγε στο Νομάρχη και παραπονέθηκε. “Δεν μπορεί μπροστά στα μάτια μας ένας Κεφαλλονίτης να κηρύττει την επανάσταση, πρέπει να ληφθούν μέτρα εναντίον του Αντύπα. Ο ποινικός νόμος σας παρέχει το δικαίωμα να ενεργήσετε. Προκαλεί τους αγρότες εις στάσιν, συνεπώς η ενέργειά του αυτή προβλέπεται και τιμωρείται από τον ποινικόν νόμον”.
Ο Νομάρχης αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του Σχλήμαν. Κάλεσε λοιπόν τον Αντύπα και του έκανε παρατηρήσεις και μάλιστα μέσα στην πλατεία. Ο Αντύπας όμως δεν πτοήθηκε κι όταν έμαθε ποιος ήταν εκείνος που έβαλε φυτίλια στο Νομάρχη μια και δυο μπαίνει στο τρένο και πηγαίνει στην Αθήνα. Την άλλη μέρα βρέθηκε μπροστά στου Ζαχαράτου και είδε τον Σχλήμαν να κάνει βόλτες στην πλατεία. Στα ίσια πηγαίνει κατεπάνω του και τόνε σταματά και του λέει:
–Εμαθα κύριε Σχλήμαν, πως εσείς εβάλατε το Νομάρχη Λαρίσης να με καλέσει και να μου κάνει παρατηρήσεις, για τη φιλαγροτική προπαγάνδα που κάνω. Σας καλώ να μου απαντήσετε εάν πράγματι το εκάνατε αυτό…
Ο Σχλήμαν απάντησε ταραγμένος:
–Σας παρακαλώ, αφήστε με ήσυχον.
Ο Αντύπας όμως δεν ήταν από κείνους που υποχωρούν. Ενα ηχηρό ράπισμα ηκούσθη και με μια γροθιά ο Σχλήμαν έκανε μια μεγάλη τούμπα στην πλατεία. Εγινε φυσικά δίκη, γιατί ο Σχλήμαν υπέβαλε μήνυση στον Εισαγγελέα. Η δίκη αυτή προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον, γιατί ο Αντύπας πήγε αποφασισμένος όχι να απολογηθή, αλλά να κατηγορήση.
* * *
— Δεν είμαι, τόνισε στην απολογία του, στοιχείον κακοποιόν και ταραξίας. Είμαι παιδί του λαού, που συγκινήθηκε διά την οικτρά κατάστασιν των αγροτών της Θεσσαλίας. Εκεί κάτω, κύριοι δικασταί, η κατάστασις είναι άθλια και η εικών του κάμπου άθλια. Ελληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κάτισχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων… Ηρχισα λοιπόν και έργω και λόγω παρέχων εις τους χωρικούς πάσαν ευκολίαν, απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγγαρείας, ας καθιέρωσεν ή τετρακοσιετής τυραννία των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλως η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία… Ο μηνυτής μου, Γερμανός την καταγωγήν και άνθρωπος των τσιφλικούχων, με κατηγόρησε εις τον Νομάρχην Λαρίσης ως δημεγέρτην, στασιαστήν και ταραξίαν. Η καταγγελία ήτο ψευδής. Εις τους αγρότας ωμίλησα πολλάκις αλλ’ όχι ως στασιαστής. Ωμίλησα ως ανθρωπιστής και κοινωνιστής. Τους υπέδειξα ότι δύναται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των και ότι τα τσιφλίκια είνε η γη των προγόνων των, η βιαίως και ατίμως περιελθούσα εις την κατοχήν των μπέηδων και πασάδων αρχικώς και ακολούθως μεταβιβασθείσα εις τυράννους φέροντας ελληνικά ονόματα, αλλά ψυχήν ανθρωπομόρφων θηρίων… Καταδικάσατε, κύριοι δικασταί αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν , αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου.
Φυσικά, οι δικασταί δεν αθώωσαν τον Αντύπαν . Τον καταδίκασαν σε 20 μέρες φυλακή. Εννοείται ότι ο Αντύπας άμα γύρισε στον κάμπο της Λάρισας έγινε πιο ορμητικός. Αυτή τη φορά η προπαγάνδα του ήταν πιο ζωντανή και πιο απροκάλυπτη. Γι’ αυτό, άρχισε, νέος αναβρασμός ανάμεσα στους αγρότες, που έδειχνε πως σχηματιζόταν αγροτική συνείδηση. Αυτό το είχαν καταλάβει οι τσιφλικάδες και βάλθηκαν να ξεκάνουν τον Αντύπα , που τον θεωρούσαν επικίνδυνο, υποκινητή.
— Πρέπει να το ξεμπερδέψουμε λέγανε, πριν σηκώσει τους κολλιγάδες στο ποδάρι.
Και πρώτος απ’ όλους πλειοδοτούσε ο Αρ. Μεταξάς, που ο Αντύπας πολλές φορές τον είχε βάλει στη θέση του και τον είχε εξευτελίσει μπροστά στους κολλιγάδες για τα αυταρχικά και τυραννικά του φερσίματα. Για τα εγκληματικά σχέδια των τσιφλικάδων βρέθηκε το πειθήνιο και εκτελεστικό όργανο. Αυτό ήταν ο Γιάννης Κυριακός, επιστάτης έμπιστος του Αρ. Μεταξά, ένα τομάρι από κούνια από κείνα που πουλούν τη συνείδησή τους. Το σχέδιο της δολοφονίας του Αντύπα καταστρώθηκε καλά. Επρεπε να βρεθή κάποιος σοβαρός λόγος που να δικαιολογήσει στην κοινή γνώμη και στο δικαστήριο τη δολοφονία. Συμφωνήθηκε λοιπόν να πη ο Κυριακός “πως σκότωσε τον Αντύπα γιατί επετέθη κατά της γυναικός του με σκοπό να τη βιάση”. Ετσι τη νύχτα της 8 προς της 9 Μάρτη του 1907 ο Κυριακός, κρυμμένος σε κάποια γωνιά πυροβόλησε τον Αντύπα και τον άφησε στον τόπο. Οπως ήταν επόμενο, ο Κυριακός κάθησε λίγους μήνες φυλακή και στη δίκη αθωώθηκε. Οι ένορκοι, άλλοι πληρώθηκαν και άλλοι επηρεάστηκαν από τους τσιφλικάδες και αθώωσαν τον δολοφόνο…»
Ο Ριζοσπάστης της Κυριακής 9 Μάρτη 1975, δημοσιεύει ένα ξεχωριστό άρθρο, τιμώντας τη μνήμη του Μαρίνου Αντύπα:
«Τώρα, με την επέτειο της δολοφονίας του, χρέος και πάλι να επικοινωνήσουμε με την μνήμη του. Να αναζητήσουμε ωστόσο μια μνήμη, που να πηγαίνει πέρα από τις Ιστορικές καταγραφές και εκτιμήσεις, που να στέκεται σε βιώματα κι αποτυπώσεις περισσότερο ανθρώπινες και ζωντανές. Επισκεφτήκαμε για τούτο, τη βάβω την Ευρυκόμη Ασκητή – πρωτοξάδελφη του Αντύπα και τελευταία από την γενιά εκείνη των Σκιαδαρέσηδων. Την βρήκαμε σχεδόν κατάκοιτη από τα 92 της χρόνια, αλλά με μυαλό και θύμηση κοφτερή. Της ζητήσαμε να μας πει για τον Μαρίνο, ό,τι έχει αποτυπώσει από τη μνήμη του αντριωμένου.
–Ο Μαρής! Που τον θυμηθήκατε; Πόσα χρόνια από τότε. Ημουνα είκοσι χρονών σαν τον δολοφονήσανε και κείνος μονάχα τριανταπέντε. Τον θυμάμαι σαν και τώρα: ψηλός, γερός και όμορφος, με δαχτυλίδια τα μαλλιά – αληθινός λεβέντης.
–Ητανε μαζί με τον αδελφό μου Παναγιώτη Σκιαδαρέση, στη Θεσσαλία. Εκείνος όμως γλύτωσε. Πήρε των ομματιών του και πήγε στην Αργεντίνα. Δεν ξαναγύρισε ποτέ πια στην πατρίδα. Πέθανε στο Μπουένος ΄Αϋρες, αφού τιμήθηκε με τ’ αξίωμα του υπουργού της Γεωργίας της Αργεντινής.
–Ναι, θυμάμαι τον Μαρή. Όταν σπούδαζε, δούλευε κιόλας. Πήγαινε και βοήθαγε τον πατέρα του που σκάλιζε τα τέμπλα στις εκκλησίες. Του ρίχνονταν όλοι – δικηγόρος και να δουλεύει σαν εργάτης! Μα εκείνος τίποτα. Στο κολατσό βάραγε την καμπάνα της εκκλησίας, μάζευε τους εργάτες και τους μαθητές και τους μίλαγε για τα δίκια τους. Τον λάτρευαν οι εργαζόμενοι γιέ μου. Εκεί στα Δαμουλιανάτα, που άρχισε για πρώτη φορά να μιλάει στον κόσμο οι εργαζόμενοι ζήταγαν να του φιλήσουν τα χέρια πριν πάνε στην εκκλησιά.
–Θυμάμαι ακόμα και τούτο. Είχαμε μιαν ανηψιά που τη βάφτισε ο Μαρίνος. Την είπε Επανάσταση και το τι έγινε στην εκκλησία ούτε που λέγεται. Όμως το υπουργείο σώνει και καλά την αλλαξονόμασε και την ξαναβάφτισε Τασία. Ηταν γύρω στα 1900 και θυμάμαι τις κορδέλες των κεριών και τα βαφτιστικά που ήταν κατακόκκινα!
–Τι άλλο να σου πω. Είχε μεγάλες χάρες ο Μαρίνος μας: Ο πατέρα του τούλεγε:
–Θα πας χαμένος.
–Εγώ γι αυτό γεννήθηκα, απαντούσε. Για να βοηθήσω τους φτωχούς και τους καταφρονεμένους.
Ετσι έμεινε σε όλη του τη ζωή. Φιλότιμος, πρόθυμος. Προτιμούσε να φάει ο ξένος και να μην φάει κιός. Κάθε βράδυ δίδασκε τη φτώχεια τι θα πει πλούτος. Ο ίδιος δεν είχε σκουτί. Εκείνο πούχε τόδινε. Όταν πέθανε δε βρήκανε δεύτερο πουκάμισο να του βάλουνε. Τον έκλαψε ολόκληρη η Κεφαλονιά.»
Κείμενο του Ανδρέα Δενεζάκη που δημοσιεύθηκε στις 8/3/2021 στην ιστοσελίδα imerodromos.gr