Η εργασία τριών φοιτητριών του ΑΠΘ για το 10ο διεθνές συνέδριο της ελληνικής γεωγραφικής εταιρείας
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ
Πόρναι: Από το ρήμα «πέρνημι» που σημαίνει «πουλώ». Τμήμα των εσόδων τους λάμβαναν οι «πορνοβοσκοί», που ήταν προαγωγοί στους οποίους και ανήκαν. Οι ανεξάρτητες πόρνες αποτελούσαν τις πρότερες πόρνες που υπήρξαν κάποτε δούλες και πλέον είχαν γίνει ελεύθερες.
Η θέση τους ήταν κοντά σε εκείνη της εταίρας ή της παλλακίδας. Οι εταίρες είχαν μόρφωση και μπορούσαν να λάβουν μέρος σε συμπόσια και συζητήσεις. Μπορούσαν να διαθέτουν προσωπική περιουσία και μαζί με τις Σπαρτιάτισσες ήταν οι μόνες γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα που ήταν ανεξάρτητες. Διάσημες εταίρες ήταν η Ασπασία και η αυτοκράτειρα Θεοδώρα.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν οίκοι ανοχής σχεδόν σε όλες τις πόλεις. Η μόνη ελληνική πόλη που δεν είχε κανέναν οίκο ανοχής ήταν η Σπάρτη.
Η πορνεία εμφανίζεται από την αρχαϊκή εποχή, εντοπισμένη κυρίως σε λιμάνια. Αποτελεί μια σημαντική οικονομική δραστηριότητα, νόμιμης φύσεως, με ενεργή συμμετοχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Με απόφαση του Σόλωνα, εμφανίζονται τα πρώτα κρατικά πορνεία. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν σε αφθονία και άνδρες εφηβικής ηλικίας, που εκδίδονταν, γνωστοί και ως «πόρνοι».
Αναφορικά με την Ερμούπολη της Σύρου και τον Θωμά Δρίκο, η άσκηση του επαγγέλματος τον 19ο αι. γινόταν σε κατοικίες. Η συνοικία των πορνείων λεγόταν Καταλύματα και ασκούνταν σε κακής κατάστασης καταλύματα εκτός πόλεως. Το 1833 άρχισε η κτίση λίθινων οικημάτων.
Τα πρώτα αυτά οικήματα, μικροί «μονόοικοι χώροι», όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται, στέγαζαν συνήθως όχι μόνο τις επαγγελματικές ανάγκες της πόρνης αλλά και τις ανάγκες της κατοικίας της, πολλές δε φορές και τις ανάγκες κατοικίας και άλλων προσώπων.
Εκτός όμως από τα ιδιωτικά οικήματα, μικρά και άθλια ή μεγάλα και άνετα, η πορνεία, σε μεγάλο βαθμό, στεγάστηκε και στα ξενοδοχεία της Ερμούπολης, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Τα ξενοδοχεία αυτά βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία της πόλης, στην αγορά ή και δίπλα στη μεγάλη κεντρική πλατεία.
«Κοινωνικο-χωρικές διαστάσεις και χωροθετικές διαδικασίες των οίκων ανοχής. Μια πρώτη προσέγγιση» είναι το θέμα ανακοίνωσης στο 10ο Διεθνές Συνέδριο της ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας (Θεσσαλονίκη, 22-24 Οκτωβρίου) της εργασίας των τριών φοιτητριών Λινάκη Ελένη, Σιφναίου Μαρία, Σπυριδοπούλου Αλεξάνδρα του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του εργαστηρίου της Κοινωνιολογίας του Χώρου, με επιβλέποντα τον επίκουρο καθηγητή Ιωάννη Φραγκόπουλο. Το φαινόμενο δηλώνει περιοχές, εποχές, μνήμες και καταστάσεις.
Στόχος ήταν η διερεύνηση της χωρικής εγκατάστασης της παράνομης και νόμιμης πορνείας και η διαλλακτική σχέση του χώρου με το χρόνο, καθώς το φαινόμενο αυτό εξελίχθηκε. Στόχος είναι η καταγραφή και χρονική εξέλιξη του φαινομένου μέσω της χαρτογραφικής απεικόνισης στις διαφορετικές του φάσεις από το 1910 έως σήμερα. Χαρτογραφήθηκαν δύο μεγάλες περίοδοι, η φάση Α από το 1910 έως το 1950 και η φάση Β από το 1950 έως το 2014. Η χωρική τυπολόγηση του φαινομένου φανερώνει τη μετάβαση από το φανερό περιθώριο στην αφανή κεντρικότητα.
Στη Θεσσαλονίκη
Οι αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη, τη δεκαετία του ’90, δημιούργησαν «υπερπροσφορά» λευκής σαρκός, κατά ποσοστό 80%, από Βουλγάρες Ρουμάνες, Ρωσίδες, Ουκρανές και προσφάτως με καταγωγή από τη Νιγηρία και την Γκάνα
Στα τέλη του 19ου αιώνα έχουμε την ανάδυση του φαινομένου. «Αν θεωρήσουμε ότι σύμφωνα με τον Lefebvre (2000), η πόλη είναι η προβολή της κοινωνίας στο έδαφος, η πρώτη χωροθέτηση των οίκων ανοχής έχει μια ιδιαίτερη κοινωνικοχωρική σημασία», μας λέει ο Ι. Φραγκόπουλος. Συγκεκριμένα, χωροθετούνται στα όρια εκτός των τειχών στην περιοχή της Μπάρας και εντός των τειχών στο Βαρδάρη και στο λιμάνι, τη βασική πύλη εισόδου της πόλης. Η Μπάρα ορίζεται μεταξύ των οδών Λαγκαδά και Μοναστηρίου, που έφτανε μέχρι τον Σιδηροδρομικό Σταθμό και ήταν σαν μια μικρή αυτόνομη πολιτεία μέσα στη Θεσσαλονίκη.
Η περιοχή της Μπάρας ή συνοικία των Ελών ανθίζει την περίοδο 1916-1918, λόγω των 300.000 στρατιωτών. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λοιπόν, στη συνοικία της Μπάρας συγκεντρώνονται 1.500 ιερόδουλες, γεγονός που τις καθιστά τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εκδιδόμενων γυναικών της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Οι κοπέλες περνούσαν από την επιτροπή αφροδίσιων νοσημάτων για την έκδοση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος. Αντίθετα στην οδό Ειρήνης με τα πολυώροφα σπίτια, προσέλκυαν εύπορους πελάτες, που έπρεπε να νοικιάσουν δωμάτιο και να περάσουν πρώτα από την υπεύθυνη των κοριτσιών. Ετσι έχουμε και την πρώτη μορφή «μπράβων». Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, η Εκκλησία, αλλά και ο νεοσύστατος ΟΗΕ, ζήτησαν και επεδίωξαν το οριστικό κλείσιμο της Μπάρας. Η πλειονότητα των οίκων ανοχής έκλεισε το 1949, εκτός από ορισμένους, που παρέμειναν ανοικτοί για να εξυπηρετούν τους στρατιώτες και τους επισκέπτες της πόλης».
Από το 1950 έως το 2011, σε μια πρώτη φάση απομένει μια «πύκνωση στο χώρο», στις οδούς Μοναστηρίου, Γιαννιτσών και την περιοχή έναντι πλατείας δικαστηρίων και το Βαρδάρη και μια δεύτερη πύκνωση στα Λαδάδικα, η οποία εξελικτικά μετά τη δεκαετία του ’90 λόγω αναπλάσεων (Πολιτιστική Πρωτεύουσα) εξαλείφεται. Η κύρια περιοχή δράσης ιεροδούλων στο δρόμο είναι οι οδοί Μοναστηρίου και Γιαννιτσών, στο τμήμα της περιοχής του σταθμού. Το 2003 η αδειοδότηση των οίκων ανοχής πέρασε από την Ελληνική Αστυνομία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ενα χρόνο αργότερα αδειοδοτήθηκαν στη Θεσσαλονίκη 12 οίκοι ανοχής. Το 2010, ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 29, όλοι τους στο δεύτερο Δημοτικό διαμέρισμα. Από την 1η Ιανουαρίου του 2011 δεν δόθηκε καμία άδεια και ούτε πολλές ανανεώσεις λειτουργίας. Ο νυν δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γ. Μπουτάρης, έχει θέσει στο δημοτικό συμβούλιο μια πρόταση για την υλοποίηση ρυθμιστικού σχεδίου για τη χωροθέτηση των οίκων ανοχής σε μη κατοικημένες περιοχές, καθώς οι κάτοικοι αγανακτούν με την κατάσταση που επικρατεί και δρουν με βραδινές πορείες διαμαρτυρίας. Τα τελευταία χρόνια πολλοί οίκοι ανοχής έχουν μετεγκατασταθεί από τον Βαρδάρη προς τα Σφαγεία, καθώς οι άδειες τους δεν ανανεώνονται.
Η «αφανής κεντρικότητα» αναφέρεται στα τελευταία 10 χρόνια, όπου το φαινόμενο αφορά τη διασπορά των οίκων ανοχής, που πλέον μετονομάζονται σε κέντρα σωματικής ευεξίας και διαχέονται σε όλη τη Θεσσαλονίκη, όπως ενδεικτικά αναφέρουν κάποιοι πληροφορητές στις οδούς Κωνσταντίνου Καραμανλή, Βασιλίσσης Ολγας αλλά και γενικότερα σε όλο το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης. Η «υπερπροσφορά» λευκής σαρκός συνδέεται με τις αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη, τη δεκαετία του ‘ 90, με εισαγωγή αλλοδαπών γυναικών κατά ποσοστό 80% Βουλγάρων και Ρουμάνων, Ρωσίδων , Ουκρανών και προσφάτως με καταγωγή από τη Νιγηρία και την Γκάνα.
Στην Αθήνα
Οι περιοχές της πορνείας στην Αθήνα είναι από τη Σοφοκλέους μέχρι το Μεταξουργείο. Λειτουργούν περίπου 250 οίκοι ανοχής. Η πορνεία στους δρόμους ξεκινά 1,5 χιλιόμετρο από την Ομόνοια προς Γαλατσίου και Φυλής
Η ίδια αλληλουχία ακολουθήθηκε και στην Αθήνα, όπου καταλήξαμε σε μια αντίστοιχη τυπολογία και ροή με τη Θεσσαλονίκη.
Στις αρχές του 1900, εμφανίζονται στο Γκάζι οι πρώτοι οίκοι ανοχής. Βλέπουμε μια χωροθέτηση στα άκρα της πόλης, όπως και στη Θεσσαλονίκη. Την περίοδο από το 1910 έως το 1950 εμφανίστηκε το φαινόμενο του πεζοδρομίου πρώτη φορά λόγω του διατάγματος 3031/55, που προέβλεπε το κλείσιμο και των τελευταίων 11 οίκων ανοχής που λειτουργούσαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, σύμφωνα με τις εντολές της UNESCO για τη μετάδοση αφροδίσιων νοσημάτων. Το φαινόμενο αυτό χωροθετούνταν στις οδούς Σοφοκλέους, Αθηνάς, Αγίου Κωνσταντίνου και στις παρόδους τους. Τα επόμενα χρόνια οι περισσότερες από τις εκδιδόμενες άρχισαν να εργάζονται σε παράνομα σπίτια, στην Τρούμπα και σε άλλες περιοχές της Αθήνας.
Το 1982 εγκαθίστανται σε παλιές και εγκαταλελειμμένες κατοικίες στο Μεταξουργείο πολυάριθμοι οίκοι ανοχής, στις οδούς Ιάσωνος και στους γύρω δρόμους. Η περιοχή ουσιαστικά αναπτύσσεται την περίοδο προαστιοποίησης της Αθήνας.
Στο Μεταξουργείο συναντώνται δύο αντίθετες ανθρωπορροές, αυτή των παλαιών κατοίκων που εγκαταλείπουν τις κεντρικές περιοχές με κατεύθυνση προς τα αθηναϊκά προάστια και αυτή των μεταναστών και των εκδιδόμενων γυναικών που εισέρχονται στο Μεταξουργείο και δημιουργούν τις δικές τους «ετεροτοπίες». Οι περιοχές της πορνείας στην Αθήνα είναι από τη Σοφοκλέους μέχρι το Μεταξουργείο. Λειτουργούν περίπου 250 οίκοι ανοχής, με μόλις 7 από αυτούς να έχουν άδεια. Η πορνεία στους δρόμους ξεκινά 1,5 χιλιόμετρο από την Ομόνοια μέχρι τη Γαλατσίου και κατευθύνεται στη Φυλής και στους παράπλευρους δρόμους. Επίσης έντονα το φαινόμενο αναπτύσσεται στο τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς 28ης Οκτωβρίου, Βερανζέρου, Χαλκοκονδύλη και 3ης Σεπτεμβρίου. Στο Γκάζι, κοντά στις γραμμές του τρένου αλλά και στην Κωνσταντινουπόλεως, και στα στενά της Ιεράς Οδού, στη Μ. Αλεξάνδρου, στην Κασσάνδρας και στην Πειραιώς, όλο και περισσότερα πορνεία που βαφτίζονται «στούντιο» εγκαινιάζουν τη λειτουργία τους, ενώ εσχάτως άνοιξαν και στο Κουκάκι.
Στον Κεραμεικό-Μεταξουργείο εντοπίζεται το 20-25% των οίκων ανοχής, δηλαδή περίπου στους 70. Περιμετρικά των οδών Ιάσονος και Κολωνού άλλοι 57 οίκοι, ενώ στην Ιερά Οδό και την Κωνσταντινουπόλεως 13 οίκοι ανοχής. Εκτιμάται ότι τα παράνομα κέρδη από την πορνεία υπερβαίνουν τα 100 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ 1.000.000 άνδρες ετησίως επισκέπτονται τα πορνεία, εκ των οποίων οι 600.000 είναι στην Αθήνα, σύμφωνα με τον Γρήγορη Λάζο (2001).
Πολλά παλιά ξενοδοχεία του κέντρου έχουν μετατραπεί παράνομα σε οίκους ανοχής, ενώ τα τελευταία χρόνια ως χώροι «φιλοξενίας» του πληρωμένου έρωτα εμφανίζονται τα «Κέντρα Σωματικής Ευεξίας». Τέλος, 12 οίκοι ανοχής λειτουργούν σε διατηρητέα κτήρια, γεγονός που απαγορεύεται από τον νόμο. Την πλήρη εφαρμογή του νόμου που ρυθμίζει τη χωροθέτηση και τη λειτουργία των οίκων ανοχής έχουν ζητήσει με επιστολή τους προς τους αρμόδιους υπουργούς και τον δήμαρχο Αθηναίων Γιώργο Καμίνη κάτοικοι, επαγγελματίες, σύλλογοι και κινήσεις πολιτών του αθηναϊκού κέντρου.
Συμπεράσματα: διαχρονικό και ουσιαστικά αμετάβλητο φαινόμενο
Παρατηρούμε ότι η παγκοσμιοποίηση ενισχύει την εμπορευματοποίηση του σώματος και την εντατικοποίηση του διεθνούς κυκλώματος σωματεμπορίας. Περίπου 20.000 γυναίκες, εκ των οποίων 1.000 κοπέλες 13-15 ετών, παραμένουν στη βιομηχανία του σεξ, ενώ μόνο 1 στους 100.000 σωματέμπορους καταδικάζεται.
Οι οίκοι ανοχής είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο το οποίο συνδέεται άμεσα με την κοινωνία, τις κοινωνικές ομάδες και την πορεία τους μέσα στο χρόνο. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα δεν έχει παύσει η λειτουργία τους, δηλαδή δεν υπήρξε κάποια χρονική περίοδος απουσίας ή εξάλειψης του φαινομένου.
Από τις πρώτες φάσεις της χωρικής συγκέντρωσης του φαινομένου στα άκρα της πόλης, έως τη σημερινή διασπορά του σε κέντρα σωματικής ευεξίας, φανερώνεται η επίδραση των νομικών μεταρρυθμίσεων της κοινωνίας.
Παρουσιάζεται μία νομότυπη κοινωνία, η οποία φαίνεται να ικανοποιεί μέσω διατάξεων την αρνητική αντίδραση των πολιτών στο φαινόμενο, ενώ ενδόμυχα το συγκαλύπτει λόγω οικονομικών και προσωπικών οφελών. Συνεπώς, εκδηλώνεται μια αντίφαση που παράγεται στην πόλη μέσω των δύο στάσεων που υιοθετεί η κοινωνία. Οι άνισες ταξικές σχέσεις που αναδύονται γύρω από την πορνεία, αναπαράγουν φαινόμενα όπως ο κοινωνικός εγκλωβισμός και αποκλεισμός.
Τέλος, οι ανθρωποποιητές μορφές του χώρου, δηλαδή οι οσμές, οι ήχοι, οι άνθρωποι, οι ενέργειες και γενικά η εικόνα που εντυπώνεται στην συνείδηση των ανθρώπων, ενισχύουν την άποψη ότι αυτοί οι χώροι ελάχιστα μεταβάλλονται στην πράξη.
enet.gr