Στο ΣτΕ οι δικηγόροι για την αύξηση του παράβολου

Ως αντισυνταγματική, αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και την ελληνική νομοθεσία αντίκειται η αύξηση κατά 1.000% του παραβόλου της μήνυσης και το τέλος της πολιτικής αγωγής κατά 500%, υποστηρίζουν με προσφυγή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας δέκα Δικηγορικοί Σύλλογοι.Οι δέκα Σύλλογοι είναι: Ιωαννίνων, Άρτας, Σύρου, Κω, Χίου, Αιγίου, Λαμίας, Φλώρινας, Κατερίνης και Αλεξανδρούπολης.

Οι δέκα Σύλλογοι ζητούν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 123827/2010 απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης με την οποία αναπροσαρμόσθηκαν το παράβολο της μήνυσης από 10 σε 100 ευρώ και το τέλος πολιτικής αγωγής από 10 σε 50 ευρώ.

Υποστηρίζουν ότι το παράβολο της μήνυσης αποτελεί φόρο και αυτό γιατί “δεν συνδέεται με κάποια ειδική αντιπαροχή στον μηνυτή, ούτε συνάπτεται καθ’ οποιονδήποτε τρόπο με το κόστος της πράξεως της οποίας αποτελεί αντιπαροχή, ώστε να δύναται να χαρακτηρισθεί ως “τέλος”. Και αυτό -συνεχίζουν οι Σύλλογοι- γιατί η δίωξη του εγκλήματος σε μια ευνομούμενη και δικαιοκρατούμενη δημοκρατία (όπως κατά το Σύνταγμα είναι και οφείλει να είναι η Ελληνική Δημοκρατία) αποτελεί υποχρέωση του κράτους και ως εκ τούτου δεν είναι νοητό ο πολίτης, και ιδίως το θύμα εγκληματικής πράξης, να πληρώνει στο κράτος συγκεκριμένο ποσό (και μάλιστα ιδιαίτερα υψηλό με βάση την τρέχουσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία), προκειμένου αυτή να ασκήσει δική της υποχρέωση (και μάλιστα, επί ποινή απαραδέκτου της μηνύσεως ή εγκλήσεως), που απορρέει από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας”.

Η αύξηση του παραβόλου της μηνύσεως προσκρούει και σε μια πλειάδα συνταγματικών άρθρων και ειδικά στα άρθρα 4, 43 και 78, καθώς η επιβάρυνση αυτή δεν συνδέεται με τη φοροδοτική ικανότητα κάθε Έλληνα πολίτη ή με την απόκτηση εισοδήματος, αλλά επιβάλλεται αδιακρίτως “επί του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο σε ποινικής φύσεως υποθέσεις”.

Με άλλα λόγια -επισημαίνουν – ο επίμαχος φόρος “δεν αφορά το εισόδημα και τη φοροδοτική ικανότητα κάθε Έλληνα ή έστω μιας συγκεκριμένης κατηγορίας Ελλήνων, αλλά επιβάλλεται αδιακρίτως εισοδήματος και φοροδοτικής ικανότητας στα θύματα εγκληματικών πράξεων (ακόμα και σε όσους ανακοινώνουν έγκλημα στην αρχή)”. Αυτό όμως αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών (ανέργων, χαμηλόμισθων, χαμηλοσυνταξιούχων) και φορολόγηση όχι του εισοδήματος και της περιουσίας αλλά του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, συμπληρώνουν οι Σύλλογοι.

Εν πάσει περιπτώσει, η αύξηση έπρεπε να γίνει με Προεδρικό Διάταγμα και όχι με υπουργική απόφαση, σημειώνουν οι Σύλλογοι, ενώ παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι η αναπροσαρμογή του τέλους πολιτικής αγωγής πλέον του ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αντίκειται και στα άρθρα 4, 20, 43, 72 και 78 του Συντάγματος.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ