Ούτε μη κρατικά, ούτε πανεπιστήμια…

ΓΡΑΦΕΙ Ο Γιάννης Μυλόπουλος*
Τα καλά νέα για τους οπαδούς της εμπορευματοποίησης της Παιδείας στην Ελλάδα είναι ότι ο στόχος της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων επετεύχθη.
Τα κακά νέα είναι ότι στη χώρα μας που δεν υπάρχουν κρατικά πανεπιστήμια αλλά δημόσια, αυτά που αδειοδοτήθηκαν δεν μπορεί να είναι εξ αντιδιαστολής μη κρατικά, αλλά ιδιωτικά.
Κι ακόμη, τα κακά νέα είναι ότι αυτά που αδειοδοτήθηκαν δεν είναι ούτε πανεπιστήμια, όπως οι κυβερνητικοί βιάστηκαν να βαφτίσουν τα κολέγια. Αφού οι πρώτες άδειες δόθηκαν με μόνο κριτήριο τις κτιριακές υποδομές και την εκπλήρωση κάποιων διαδικαστικών προϋποθέσεων.
Καμία αξιολόγηση όλων αυτών που κάνουν έναν οργανισμό να χαρακτηρίζεται ως πανεπιστήμιο δεν έχει γίνει, ώστε να δικαιολογείται ο βεβιασμένος χαρακτηρισμός τους ως ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Το μεγάλο πρόβλημα, συνεπώς, με την κυβερνητική πολιτική στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι ότι και εδώ στηρίζεται σε επικοινωνιακά τεχνάσματα που σκοπό έχουν να θολώσουν τα νερά και να παραπλανήσουν τελικά την κοινή γνώμη. Ακόμη και με τη χρήση αδόκιμων ή και ψευδεπίγραφων όρων.
Το πρόβλημα, τελικά, με την όλη μεθόδευση δεν εξαντλείται μόνο στη χαμηλή ποιότητα των ξένων ιδρυμάτων που υπέβαλαν αίτημα στη χώρα μας για να λειτουργήσουν σαν μη κρατικά πανεπιστήμια.
Το πρόβλημα δεν είναι, δηλαδή, μόνον ότι δεν ήρθαν το Harvard, το Columbia και το MIT, όπως ατεκμηρίωτα υπόσχονταν οι κυβερνητικοί. Αφού, τελικά, ενδιαφέρθηκαν, εκτός από την περίπτωση ενός μικρού Κυπριακού ιδιωτικού πανεπιστημίου, μόνο τα κατά κανόνα χαμηλής κατάταξης στις διεθνείς λίστες ακαδημαϊκής αξιολόγησης ιδρύματα που συνεργάζονται ήδη μέσω εμπορικών συμφωνιών με Έλληνες επιχειρηματίες, με τη μορφή των ιδιωτικών κολεγίων.
Οπότε, έτσι, διαψεύδεται το βασικό κυβερνητικό επιχείρημα που στήριξε τον αντισυνταγματικό νόμο που επέτρεψε την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ότι, δήθεν, τα ιδιωτικά θα αναβάθμιζαν, δια του ανταγωνισμού, τα δημόσια.
Αφού δεν είναι δυνατόν χειρότερα σε ακαδημαϊκή κατάταξη ιδρύματα ούτε να ανταγωνιστούν τα πολύ καλύτερα ελληνικά, ούτε, πολύ περισσότερο, να τα βελτιώσουν.
Αυτό που είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην όλη υπόθεση είναι ότι οι άδειες λειτουργίας δίνονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που εκπροσωπούν ξένα πανεπιστήμια χαμηλής, κατά κανόνα, ακαδημαϊκής ποιότητας, οι οποίες, όμως, δεν είναι ούτε μη κρατικές και πολύ περισσότερο δεν είναι και δεν μπορούν να λέγονται πανεπιστήμια.
Τουλάχιστον για την ώρα και μέχρι να αξιολογηθούν σε όλα αυτά που κάνουν μια εκπαιδευτική επιχείρηση να είναι πανεπιστήμιο. Κι αυτό ανεξάρτητα από το αν τυπικά οι νέες δομές είναι παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων.
Καθώς στην Ελλάδα θα πρέπει να έχουν το δικό τους πρόγραμμα σπουδών, τις δικές τους αξιοκρατικές διαδικασίες εκλογής καθηγητών και διοίκησης, καθώς και το δικό τους ακαδημαϊκό προσωπικό.
Δεν μπορεί, δηλαδή, ένα ξένο πανεπιστήμιο που συνεργάζεται με μια εμπορική συμφωνία με κάποιον επιχειρηματία στην Ελλάδα και δηλώνει την πρόθεση να λειτουργήσει παράρτημα στη χώρα μας, αυτόματα και χωρίς καμία ουσιαστική αξιολόγηση να βαφτίζεται πανεπιστήμιο.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει η έννοια του μη κρατικού πανεπιστημίου, γιατί δεν υπάρχει και η έννοια του αντιθέτου, δηλαδή του κρατικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Τα ελληνικά Πανεπιστήμια δεν είναι κρατικά. Οπότε δεν μπορεί και τα αδειοδοτούμενα σήμερα, εξ αντιδιαστολής, να αποκαλούνται μη κρατικά.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι δημόσια, ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, (ΝΠΔΔ). Τα οποία, μάλιστα, σύμφωνα και πάλι με το Σύνταγμα, είναι και αυτοδιοκούμενα.
Αν τα πανεπιστήμια ήταν κρατικά ιδρύματα, τότε οι διοικήσεις τους θα διορίζονταν από το κράτος και θα άλλαζαν κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, όπως συμβαίνει με όλους τους κρατικούς φορείς, όπως η ΕΡΤ, ο ΟΠΕΚΕΠΕ κλπ.
Δεν θα εκλέγονταν, δηλαδή, οι πρυτάνεις, οι κοσμήτορες και οι πρόεδροι από εκλογές στις οποίες συμμετέχουν μόνο καθηγητές πανεπιστημίου, αλλά θα διορίζονταν από το κράτος.
Κι ακόμη, αν τα πανεπιστήμια ήταν κρατικά, οι καθηγητές δεν θα εκλέγονταν με αξιοκρατικά κριτήρια από ανεξάρτητα από το κράτος εκλεκτορικά σώματα, ούτε θα αποκαλούνταν από το Σύνταγμα δημόσιοι λειτουργοί. Θα διορίζονταν από το κράτος και θα αντιμετωπίζονταν σαν δημόσιοι ή κρατικοί υπάλληλοι.
Και τέλος, αν τα πανεπιστήμια ήταν κρατικά, τα προγράμματα σπουδών τους και η ύλη που διδάσκουν δεν θα αποφασίζονταν αυτοτελώς από τα Τμήματα και τις Σχολές, από σώματα δηλαδή που απαρτίζονται μόνο από καθηγητές πανεπιστημίου, αλλά θα ορίζονταν, όπως στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, από το υπουργείο Παιδείας.
Οπότε, αφού τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι κρατικά αλλά δημόσια, εξ αντιδιαστολής και τα αδειοδοτούμενα σήμερα ιδρύματα δεν είναι μη κρατικά, αλλά καθαρά ιδιωτικά.
Το τραγικό και συγχρόνως και παραπλανητικό, όμως, είναι ότι αυτά τα ιδιωτικά διδακτήρια που εύκολα αποκαλούνται μη κρατικά πανεπιστήμια, δεν δικαιούνται να αποκαλούνται ούτε πανεπιστήμια. Τουλάχιστον μέχρι να αποδείξουν ότι είναι.
Πρώτα και κύρια γιατί ένα πανεπιστήμιο έχει ως βασική αποστολή την έρευνα και την εκπαίδευση. Την παραγωγή, δηλαδή, και τη μετάδοση της επιστημονικής γνώσης.
Η αδειοδότηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, όμως, έγινε με βάση όχι τις επιδόσεις τους στην έρευνα και την εκπαίδευση, αλλά με βάση τις κτιριακές τους υποδομές και την εκπλήρωση κάποιων τυπικών διαδικασιών, όπως ασφαλιστικές και φορολογικές ενημερότητες κλπ.
Ούτε προγράμματα σπουδών έχουν παρουσιάσει ακόμη, προκειμένου αυτά να αξιολογηθούν ακαδημαϊκά ως προς την επάρκεια και την ποιότητά τους, ούτε όμως και ερευνητικά αποτελέσματα έχουν να επιδείξουν, προκειμένου να αξιολογηθεί ο καινοτόμος και πρωτότυπος χαρακτήρας της έρευνας που διεξάγουν.
Τα τρία από τα τέσσερα μάλιστα ιδρύματα που αδειοδοτούνται, λειτουργούσαν μέχρι τώρα σαν κολέγια, δηλαδή σαν απλά διδακτήρια και όχι σαν πανεπιστήμια που διεξάγουν και έρευνα και εκπαίδευση. Ενώ για το τέταρτο, το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι αποτελεί παράρτημα ενός μικρού Κυπριακού πανεπιστημίου.
Το κυριότερο από όλα, όμως, είναι ότι για την αδειοδότησή τους, δεν χρειάστηκε καν να παρουσιάσουν το πιο σημαντικό στοιχείο που καθιστά ένα διδακτήριο πανεπιστήμιο, το ακαδημαϊκό τους προσωπικό. Προκειμένου αυτό να αξιολογηθεί με ακαδημαϊκά κριτήρια ως προς την επάρκεια των εκπαιδευτικών και ερευνητικών του δραστηριοτήτων.
Πρώτα, δηλαδή, αυτά εγκρίθηκαν και αδειοδοτήθηκαν και μετά θα παρουσιάσουν προγράμματα σπουδών, προσωπικό και εκπαιδευτικές και ερευνητικές ικανότητες.
Οπότε γίνεται αντιληπτό ότι στην πραγματικότητα αυτά που αδειοδοτούνται σήμερα μένει να αποδειχθεί αν είναι κανονικά πανεπιστήμια.
Μέχρι να αποδειχθούν όλα αυτά δεν είναι ούτε μη κρατικά, ούτε πανεπιστήμια. Είναι ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις που συνεργάζονται με ξένα πανεπιστήμια και που επιδιώκουν να γίνουν, αν τελικά τα καταφέρουν, κανονικά πανεπιστήμια.
Το γεγονός ότι εμφανίζονται σαν παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, άλλωστε, δεν αρκεί για να τους προσδώσει τον τίτλο του πανεπιστημίου. Αφού θα πρέπει να αποκτήσουν με αξιοκρατικές διαδικασίες το δικό τους ακαδημαϊκό προσωπικό, από την ποιότητα, την εμπειρία και το δυναμικό του οποίου, καθώς και από τις εσωτερικές διαδικασίες που θα ακολουθήσουν, που ούτε αυτές αξιολογήθηκαν ακόμη, θα εξαρτηθεί η ικανότητά τους να παράγουν και να μεταδίδουν με επάρκεια την επιστημονική γνώση.
Και όπως καλά γνωρίζουν όσοι εργάζονται σε πανεπιστήμια, η διαδικασία αυτή της αξιολόγησης και της πιστοποίησης, για να γίνει σωστά, είναι μια μακρά και χρονοβόρα διαδικασία. Και όχι μια διαδικασία fast track λίγων εβδομάδων, όπως προτίθεται να την προχωρήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Υπάρχει, όμως, εδώ και ένας ακόμη επιβαρυντικός παράγοντας για το βεβιασμένο βάφτισμα των εκπαιδευτικών επιχειρήσεων ως πανεπιστημίων.
Η επιστημονική έρευνα είναι ακριβή υπόθεση για να χρηματοδοτηθεί από ιδιώτες, καθώς χρειάζεται τόσο υψηλής στάθμης επιστημονικό προσωπικό, όσο και εργαστηριακούς εξοπλισμούς και τεχνικό προσωπικό. Γι’ αυτό υπάρχει μεγάλος κίνδυνος οι επιχειρήσεις που σήμερα αδειοδοτούνται να μη γίνουν ποτέ πανεπιστήμια.
Να παραμείνουν, δηλαδή, απλά ιδιωτικά διδακτήρια, καθώς η αναβάθμισή τους ενδεχομένως να κριθεί ως μη συμφέρουσα οικονομικά.
Μέχρι τότε, όμως, μέχρι να αποδείξουν δηλαδή ότι τον αξίζουν τον τίτλο του πανεπιστημίου, η κυβέρνηση θα τα αποκαλεί επισήμως μη κρατικά πανεπιστήμια. Παραπλανώντας τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι εμπιστευόμενοι την κυβέρνηση θα πιστεύουν ότι σπουδάζουν σε κανονικά πανεπιστήμια…
*Γιάννης Α. Μυλόπουλος, Καθηγητής, πρώην Πρύτανης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο tvxs.gr