Το διάβασμα και η ακρόαση δεν είναι εναλλάξιμοι τρόποι μάθησης. Ο εγκέφαλος επεξεργάζεται αλλιώς τον γραπτό και τον προφορικό λόγο. 

Ακόμη και σε μια εποχή γεμάτη podcasts, η παρουσία των βιβλίων παραμένει σταθερή. Το διάβασμα εξακολουθεί να έχει σημασία, παρότι υπάρχει η δυνατότητα ακρόασης σχεδόν οποιουδήποτε περιεχομένου. Αυτό συμβαίνει γιατί το διάβασμα και η ακρόαση δεν είναι ισοδύναμα, καθώς ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τη γλώσσα με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περίπτωση.

Κατά την ανάγνωση, ενεργοποιούνται μηχανισμοί που περιλαμβάνουν την αναγνώριση γραμμάτων, την αντιστοίχισή τους με ήχους, τη σύνδεση αυτών των ήχων με έννοιες και στη συνέχεια τη νοηματική σύνδεση λέξεων και προτάσεων. Οπτικά στοιχεία, όπως σημεία στίξης και παραγραφοποίηση, διευκολύνουν την κατανόηση και επιτρέπουν τον έλεγχο του ρυθμού ανάγνωσης.

Στην ακρόαση, ο προφορικός λόγος ακολουθεί τον ρυθμό του ομιλητή και δεν προσφέρει τα ίδια οπτικά σημεία στήριξης. Ο προφορικός λόγος είναι συνεχής, χωρίς σαφή διαχωρισμό λέξεων, και απαιτεί από τον εγκέφαλο να αναγνωρίζει τα όρια ανάμεσα στους ήχους και να συνδέει τα νοήματα σε πραγματικό χρόνο. Παράλληλα, χρειάζεται προσοχή στον τόνο, στην πρόθεση και στην ταυτότητα του ομιλητή, ώστε να αποδοθεί το σωστό νόημα.

Η ακρόαση θεωρείται συχνά ευκολότερη, αλλά αυτό ισχύει κυρίως σε περιπτώσεις όπου το περιεχόμενο είναι απλό και αφηγηματικό, όπως σε μια μυθοπλαστική ιστορία. Σε πιο σύνθετα κείμενα — επιστημονικά, πληροφοριακά ή αναλυτικά — η ανάγνωση προσφέρει περισσότερα πλεονεκτήματα. Υπάρχει δυνατότητα επιστροφής σε αποσπάσματα, σημειώσεων, επεξεργασίας με τον δικό μας ρυθμό.

Αντίθετα, η ακρόαση απαιτεί παύση και επαναφορά, κάτι λιγότερο ακριβές και συχνά διασπαστικό για τη ροή της κατανόησης. Η ανάγνωση, με λίγα λόγια, προσφέρει μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο περιεχόμενο.

Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις όπου η ακρόαση υπερτερεί. Για άτομα με δυσλεξία ή άλλες μαθησιακές δυσκολίες, η ακρόαση μπορεί να βοηθήσει στην πρόσληψη πληροφορίας, καθώς παρακάμπτεται η δυσκολία στην αποκωδικοποίηση γραπτού λόγου.

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι η εμπλοκή με το περιεχόμενο. Η ακρόαση συχνά γίνεται παράλληλα με άλλες δραστηριότητες, όπως η γυμναστική ή η περιήγηση στο διαδίκτυο, γεγονός που μειώνει τη συγκέντρωση. Αντίθετα, το διάβασμα απαιτεί σχεδόν αποκλειστική προσοχή, κάτι που ενισχύει την εμβάθυνση.

Έρευνες δείχνουν πως, όταν δίνεται το ίδιο υλικό για μελέτη μέσω ανάγνωσης και μέσω ακρόασης, η ανάγνωση οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα κατανόησης, ειδικά όταν το περιεχόμενο είναι απαιτητικό και όταν υπάρχει απόσπαση προσοχής κατά την ακρόαση.

Τα τελευταία νέα