Το πιο διαδεδομένο ζιζανιοκτόνο στον κόσμο συνδέεται πλέον με λευχαιμία και όγκους

Νέα μελέτη συνδέει τη γλυφοσάτη και το Roundup με αυξημένο κίνδυνο λευχαιμίας και όγκων, θέτοντας ερωτήματα για την ασφάλεια του πιο διαδεδομένου ζιζανιοκτόνου
Μια διετής μελέτη καρκινογένεσης σε αρουραίους αναφέρει αυξημένα ποσοστά καλοήθων και κακοήθων όγκων μετά από συνεχή έκθεση σε γλυφοσάτη ή σε ζιζανιοκτόνα που περιέχουν γλυφοσάτη.
Τι είναι τα ζιζανιοκτόνα – τα βασικά
Η γλυφοσάτη είναι το κύριο συστατικό σε πολλά δημοφιλή ζιζανιοκτόνα, με πιο γνωστό το Roundup. Χρησιμοποιείται από αγρότες, κηπουρούς αλλά και συνεργεία δήμων για την καταπολέμηση ανεπιθύμητων φυτών και ζιζανίων.
Δρα εμποδίζοντας ένα ένζυμο που είναι απαραίτητο στα φυτά για την ανάπτυξή τους. Επειδή τα ζώα και οι άνθρωποι δεν διαθέτουν αυτό το ένζυμο, θεωρήθηκε αρχικά σχετικά ασφαλής για τον άνθρωπο. Έτσι η χρήση της εξαπλώθηκε παγκοσμίως.
Ωστόσο, μερικά ζιζάνια έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα, γεγονός που οδηγεί σε χρήση μεγαλύτερων ποσοτήτων ή ισχυρότερων σκευασμάτων. Παράλληλα, ερευνητές έχουν εκφράσει ανησυχίες για πιθανές επιπτώσεις της στη γόνιμότητα του εδάφους, στη βιοποικιλότητα και στη μακροπρόθεσμη υγεία των ανθρώπων.
Μελετώντας τους κινδύνους
Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Ερευνητικό Κέντρο Καρκίνου Cesare Maltoni του Ινστιτούτου Ramazzini στην Ιταλία, με συνεργασίες από πανεπιστήμια και φορείς δημόσιας υγείας σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Η έκθεση ξεκίνησε από την περίοδο της εγκυμοσύνης και συνεχίστηκε για 104 εβδομάδες σε αρουραίους Sprague-Dawley. Αυτή η προσέγγιση καλύπτει κρίσιμα στάδια ανάπτυξης που δεν αποτυπώνονται σε μελέτες μόνο ενηλίκων.
Τα ζώα λάμβαναν είτε καθαρή γλυφοσάτη είτε δύο εμπορικά σκευάσματα (Roundup BioFlow στην ΕΕ και RangerPro στις ΗΠΑ), μέσα από το πόσιμο νερό τους. Οι δόσεις αντιστοιχούσαν στα «αποδεκτά» όρια που χρησιμοποιούν οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές.
Οι ερευνητές εξέτασαν δεκάδες όργανα με τυποποιημένη παθολογική ανάλυση. Η συνολική υγεία (επιβίωση, βάρος, πρόσληψη τροφής και νερού) ήταν παρόμοια με την ομάδα ελέγχου, κάτι που δείχνει ότι οι όγκοι δεν οφείλονταν σε γενική κακουχία.
Γλυφοσάτη και λευχαιμία
Η λευχαιμία ξεχώρισε ιδιαίτερα, με σαφή τάση που σχετιζόταν με τη δόση και χωρίς κανένα περιστατικό στην ομάδα ελέγχου.
Αυξήσεις καταγράφηκαν επίσης σε όγκους του δέρματος, του ήπατος, του θυρεοειδούς, του νευρικού συστήματος, των ωοθηκών, του μαστού στους αρσενικούς, των επινεφριδίων, των νεφρών, της ουροδόχου κύστης, των οστών και του παγκρέατος.
Σχεδόν 40% των θανάτων από λευχαιμία στα εκτεθειμένα ζώα σημειώθηκαν πριν συμπληρώσουν ένα έτος ζωής – γεγονός σπάνιο για αυτό το είδος σε τέτοιες μελέτες.
Επιπλέον, υπήρξαν διαφορές ανάμεσα στα εμπορικά σκευάσματα και την καθαρή γλυφοσάτη, υποδεικνύοντας ότι οι πρόσθετες ουσίες (co-formulants) ίσως αλλάζουν την τοξικότητα.
Ανθρώπινες μελέτες
Το 2015, ο Διεθνής Οργανισμός Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC) κατέληξε ότι υπάρχει «επαρκής ένδειξη καρκινογένεσης σε πειραματόζωα» για τη γλυφοσάτη.
Στις ΗΠΑ, η μεγάλη Agricultural Health Study βρήκε αυξημένο αλλά όχι ξεκάθαρο κίνδυνο για οξεία μυελογενή λευχαιμία σε εργαζόμενους με υψηλή έκθεση.
Οι ρυθμιστικές αρχές
- Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων το 2023 στήριξε την ανανέωση της άδειας χρήσης γλυφοσάτης, αλλά αναγνώρισε «κενά δεδομένων» (π.χ. για υδρόβιους οργανισμούς και τα συστατικά των σκευασμάτων).
- Στις ΗΠΑ, η EPA (Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος) το 2022 υποχρεώθηκε από ομοσπονδιακό δικαστήριο να αποσύρει την προσωρινή της απόφαση και να επανεξετάσει τη στάση της.
Τι να περιμένουμε στο μέλλον
Η έναρξη της έκθεσης ήδη από την εγκυμοσύνη είναι κρίσιμη, καθώς τα πρώιμα στάδια ανάπτυξης θεωρούνται πιο ευάλωτα.
Άλλη έρευνα στην Καλιφόρνια βρήκε ότι υψηλότερα επίπεδα βιοδεικτών γλυφοσάτης στην παιδική ηλικία συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για ηπατικά προβλήματα και μεταβολικό σύνδρομο στην εφηβεία.
Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι πώς οι χαμηλές αλλά μακροχρόνιες εκθέσεις και τα πρόσθετα συστατικά επηρεάζουν διαφορετικά όργανα. Αυτό θα καθορίσει και το πώς οι αρχές θα αξιολογούν στο μέλλον τα «αποδεκτά» όρια.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Environmental Health.