Συνάντηση με εργαζομένους στο Πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» είχε σήμερα ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κώστας Αγοραστός. Συγκεκριμένα η πρόεδρος κα Αικατερίνη Σπανού και τα μέλη του συλλόγου τον ενημέρωσαν για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στο εν λόγω Πρόγραμμα καθώς στις 30-9-2012 λήγουν οι συμβάσεις τους.
Επιπρόσθετα υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι στους οποίους οφείλονται δεδουλευμένα από προηγούμενα έτη τα οποία δεν τους έχουν καταβληθεί ακόμα.
Από την πλευρά του ο κ. Αγοραστός δήλωσε τα εξής: «Το Πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι είναι μια σημαντική κοινωνικο-υποστηρικτική δομή και αποτελεί θεσμό με πολύπλευρη προσφορά μέχρι σήμερα. Σε μια περίοδο που η χώρα βρίσκεται σε μια έκτακτη κατάσταση και ολοένα και περισσότεροι συνάνθρωποί μας χρειάζονται φροντίδα και στήριξη, το θέμα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα ώστε να υπάρξει διέξοδος που θα ανακουφίσει τόσο τους περίπου 300 εργαζόμενους του Προγράμματος στη Θεσσαλία, όσο και τους τρεισήμισι με τέσσερις χιλιάδες συμπολίτες μας που εξυπηρετούνται από αυτό. Οι εργαζόμενοι του Προγράμματος κάτω από δύσκολες συνθήκες και υπό το καθεστώς αβεβαιότητας έχουν προσφέρει τα μέγιστα στην ομαλή λειτουργία του. Η πολιτεία έχει την υποχρέωση να στηρίζει την κοινωνική πρόνοια και παροχή υπηρεσιών, ως αντιστάθμισμα απέναντι στην οικονομική κρίση, τη φτώχεια, την ανέχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό».
Μετά από επικοινωνία που είχε ο περιφερειάρχης με τον υφυπουργό Εργασίας κ. Νίκο Παναγιωτόπουλο έγινε γνωστό ότι το Πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» συνεχίζεται μέχρι τις 31-3-2013. Από εκεί και έπειτα το πρόγραμμα θα αλλάξει μορφή και θα μετονομαστεί σε «Παρακολούθηση – Κατ’ οίκον Φροντίδα Ηληκιωμένων», ενώ γίνονται προσπάθειες απ’ το αρμόδιο Υπουργείο να υπάρχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για το νέο Πρόγραμμα.
Η κα Σπανού και οι εργαζόμενοι του Προγράμματος ευχαρίστησαν τον κ. Αγοραστό για τη στήριξη και τη συμπαράσταση στα δίκαια αιτήματα του συλλόγου τους, τόνισαν δε ότι αν δεν πληρωθούν έγκαιρα τα δεδουλευμένα που τους οφείλονται αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές συνδιαλλαγές τους με το κράτος (δηλαδή πληρωμή φόρων, τελών κ.α)