Του Γιώργου Σταθάκη
Τον Μάιο του 2014 θα δοθεί η τελευταία ευρωπαϊκή δόση του Μνημονίου. Για δύο ακόμα χρόνια θα δίνονται μικρές δόσεις από το ΔΝΤ. Το χρονοδιάγραμμα του σημερινού χρέους υποδηλώνει ότι το 2014 και το 2015 κορυφώνεται η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, καθώς προβλέπονται 28 και 14 δισ. ομολόγων που λήγουν μαζί με τους τόκους δανείων.
Στη συνέχεια, υπάρχει ομαλή ροή από το 2016 μέχρι το 2047, για 30 δηλαδή χρόνια, με μέση ετήσια πληρωμή της τάξης των 8 δισ., με εξαίρεση κάποιες μεμονωμένες χρονιές που αυξάνεται, στη δεκαετία 2030-2040.
Το χρηματοδοτικό κενό του 2014 και 2015 υπολογίζεται σε 11 δισ. και αυτό θα απαιτήσει νέα χρηματοδότηση, εάν θεωρήσουμε δεδομένο ότι η έξοδος στις αγορές που οραματίζεται η κυβέρνηση στα τέλη του 2014, έστω και για 4-5 δισ., είναι αμφίβολη. Με ή χωρίς Μνημόνιο, η νέα χρηματοδότηση μπορεί να πάρει πολλές μορφές, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία: χρηματοδότηση από τον μηχανισμό τού ESM, ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ανανέωση ομολόγων με μεταγενέστερη λήξη. Το πιο κρίσιμο είναι η απομείωση του χρέους, που επίσης έχει διάφορες παραλλαγές, από το κούρεμα μέχρι την επιμήκυνση από τα 30 στα 50 χρόνια.
Τώρα πια ο απολογισμός του Μνημονίου είναι αποκαλυπτικός. Στα 4 χρόνια ο βασικός μνημονιακός στόχος ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή κατά 20% του ΑΕΠ και η ισοσκέλιση του προϋπολογισμού. Αυτό προέκυψε από τις τεράστιες περικοπές των δημοσίων δαπανών και παρά την αύξηση της φορολογίας σε μικρή μείωση των φόρων και εισφορών. Με μια λέξη, ενδεικτικά, το 2009 το Ελληνικό Δημόσιο είχε 110 δισ. δαπάνες και 80 δισ. έσοδα, άρα 30 δισ. έλλειμμα, από τα οποία 12 δισ. ήταν τόκοι, με ΑΕΠ 230 δισ. Σήμερα έχει 75 δισ. δαπάνες και 75 δισ. έσοδα, με 6 δισ. τόκους, έστω εικονικούς, και με ΑΕΠ 180 δισ.
Ο δεύτερος στόχος του Μνημονίου ήταν η περικοπή των μισθών κατά 40% σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, που επίσης επιτεύχθηκε. Ο τρίτος μνημονιακός στόχος ήταν η λεγόμενη “αναπτυξιακή ατζέντα” του Μνημονίου, που ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και οι διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτές απέτυχαν πλήρως να κινητοποιήσουν επενδύσεις και, συνεπώς, η βαθιά ύφεση που προκάλεσε η δημοσιονομική προσαρμογή δεν βρήκε αντίβαρο. Εν πολλοίς, πρόκειται για το συνδυασμένο “λάθος” των τριών στόχων του Μνημονίου, που εξομολογείται πλέον, μάλλον υποκριτικά, το ΔΝΤ.
Με το τέλος του Μνημονίου τα αποτελέσματα είναι οικτρά. Το μεγαλύτερο πρόγραμμα “διάσωσης οικονομίας” που έχει γίνει ποτέ και δέσμευσε 240 δισ. δεν επέλυσε κανένα από τα βασικά προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση χρέους της Ελλάδας. Το δημόσιο χρέος από 120% του ΑΕΠ το 2009 είναι στο 170%, κατά κοινή ομολογία, εξώφθαλμα μη βιώσιμο. Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της προσαρμογής, η ύφεση και η ανεργία που θα φθάσουν το 30%, είναι οι χειρότερες επιδόσεις δυτικής οικονομίας από το 1929 μέχρι σήμερα, σε καιρό ειρήνης. Το τραπεζικό σύστημα, παρά τα 78 δισ. άμεσες ενισχύσεις και πολλά δισ. δανεισμού, παραπαίει και αδυνατεί να σταθεροποιηθεί.
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται πλέον στη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών, με ή χωρίς Μνημόνιο. Το τελευταίο εξάλλου δεν θα το αποφασίσει αυτή. Με τον προϋπολογισμό που κατέθεσε ολοκληρώνει το πακέτο μέτρων του Νοεμβρίου 2012, με τα μέτρα των 4,5 περίπου δισ. Οι περικοπές αφορούν κυρίως την υγεία. Με μικρές αλχημείες προσθέτει άλλο 1 δισ. και ελπίζει να χρησιμοποιήσει το αποθεματικό των 2,5 δισ. για να αποφύγει νέα μέτρα. Ανεβοκατεβάζει τα χρέη του Δημοσίου σε φορείς και ιδιώτες. Προσθέτει ή αφαιρεί κατά το δοκούν τις ευρωπαϊκές επιστροφές χάριν της εμφάνισης ισχυρού πλεονάσματος. Προσδοκά ότι η ύφεση θα συγκρατηθεί λόγω των ΕΣΠΑ και κάποιων ασθενικών ιδιωτικοποιήσεων.
Μετά η στρατηγική της κυβέρνησης παραμένει η ίδια. Η οικονομική πολιτική θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στις ιδιωτικοποιήσεις και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την αναζήτηση κάποιων επενδυτικών πεδίων. Μόνο που η κατάσταση δεν επιδέχεται καμίας επιδιόρθωσης για όσο διάστημα η ελληνική οικονομία παραμένει εντός του διπλού κύκλου τής “παγίδας ρευστότητας” και της “παγίδας του χρέους”. Και, κυρίως, για όσο διάστημα εφαρμόζονται αυτές οι πολιτικές.
ecoleft.gr