Ομιλία στη Βουλή ως Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της ΔΗΜΑΡ, στο πλαίσιο της Επίκαιρης Επερώτησης που κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα των Ανεξάρτητων Δημοκρατικών Βουλευτών σχετικά με τη φέτα, προς τους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης, Εξωτερικών, Οικονομικών, Ανάπτυξης και Τουρισμού, έκανε ο βουλευτής Λάρισας Θ. Ψύρρας.
Στην εισήγησή του ανέφερε:
«Από τη στιγμή που κατοχυρώθηκε η «φέτα»ως Π.Ο.Π. άρχισαν οι δικαστικοί αγώνες με χώρες που παρήγαν μεγάλες ποσότητες άσπρου τυριού. Τελικά, το 2005 η Ελλάδα δικαιώθηκε. Όμως στη διεθνή αγορά η Ελλάδα δεν μπορεί να προστατέψει το προϊόν της. Η Αυστραλία, η Τασμανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Τουρκία, κατακλύζουν τα ράφια σε ΗΠΑ και Αυστραλία πλήττοντας το ελληνικό προϊόν.
Στις διαπραγματεύσεις της ΕΕ με τρίτες χώρες στο πλαίσιο της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου τέθηκε το ζήτημα της φέτας με τη Σιγκαπούρη, το Βιετνάμ, την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα. Στην εμπορική συμφωνία με τον Καναδά, οι βιομηχανικές χώρες του Βορρά έκαναν παραχωρήσεις προς τους Καναδούς στο γεωργικό τομέα, προκειμένου να αποσπάσουν παραχωρήσεις σε προϊόντα που είχαν συμφέρον. Εκεί έγινε το παζάρι. Τελικά το καναδέζικο τυρί δεν μπορεί να έρθει ως «φέτα» στην αγορά της ΕΕ. Οι Καναδοί κατοχυρώνουν το δικαίωμα «όσοι μέχρι σήμερα παρήγαγαν λευκό τυρί και το πουλούσαν σαν “ελληνική φέτα” με ελληνικά σύμβολα, να μη χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό “ελληνική” ή τα ελληνικά σύμβολα και υποχρεώνονται να αναγράφουν τη χώρα προέλευσης. Όσοι δε Καναδοί μπουν από τώρα και έπειτα στο χώρο παραγωγής, το λευκό τυρί τους θα ονομάζεται “τύπου φέτα” δηλαδή με προσδιορισμούς “kind”, “type”, “style”, “imitation”».
Όμως οι Αμερικανοί που δυσανασχετούν με τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς στα αμερικανικά μεταλλαγμένα, εκβιάζουν και δεν αναγνωρίζουν τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς της ΕΕ. Έτσι η φέτα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο “νόμιμης αντιγραφής” από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στην Ινδονησία η ελληνική παρουσία ήταν αναιμική. Ο Υπουργός στην ομιλία του ούτε καν ανέφερε τη λέξη «φέτα». Έθεσε απλώς το θέμα της αναγνώρισης των ΠΟΠ στην Ολομέλεια. Για τις επαφές σε διμερές επίπεδο δεν έχουμε πληροφόρηση.
Επομένως, η Ελλάδα κινδυνεύει αυτό που κέρδισε σε ευρωπαϊκό επίπεδο να το χάσει σε διεθνές. Είμαστε στη μέση μιας διαπραγμάτευσης. Για αυτό και πρέπει να ασκηθεί στα πλαίσια της ελληνικής προεδρίας μια πολιτική ώστε:
1. να μην αλλοιωθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τη φέτα
2. να επεκταθεί η κατοχύρωσή της φέτα μέσω σύναψης πολυμερών και διμερών συμφωνιών
3. να συγκροτηθεί ελεγκτικός μηχανισμός για τον εντοπισμό των τυριών που διακινούνται ως φέτα
4. να συσταθεί Διεπαγγελματική Οργάνωση για να χειρίζεται τα θέματα της φέτας.
Βεβαίως, στη συζήτηση περίσσεψαν οι υπερβολές. Εκείνο που δεν συζητήθηκε ήταν η ουσία του προβλήματος και το οποίο αναδεικνύει τα προβλήματα της ελληνικής κτηνοτροφίας.
Μιλάμε για ελληνική φέτα. Σύμφωνα με τον ορισμό: πρέπει να παράγεται από γάλα πρόβειο ή μείγμα με γίδινο που προέρχεται από φυλές παραδοσιακά εκτρεφόμενες και προσαρμοσμένες στην περιοχή παρασκευής της «φέτας» και η διατροφή τους πρέπει να βασίζεται στη χλωρίδα της εν λόγω περιοχής».
Αλλά εμείς μιλάμε για τη φέτα; Γιατί πολύ συχνά αυτό που εμείς παράγουμε, ναι, τυρί είναι….Φέτα είναι;
Θα θέσω μια σειρά από “υπονομευτικά” ερωτήματα:
Τα πρόβατα και τα κατσίκια ανήκουν σε εγχώριες φυλές (χιώτικα, καραγκούνικα κ.λ.π.);
Εισάγουμε ζώα από το εξωτερικό (Λακόν κ.λ.π.);
Εισάγουμε γάλα ιδίως από τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων;
Εισάγουμε ζωοτροφές;
Εισάγουμε καλλιέργειες για την τυροκόμηση;
Ας απαντήσουμε με το χέρι στην καρδιά…
Για παραδοσιακά τυριά μιλάμε; Που έγκειται ακριβώς η ιδιαιτερότητά τους; ή μήπως μπορούν να παραχθούν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου; οπότε…
Αν θέλουμε λοιπόν, αύριο, να μην βρεθούμε μπροστά σε καταστάσεις ανεξέλεγκτες και στην ευρωπαϊκή αγορά έχοντας απέναντί μας και τους εταίρους και δεν φροντίσουμε από τώρα να τους αφαιρέσουμε τα ενάντια επιχειρήματα, τότε πρέπει να μπούμε σε δρόμο μεταρρυθμίσεων της ελληνικής κτηνοτροφίας.
Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε τα προβλήματα και τα λάθη μας, να εφαρμόσουμε οριζόντια μέτρα σε όλη την επικράτεια και να σχεδιάσουμε την ανάπτυξη και τα παραδοτέα ανάλογα με την περιοχή.
Τα ντόπια προϊόντα έχουν τη δυνατότητα να είναι υψηλής ποιότητας. Αυτό όμως δεν αποδεικνύεται σήμερα. Το σύστημα πρέπει να αρχίζει να λειτουργεί από την αρχή σε νέες βάσεις. Οι παραγωγοί πρέπει, για να προστατέψουν τους εαυτούς τους, να προσαρμοστούν στα σύγχρονα δεδομένα.
Οι μεταποιητές και οι έμποροι να προσαρμοστούν στις σύγχρονες απαιτήσεις και παράλληλα να γίνουν σύμμαχοι και συνεργάτες με τους παραγωγούς.
Οι επιστήμονες να αναπτύξουν και να εγκαταστήσουν συστήματα ποιότητας και υγιεινής «από τον στάβλο μέχρι το τραπέζι» και «από το τραπέζι στον στάβλο» τα οποία θα είναι προσαρμοσμένα στις τοπικές εδαφο-κλιματολογικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Οι καταναλωτές να αρχίσουν να ενδιαφέρονται για την ποιότητα των τροφίμων που αγοράζουν και να ετοιμαστούν να πληρώσουν το κόστος της διασφάλισης της υγείας τους.
Δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι η λειτουργία του συστήματος της κτηνοτροφίας είναι πολυδιάσταστη και επομένως απαιτεί:
Διαρκή διάχυση τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, διαρκή εκσυγχρονισμό των εκμεταλλεύσεων, υπηρεσίες υποστήριξης, τεχνική υποδομή στην ενδοχώρα, εφαρμογή συστημάτων διαχείρισης των φυσικών πόρων στους οποίους στηρίζεται, διαχείριση των προϊόντων που παράγονται. Χρειάζεται να υπάρξουν αδειοδοτήσεις “one stop shop”, έτσι ώστε να μπορεί ο κτηνοτρόφος να παίρνει πληροφορίες από ένα μόνο γραφείο.
Χρειάζεται εκπόνηση σχεδίων σταβλικών εγκαταστάσεων (5-6 ανά είδος ζώου σε κάθε περιφέρεια) από διεπιστημονική ομάδα σε συνεργασία με τον κτηνοτρόφο και χωρίς δεσμευτική εφαρμογή• χρειάζεται διαμόρφωση των στόχων βελτίωσης ως προς την ποιότητα, την υγεία των ζώων, τα ασφαλή προϊόντα, την προσαρμοστικότητα• χρειάζεται εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων αναπαραγωγής, όπως μεταφορά εμβρύων, in vitro γονιμοποίηση, προμήθεια φυλοπροσδιορισμένου σπέρματος, κ. ά.
Χρειάζεται να δημιουργήσουμε πυρήνες καθαρών φυλών για τη διάθεση γενετικού υλικού.
Όταν λοιπόν δημιουργήσουμε πολυφυτικούς λειμώνες, όταν αυξήσουμε την παραγωγή χονδροειδών ζωοτροφών και δημητριακών καρπών, όταν αξιοποιήσουμε τα παραπροϊόντα της αγρο-βιομηχανίας και προωθήσουμε τις καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών ( ιδιαίτερα των ψυχανθών, τα οποία συμβάλλουν στη μείωση της νιτρορρύπανσης), όταν βελτιώσουμε και διαχειριστούμε τους βοσκότοπους (ειδικά τους ημιορεινούς και ορεινούς), τότε να είμαστε βέβαιοι ότι η φέτα και τα άλλα προϊόντα μας δεν θα κινδυνεύουν..
Γιατί θα έχουμε διατηρήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προϊόντων μας, θα ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των καταναλωτών και θ’ αυξηθεί το οικογενειακό εισόδημα των παραγωγών κτηνοτρόφων. Τότε μπορούμε να αναδείξουμε πειστικά την ποιότητα της ελληνικής φέτας, να αναδείξουμε το βιολογικό της χαρακτήρα ως προϋπόθεση για την αυτοπροστασία της».