Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε να επικυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, που επιβάλει στην Ελλάδα να ανακτήσει τις ενισχύσεις τις οποίες είχε χορηγήσει στους παραγωγούς δημητριακών και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς…
Οι ενισχύσεις αυτές αφορούσαν, αφενός, την επιδότηση επιτοκίου και, αφετέρου, την εγγύηση του Δημοσίου σε ποσοστό 100% για δάνεια συνολικού ποσού 150 εκατ. ευρώ.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ελληνικές Αρχές, η πλεονάζουσα παραγωγή αραβοσίτου και σίτου οδήγησε σε πτώση των τιμών, το 2008. Προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ελάχιστο εισόδημα στους γεωργούς, χορηγήθηκαν, με διάφορες υπουργικές αποφάσεις, δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου σε ποσοστό 100% και επιδότηση επιτοκίου προς 57 Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΑΣ), συνολικού ύψους 150 εκατ. ευρώ. Τα δάνεια προορίζονταν να διατεθούν στους παραγωγούς για τις ποσότητες δημητριακών που οι ΕΑΣ είχαν αγοράσει ή παραλάβει κατά τη διάρκεια του 2008. Οι τιμές των δημητριακών που καθόρισε η Ελλάδα αντιστοιχούσαν στις τιμές που χρησιμοποιούνταν για τον υπολογισμό των προκαταβολών που θα καταβάλλονταν στους γεωργούς δυνάμει της δανειακής σύμβασης.
Η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα δάνεια αυτά συνεπάγονταν επιλεκτικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι, αφενός, αποσκοπούσαν στη βελτίωση του εισοδήματος των Ελλήνων γεωργών με την τεχνητή αύξηση της τιμής πώλησης των δημητριακών από τους παραγωγούς προς τις ΕΑΣ και, αφετέρου, οι ΕΑΣ και οι παραγωγοί είναι οι μόνοι δικαιούχοι των δανείων. Πάντα κατά την Επιτροπή, το πλεονέκτημα αυτό δημιουργούσε στρέβλωση του ανταγωνισμού (καθώς η εμπορική θέση των παραγωγών ενισχύθηκε σε σχέση με τη θέση άλλων επιχειρήσεων) και επηρέαζε τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (καθώς στον τομέα των δημητριακών υπάρχει σημαντικό ενδοκοινοτικό εμπόριο).
Με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή επέβαλε στην Ελλάδα να ανακτήσει τις ενισχύσεις που είχε χορηγήσει το 2008 στους παραγωγούς δημητριακών και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς που συγκεντρώνουν δημητριακά.
Η Ελλάδα ζήτησε από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής. Ωστόσο, με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή της Ελλάδας στο σύνολό της.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι θεωρούνται ενισχύσεις οι παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, ενδέχεται να ευνοήσουν επιχειρήσεις ή συνεπάγονται οικονομικό όφελος, το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει μια επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για τις επιδοτήσεις επιτοκίου, στο μέτρο που είναι ικανές να ευνοήσουν τον δικαιούχο έναντι των ανταγωνιστών του, καθώς και για την εγγύηση του Δημοσίου σε ποσοστό 100% του δανείου. Οι ενισχύσεις που απαλλάσσουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί στο πλαίσιο των συνήθων δραστηριοτήτων της νοθεύουν καταρχήν τους όρους του ανταγωνισμού.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει, επίσης, ότι η επίδικη απόφαση είναι σαφής και επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι περιέχει όλα τα στοιχεία που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της φύσης των προς ανάκτηση ενισχύσεων, των ποσών τους, καθώς και των δικαιούχων σε βάρος των οποίων πρέπει να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το συγκεκριμένο όφελος για κάθε κατηγορία έπρεπε να εξεταστεί σε εθνική κλίμακα κατά το στάδιο της ανακτήσεως, καθόσον εξαρτιόταν από τη σχέση μεταξύ των ΕΑΣ και των γεωργών-μελών τους.
Όσον αφορά τη φύση των ενισχύσεων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα –έστω και σχετικά μικρά– επιλεκτικά οικονομικά πλεονεκτήματα, που συνίστανται στην επιδότηση επιτοκίου και στην καλύπτουσα το συνολικό ποσό του δανείου εγγύηση, δεν θα είχαν επιτευχθεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.
Εξάλλου, σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι ενισχύσεις είναι ικανές να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη ότι στον τομέα της γεωργίας υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών των κρατών μελών, το χαμηλό ύψος μιας ενίσχυσης ή το μέτριο μέγεθος της επιχείρησης που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.