Η ΕΣΕΕ πραγματοποίησε την περιοδική έρευνα για τις καλοκαιρινές εκπτώσεις και διερεύνησε τη στάση και τις απόψεις των εμπόρων για το άνοιγμα των Κυριακών. Η έρευνα ήταν τηλεφωνική με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου σε τυχαίο δείγμα 250 εμπορικών επιχειρήσεων σε παραδοσιακές εμπορικές αγορές αστικών κέντρων της χώρας. Επίσης, καταγράφηκαν οι απόψεις πολλών Εμπορικών Συλλόγων από όλη τη χώρα.
Εκπτώσεις
Συνολικά, η καλοκαιρινή εκπτωτική περίοδος από την άποψη των πωλήσεων των εμπορικών καταστημάτων κινήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα από την αντίστοιχη περσινή. Το 53,9% των εμπόρων πραγματοποίησε χαμηλότερες πωλήσεις από τις περσινές, ενώ το 31,7% είδε τις φετινές πωλήσεις στη διάρκεια των εκπτώσεων να παραμένουν στα ίδια επίπεδα με πέρσι ενώ μόλις το 13,6% σημείωσε αύξηση. Ωστόσο, η εικόνα αυτή δεν ήταν η ίδια σε όλους τους κλάδους. Διαφοροποιείται ανάλογα με τις καταναλωτικές συνήθειες σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα. Πιο συγκεκριμένα, ο κλάδος των καλλυντικών παρουσιάζει μια ιδιαίτερη δυναμική, ενώ διακρίνεται αισθητά η ένδυση από την υπόδηση με τη δεύτερη να κινείται σε σαφώς καλύτερα επίπεδα.
Η μείωση στις πωλήσεις δεν αφορά όλες τις επιχειρήσεις με την ίδια ένταση αν και οι περισσότεροι έμποροι δήλωσαν μείωση άνω του 40%.
Το επίπεδο των εκπτώσεων κινήθηκε από 21% έως 50%, ενώ επιβεβαιώθηκε για μία ακόμη χρονιά ότι η καλύτερη περίοδος από άποψη αγοραστικής κίνησης είναι το πρώτο δεκαπενθήμερο (14/7 – 31/07).
Οι έμποροι δήλωσαν κατά γενική ομολογία τη δυσαρέσκεια τους απέναντι στο θεσμό των ενδιάμεσων εκπτώσεων, αφού το 73,5% πιστεύει ότι οι ενδιάμεσες εκπτώσεις δεν βοήθησαν καθόλου την επιχείρηση ενώ το 20,1% τη βοήθησε λίγο.
Αντιφατικά είναι τα μηνύματα από την εφαρμογή του θεσμού των «ενδιάμεσων εκπτώσεων» (1ο δεκαήμερο των μηνών Μαΐου και Νοεμβρίου) – (Πίνακας 2). Η αίσθηση που επικρατεί στην αγορά είναι πως οι πολλές περίοδοι εκπτώσεων μάλλον αποπροσανατόλισαν τους καταναλωτές και προκάλεσαν σύγχυση παρά βελτίωση του κύκλου εργασιών. Οι ενδιάμεσες εκπτώσεις δεν αναδείχθηκαν σε πραγματικό κίνητρο για αγορές αφού δεν ήταν εφικτό να αντιπαρατεθούν με τις προκλήσεις του γενικότερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος αλλά ούτε με τους παράγοντες που κρατούν καθηλωμένη την κατανάλωση (απαράδεκτα υψηλή ανεργία, αβεβαιότητα, συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, υπερφορολόγηση, έλλειψη ρευστότητας κ.ά.)
Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του μέτρου των ενδιάμεσων εκπτώσεων για πρώτη φορά των Νοέμβριο του 2013 φάνηκε να λειτουργεί ευεργετικά στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου. Οι πωλήσεις σταθεροποιήθηκαν στα περσινά επίπεδα και είχαν δημιουργηθεί προσδοκίες για ενίσχυση του τζίρου τον Μάιο του 2014, οπότε και θα λειτουργούσε ο θεσμός για δεύτερη φορά. Τις αισιόδοξες προσδοκίες για βελτίωση του τζίρου τροφοδοτούσαν επίσης αφενός α) οι εκτιμήσεις για άνοδο της τουριστικής κίνησης και β) τα πολλαπλά μηνύματα για σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, η υποχώρηση του κύκλου εργασιών τον Μάιο ήταν η χειρότερη των τελευταίων τεσσάρων ετών, γεγονός που αποτέλεσε δυσάρεστη έκπληξη. Η ΕΣΕΕ, είχε από την αρχή επισημάνει πως χωρίς τη μόνιμη και ουσιαστική ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών σε συνδυασμό με τη βελτίωση της αγοράς εργασίας και των συνθηκών ρευστότητας καθώς και την ριζική ελάφρυνση των φορολογικών επιβαρύνσεων, μέτρα τύπου ενδιάμεσων εκπτώσεων προωθητικών ενεργειών και προσφορών δεν θα επιφέρουν αξιόλογα αποτελέσματα. Απλά οι καταναλωτές θα αναδιανείμουν τις αγορές τους μεταξύ των μηνών, χωρίς τόνωση των καταναλωτικών δαπανών. Η αντιφατική εικόνα επαναλαμβάνεται και κατά την εξέταση των «κανονικών» περιόδων εκπτώσεων. Παρά το γεγονός ότι η κρίση και η αβεβαιότητα κορυφώθηκαν τα έτη 2011/ 2012, η πτώση του κύκλου εργασιών το 2013 κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων, είτε επρόκειτο για τη χειμερινή είτε για τη θερινή περίοδο, ήταν η υψηλότερη των τελευταίων ετών. Η αγοραστική κίνηση το 2013 δεν φάνηκε να επηρεάζεται από τις πρώτες ενδείξεις σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, αφού τα προβλήματα και οι προκλήσεις παραμένουν. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει τις θέσεις της ΕΣΕΕ σχετικά με την ανάγκη βελτίωσης του ευρύτερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος (διαθέσιμο εισόδημα, ανεργία, υπερφορολόγηση κλπ) αλλά και των συνθηκών ρευστότητας στην αγορά. Επιβράδυνση της πτώσης του τζίρου παρουσιάστηκε κατά την περίοδο των χειμερινών εκπτώσεων του 2014 ενώ η μη διάθεση στατιστικών δεδομένων για τις φετινές, θερινές εκπτώσεις, εμποδίζει την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων.
Ο μύθος της Κυριακής
Στο πλαίσιο της έρευνας, οι έμποροι ρωτήθηκαν εάν, σύμφωνα με την δυνατότητα που τους εκχωρεί η πρόσφατη υπουργική απόφαση, άνοιξαν τα καταστήματά τους τις Κυριακές. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας εκτιμάται ότι ο αριθμός των καταστημάτων που άνοιξαν την Κυριακή είναι μικρός, ενώ υπενθυμίζεται ότι, και την πρώτη Κυριακή των εκπτώσεων (20 Ιουλίου) είχε διαπιστωθεί ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων δεν παρέμειναν ανοιχτά, όπως για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη όπου τα καταστήματα που άνοιξαν τις Κυριακές αριθμούνται μόλις 17 στο κεντρικότερο εμπορικό δρόμο της πόλης (Τσιμισκή) και αφορούν μεγάλες διεθνικές αλυσίδες.
Ωστόσο, για τα καταστήματα που άνοιξαν, υπήρξε σχετική ταύτιση των απόψεων των επιχειρηματιών αναφορικά με τις επιπτώσεις του ανοίγματος στα έσοδα της επιχείρησης τον Ιούλιο και τον Αύγουστο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους.
Αναλυτικότερα, το 49% και το 54% των επιχειρήσεων είδε τα έσοδά του να μειώνονται τον Ιούλιο και τον Αύγουστο αντίστοιχα, σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν. Μόλις το 18% των επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση στα έσοδα, ενώ το υπόλοιπο 32% – 33% δήλωσε στασιμότητα.
Αναφορικά με τον αριθμό των απασχολούμενων, το 80% έχει διατηρήσει στα ίδια επίπεδα την απασχόληση της επιχείρησης του ενώ το 16,1% προέβη σε μείωση προσωπικού τον τελευταίο χρόνο. Επιπλέον, το άνοιγμα των Κυριακών, τουλάχιστον έως σήμερα, δεν φαίνεται να συνδέεται με την αύξηση της απασχόλησης, αφού μόλις το 25% δηλώνει κάποια πρόθεση να προσλάβει κάποιον στο μέλλον, ενώ το συντριπτικό 75% δεν σκοπεύει να προσλάβει επιπλέον προσωπικό.
Αν αποκωδικοποιήσουμε τις απαντήσεις του ερωτηματολόγιο στην μέτρηση τριών βασικών μεγεθών τα οποία αποτελούν τις ενδείξεις της αποτελεσματικότητας του μέτρου, τα οποία είναι α) Απασχόληση β) έσοδα γ) επισκεψιμότητα, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε ότι μέχρι σήμερα κανένα από τα μεγέθη δεν παρουσιάζει βελτίωση, ενώ αντίθετα το κόστος λειτουργίας ως μέγεθος αναποτελεσματικότητας του μέτρου φαίνεται ότι μεγαλώνει.