Η ελληνική βιομηχανία του χιούμορ είναι σε ξεκάθαρη κρίση – Γιατί θέλει να κολακεύσει, όχι να ενοχλήσει
Δεν είναι ιδιαίτερα τιμητικό, αλλά συμβαίνει: Υπάρχουν φορές που βλέπεις κάποιον να χάνει την ισορροπία του, να ακουμπάει στο έδαφος με γδούπο, και καθώς ο χρόνος πυκνώνει, καθώς όλα φαίνονται σαν να γίνονται σε αργή κίνηση, το πρώτο που σου συμβαίνει είναι να σκάσεις στα γέλια. Δεν είναι ιδιαίτερα τιμητικό, γιατί σε έναν δίκαιο κόσμο θα έπρεπε πρώτα να τον βοηθήσεις· ή τουλάχιστον να βεβαιωθείς πως είναι καλά, και έπειτα να γελάσεις. Αλλά στο χιούμορ τίποτα δεν είναι τιμητικό, τίποτα δεν είναι προγραμματισμένο, τίποτα δεν υπακούει σε κανόνες – τουλάχιστον στο σωστό χιούμορ.
Η κατάσταση αλλάζει αν αλλάξουν οι συνθήκες. Αν, για παράδειγμα, εσύ είσαι αυτός που ρίχνεις τον άλλον στο έδαφος, με ένα τάκλιν που θυμίζει αγχωμένο ποδοσφαιριστή, και αφού τελικά τον ρίξεις αρχίζεις να γελάς με τον κυριολεκτικό πόνο του, τότε δεν κάνεις ακριβώς χιούμορ, αλλά μάλλον είσαι πρωταγωνιστής μιας εγωκεντρικής γελοιότητας που καλύπτεται από την ασυδοσία της σάτιρας – λες και η σάτιρα είναι να χτυπάς τους αδύναμους.
Μοιάζει λίγο αστείο το να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με το παρηκμασμένο industry του ελληνικού χιούμορ. Να ασχοληθείς με ανθρώπους που ψωμίζονται έχοντας κάνει την εύκολη προσβολή επάγγελμα. Αλλά ακούγοντας τον εμπορικά επιτυχημένο Μάρκο Σεφερλή να επιτίθεται ως ατάλαντος φαρσέρ σε ηλικιωμένους, βαρήκοους, φοβισμένους ανθρώπους, να κάνει αστειάκια για ομοφυλόφιλους, μετανάστες και λοιπές μειονότητες, βλέποντας τον αυτοκράτορα της ελληνικής κωμωδίας Λάκη Λαζόπουλο να γελάει ξανά και ξανά με τους ήχους σωματικής ανακούφισης, παρακολουθώντας τους πιο γνωστούς έλληνες stand-up comedians να ασχολούνται με κουρασμένα αστεία που γυρίζουν γύρω από τις πεθερές τους, ακούγοντας τους βουλευτές να «κάνουν πλάκα» που την τελευταία φορά που θεωρήθηκε τέτοια ήταν έξω από τον Λόχο Διοικήσεων κάποιου στρατοπέδου, ακούγοντας τα χάχανα ανακούφισης του κοινού όταν ο Ηλίας Ψινάκης έλεγε «άπλυτους» τους υπαλλήλους του Δήμου Μαραθώνα, δεν μπορείς να μην αισθανθείς το άβολο συναίσθημα της ντροπής τού να βλέπεις τον άλλον να ντροπιάζεται. Και αφού ξεπεράσεις τις περιττές ντροπές, να εντοπίσεις το μεγάλο πρόβλημα.
Και το πρόβλημα ξεκινάει όταν το trash γίνεται mainstream. Οταν το περιθώριο αποκτά ρόλο ρυθμιστή. Οταν η κανονικότητα γίνεται τόσο γελοία, που μπλέκεται με το γκροτέσκο. Και εδώ και καιρό ζούμε σε αυτή την πραγματικότητα: Σε trash συνθήκες, με διαρκή κρούσματα trash Κοινοβουλίου, με ξεκάθαρα trash τηλεοπτικό prime time, με trash ραδιοφωνικά αστειάκια ομοφοβικών χλευασμών και ψυχιατρικών περιπτώσεων εγωμανίας, με trash αισθητική που όσο περνάει ο καιρός θεωρείται κανονική.
Είμαστε ξεκάθαρα μπερδεμένοι με το πιο απλό από τα ζητήματα, το πιο ενστικτώδες και εύκολο: σχετικά με το τι είναι αστείο και τι είναι σοβαρό. Τα τελευταία δύο χρόνια, το site tokoulouri.com – αντιγράφοντας την επιτυχημένη συνταγή του αμερικανικού onion.com – πυροβολεί τη λογική με καλογραμμένες, σοβαροφανείς ειδήσεις εξωφρενικής λογικής, σύλληψης και χιούμορ. Ολο και περισσότεροι δημοσιογράφοι, επηρεασμένοι από το χάσμα της λογικής, έχουν συλληφθεί να θεωρούν σοβαρές τις εξωφρενικές ειδήσεις. Φταίνε και αυτοί, φταίει και η πραγματικότητα που, ας μην κρυβόμαστε, δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρή τώρα τελευταία.
Το να σαρκάζεις τα πάντα είναι ένα σπάνιο προσόν. Το να σαρκάζεις τον εαυτό σου, την οικογένειά σου, τα παιδιά σου, τον θάνατο τον ίδιο, είναι ένας ωραίος τρόπος να ζεις· ξεγελάς για λίγο την αφόρητη πραγματικότητα και καταλαβαίνεις πως μόνο έτσι, μόνο χωρίς να την παίρνεις στα σοβαρά, η ζωή είναι ωραία. Ο σαρκασμός όμως απέχει πολύ από την κοινή αισθητική, την τηλεοπτική, πολιτική, αλλά και ραδιοφωνική έννοια του «τι είναι αστείο».
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πολλοί κανόνες στο τι είναι αστείο. Ενας βασικός κανόνας είναι πως όταν αρχίσεις να εξηγείς ένα αστείο, τότε παύει να είναι. Και αφού αναλύσαμε αρκετά το αδιέξοδο του ελληνικού χιούμορ, ας βρούμε μια λύση. Η λύση είναι μία, ακόμη και αν όλοι γύρω σου γελάνε γιατί ντρέπονται να μη γελάσουν: μη γελάς με ηλίθια αστεία.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014