ΓΡΑΦΕΙ Ο Φίλιππος Σαχινίδης, Βουλευτής ΠΑΣΟΚ Ν. Λάρισας, πρ. υπουργός*
Η ολοκλήρωση των ελέγχων των τραπεζών που πραγματοποίησε η ΕΚΤ, επανέφερε στη δημόσια συζήτηση τον αναπτυξιακό ρόλο του τραπεζικού συστήματος. Η εκτίμηση, ότι οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες είναι κεφαλαιακά επαρκείς, οδήγησε μέλη της κυβέρνησης και εκπροσώπους θεσμών να καλέσουν τις τράπεζες «να ρίξουν χρήμα στην οικονομία».
Οι εκκλήσεις αυτές και η συζήτηση για το ρόλο των τραπεζών αγνοούν ή υποβαθμίζουν το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα αλλά και τις νέες κανονιστικές πρωτοβουλίες των εποπτικών αρχών.
1) Όσο λοιπόν οι καταθέσεις στη χώρα δεν αυξάνονται, αλλά αντίθετα παραμένουν σταθερές ή και μειώνονται λόγω διαρροών προς ασφαλέστερες τοποθετήσεις κάθε φορά που επικρατούν συνθήκες πολιτικής ή οικονομικής αβεβαιότητας στη χώρα, τόσο λιγότερο αναπτυξιακά θα μπορούν να λειτουργούν οι τράπεζες.
2) Όσο λιγότερο τις εμπιστεύονται οι διεθνείς επενδυτές γιατί δεν έχουν τα αναγκαία από πλευράς ύψους αλλά και ποιότητας εποπτικά κεφάλαια ή επειδή η εξάρτηση τους από ρευστότητα του Ευρωσυστήματος παραμένει υψηλή, τόσο δυσκολότερα και ακριβότερα θα δανείζονται οι τράπεζες. Αυτά τα δεδομένα επηρεάζουν σήμερα αρνητικά τον αναπτυξιακό ρόλο των τραπεζών.
3) Οι νέοι κανόνες της Επιτροπής της Βασιλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια, το ύψος και την ποιότητα των κεφαλαίων, που τίθενται σε ισχύ με πλήρη εφαρμογή την 1/1/2019, ενδέχεται να οδηγήσουν σε διαχρονική ποσοστιαία αύξηση των εποπτικών κεφαλαίων και σε συγκράτηση της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών.
Για να διατηρηθεί αφενός η αναγκαία κεφαλαιακή επάρκεια και αφετέρου ομαλό επίπεδο ρευστότητας απαιτείται η σε ικανοποιητικό βαθμό αποπληρωμή των υφιστάμενων δανείων προς τις τράπεζες.
Όσο λοιπόν η οικονομία είναι σε ύφεση ή στασιμότητα και τα δάνεια δεν εξυπηρετούνται, αφενός αυξάνονται οι κίνδυνοι του ενεργητικού και αφετέρου μειώνεται η ικανότητα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου των τραπεζών και επομένως δεν συντρέχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για χορήγηση νέων δανείων.
Αν στο φαύλο αυτό κύκλο προστεθούν και οι ανάγκες για αύξηση των εποπτικών κεφαλαίων μέχρι το 2019, εύλογα τίθεται το ερώτημα, πως οι τράπεζες θα «ρίξουν χρήμα στην αγορά»;
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών υπερβαίνουν το 35% και συνεχίζουν να αυξάνονται, αν και με μειούμενο ρυθμό. Ένα αυξανόμενο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης.
Επιπρόσθετα, μεταξύ των δανειοληπτών υπάρχουν «στρατηγικοί κακοπληρωτές» στους οποίους έχει εδραιωθεί η αντίληψη ότι δεν χρειάζεται να αποπληρώσουν τα δάνεια που έλαβαν, αφού το κόστος της μη αποπληρωμής είναι μηδενικό.
Άλλωστε, η άποψη που καλλιεργείται μέσω της συζήτησης για τα «κόκκινα δάνεια» είναι, ότι τελικά κανείς δεν θα χρειαστεί να τα αποπληρώσει. Ούτε θα γίνει έλεγχος αν τα εν λόγω δάνεια μετασχηματίστηκαν σε επενδύσεις που απέτυχαν επιχειρηματικά λόγω της ύφεσης ή απλά ενίσχυσαν τους προσωπικούς λογαριασμούς αυτών που τα έλαβαν.
Η πρόκληση, λοιπόν, για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας είναι να προχωρήσουν οι τράπεζες με προσεκτικά βήματα σε μια αναδιάρθρωση του δανειακού χαρτοφυλακίου τους με μερική προοδευτική διαγραφή χρεών ανταγωνιστικών και επομένως βιώσιμων εταιρειών.
Οι εταιρείες αυτές θα έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν τα χρέη τους και σταδιακά θα μειωθεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Έτσι, θα απελευθερωθούν τραπεζικά κεφάλαια για να χρηματοδοτηθούν νέες, ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις.
Σε ότι αφορά τα νέα δάνεια που θα δοθούν, θα πρέπει να έχουν καλή πιστωτική ποιότητα, έτσι ώστε να μην επιβαρύνεται υπέρμετρα από αυτά η κεφαλαιακή επάρκεια. Στις παρούσες οικονομικές συνθήκες αυτό φαντάζει δύσκολο. Διότι σήμερα το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στη πλευρά της προσφοράς δανείων αλλά στην ύπαρξη ζήτησης δανείων καλής πιστωτικής ποιότητας.
Η προτεραιότητα ανασυγκρότησης της οικονομίας επιβάλλει η χορήγηση νέων δανείων να γίνει με βάση την πιστοληπτική ικανότητα των υποψηφίων δανειοληπτών, την βιωσιμότητα των επενδυτικών σχεδίων τους και τις ανάγκες για μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Οι επιχειρηματίες για τις επενδύσεις τους θα πρέπει να κάνουν μεγαλύτερη χρήση ιδίων κεφαλαίων αναλαμβάνοντας περισσότερο ρίσκο.
Για να επιταχυνθεί λοιπόν η διαδικασία ανασυγκρότησης της οικονομίας, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί σύντομα ο τρόπος αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να αξιολογηθεί η βιωσιμότητα των προβληματικών επιχειρήσεων με διαφανή ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και να αποκλειστούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Η μεγάλη πρόκληση είναι κατά πόσο οι τράπεζες είναι ικανές, έτοιμες και διατεθειμένες να αξιολογήσουν και να διαχειριστούν τις βιώσιμες επιχειρήσεις και οικονομικούς κλάδους, έτσι ώστε να διοχετεύσουν τα περιορισμένα κεφάλαια τους στις αποτελεσματικότερες επενδύσεις, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη.
Η επιτυχία των τραπεζών στον τομέα αυτό -αλλά και σε όλες τις άλλες πρωτοβουλίες ανασύνταξης του κλάδου- μπορεί να διαμορφώσει σημαντικές υπεραξίες που θα οδηγήσουν σε ανάκτηση σημαντικού μέρους των χρημάτων που έχει καταβάλει ο έλληνας φορολογούμενος.
Αν δεν την διασφαλίσουν, οι τράπεζες θα συνεχίσουν να είναι υπό αμφισβήτηση ως προς τη φερεγγυότητα τους, η δε ανάπτυξη δεν θα έρθει ποτέ όσα χρήματα και αν καλούνται να «ρίξουν» στην αγορά.
Οι έλληνες φορολογούμενοι θα έχουν πληρώσει πολλά για την ανασύνταξη του τραπεζικού συστήματος της χώρας, το οποίο θα έχει μοιράσει «δώρα» σε όσους δάνειζε χωρίς επαρκή αξιολόγηση και εποπτεία, χωρίς κανένα κόστος για το ίδιο και θα στείλει λάθος μήνυμα στους πολίτες για τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή