της Γεωργίας Λινάρδου
Η πρόσφατη σεισμική έξαρση και ειδικά ο «δίδυμος» σεισμός στον Ευβοϊκό έχει προβληματίσει τους επιστήμονες της ελληνικής σεισμολογικής κοινότητας οι οποίοι παρακολουθούν, παρατηρούν και κυρίως καταγράφουν τη δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο.
Μπορεί τα μέχρι στιγμής στοιχεία να μην δείχνουν πως έχει ενεργοποιηθεί το ρήγμα της Αταλάντης, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επέρχεται εφησυχασμός στη σεισμολογική κοινότητα. Όπως, μεταξύ άλλων, είπε στο Newsbomb.gr ο Δρ. Ν. Βούλγαρης, επίκουρος Καθηγητής Σεισμολογίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, «είναι λίγο περίεργη η εξέλιξη του φαινομένου».
Το ρήγμα που προκάλεσε τους «δίδυμους» σεισμούς εντοπίζεται βόρεια της Αταλάντης και είναι αυτό ουσιαστικά που προβληματίζει τους επιστήμονες. Θυμίζουμε ότι στο παρελθόν το ρήγμα της Αταλάντης έχει δώσει σεισμούς πάνω από 7 Ρίχτερ.
Πάντως, την τελευταία περίοδο πληθαίνουν οι φήμες, τα επώνυμα και τα ανώνυμα δημοσιεύματα «τρομολαγνείας» που υποστηρίζουν ότι πλησιάζουμε στη στιγμή που ένας πολύ μεγάλος σεισμός θα «χτυπήσει» τη χώρα μας. Κάποιοι δε, ξαναθυμήθηκαν ένα ομολογουμένως «εκρηκτικό» δημοσίευμα της Le Monde το Σεπτέμβρη του 2013 με τίτλο: «Σεισμοί χωρίς προηγούμενο είναι πιθανοί στην Ευρώπη». Μάλιστα, ανάμεσα στις υποψήφιες χώρες για εκδήλωση τέτοιους είδους σεισμικής συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανόταν και η χώρα μας. Το συγκεκριμένο δημοσίευμα βασιζόταν σε χάρτες που αφορούσαν στη σεισμικότητα της Ευρώπης για τη δημιουργία των οποίων είχαν εργαστεί περί τους 50 επιστήμονες στο πλαίσιο του Προγράμματος Seismic Hazard Harmonization in Europe (SHARE).
Πέραν αυτού του προγράμματος, διεθνώς υπάρχουν αναφορές (αξιόπιστες ή μη, είναι άλλο θέμα) οι οποίες κατατάσσουν την Ελλάδα στην κόκκινη λίστα των χωρών όπου αναμένεται να γίνει σεισμός πάνω από 6,5 Ρίχτερ τη διετία 2014-2016. Ας θυμηθούμε και τον πολυσυζητημένο Τούρκο σεισμολόγο Αχμέτ Μετέ Ισίκκαρα, ο οποίος το 2012 προέβλεπε πως θα γίνει μεγάλος σεισμός στην Κωνσταντινούπολη μέσα στο 2014. Και φυσικά η λίστα των… προβλέψεων δεν σταματά εδώ.
Όμως, το γεγονός ότι η χώρα μας συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλέον σεισμογενείς στην Ευρώπη, επιστημονικά είναι αδιαμφισβήτητο. Και ο ευρωπαϊκός χάρτης επικινδυνότητας του προγράμματος SHARE προήλθε από στοιχεία επιστημόνων, ανάμεσά τους και Ελλήνων. Στοιχεία που προέρχονται από τη στατιστική και όχι από κάποια αίολη εκτίμηση ή διάτρητη πρόβλεψη μέσω άλλων μεθόδων.
Το αν και το πότε θα «επιλεγεί» για ισχυρό σεισμό άνω των 6 Ρίχτερ, αυτό με βεβαιότητα δεν μπορεί να απαντηθεί ανεξάρτητα από τις διάφορες φωνές που ενίοτε σπέρνουν και ένα είδος κοινωνικής… υστερίας.
«Μαύρη τρύπα» στην αντισεισμική θωράκιση
Αυτό που οφείλει να μας προβληματίζει είναι κατά πόσο είμαστε ασφαλείς, είτε μέσα στο σπίτι μας, είτε όταν βρισκόμαστε σε κάποιο δημόσιο κτήριο. Κοινώς, τι γίνεται με την αντισεισμική θωράκιση της χώρας σε περίπτωση ισχυρού σεισμού. Κι εδώ η εικόνα που δίνεται είναι δυστυχώς το ίδιο ασαφής με το αν προβλέπεται ή όχι ένας σεισμός.
Δεν πάει πολύς καιρός που ο πρώην πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, καθηγητής Κοσμάς Στυλιανίδης σε συνέντευξή του παραδέχθηκε ειδικά για την Αττική ότι με έναν σεισμό των 6 Ρίχτερ δε θα έχουμε μόνον καταρρεύσεις αλλά και θύματα.
Μόνον η Αθήνα αυτή τη στιγμή διαθέτει 1.600 διατηρητέα κτήρια, τα οποία όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ειδικοί βρίσκονται μάλλον σε κακή κατάσταση και είναι τα πρώτα υποψήφια θύματα σε περίπτωση μεγάλου σεισμού.
Σε επικοινωνία που είχαμε με τον καθηγητή του ΑΠΘ, Κοσμά Στυλιανίδη, ένας από τους Έλληνες επιστήμονες με αρκετά μεγάλη επιστημονική εμπειρία στο θέμα και μετέχων πλέον στη Μόνιμη Επιτροπή Επιστημονικής Εκτίμησης Βραχυπρόθεσης Εξέλιξης Σεισμικότητας, η οποία αποφασίστηκε κατόπιν εντολής του υπουργού Υποδομών Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, μου έγινε απολύτως σαφές από τον ίδιον ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει «μαύρη τρύπα» σε ότι αφορά στην αντισεισμική θωράκιση της χώρας.
Ενώ υπάρχει ένα επαρκές πλαίσιο κανονισμών που ορίζει τι πρέπει να αλλάξει κ.λπ., ακόμη και σήμερα έχουν ελεγχθεί συνολικά μόλις 12.000 δημόσια κτήρια από τα 80.000 που θα έπρεπε. Και στα ελεγμένα, όμως, δεν έχει προχωρήσει καμία περαιτέρω διαδικασία. Ενώ τα αντίστοιχα σήματα έχουν σταλεί στις κατά τόπους Περιφέρειες, ακόμη δεν έχει γίνει τίποτα για τη βελτίωσή τους με ότι αυτό συνεπάγεται. Η μόνη εξαίρεση, κατά τον καθηγητή Στυλιανίδη, αποτελούν οι χειρισμοί του Οργανισμού Σχολικών Κτηρίων. Κι εκεί, όμως, όπως φαίνεται από τις μέχρι τώρα ενέργειες απαιτούνται να γίνουν ακόμη πολλά βήματα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι έχει ολοκληρωθεί ο προσεισμικός έλεγχος σε 5.042 σχολικές μονάδες.
«Στη φύση δε μπορούμε να παρέμβουμε παρά μόνον να παρακολουθούμε το φαινόμενο και να εμπλουτίζουμε τις γνώσεις μας», εξηγεί ο καθηγητής. Στα υπόλοιπα, όμως, μπορούμε και κυρίως στις κατασκευές.
Κι εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα που αφορά όχι μόνο στα δημόσια κτήρια, αλλά και στις κατασκευές ιδιωτών. Η οικονομική κρίση έπαψε αφ’ ενός την ολοκλήρωση των προσεισμικών ελέγχων, αφ’ ετέρου την εξέλιξη και αποκατάσταση των «αδυναμιών» σε ότι αφορά στις δημόσιες κατασκευές πριν του πρώτου αντισεισμικού κανόνα που έγινε το 2959.
Η κρίση «χτύπησε» και τη συντήρηση των σεισμογράφων
Φαίνεται, όμως, ότι η οικονομική κρίση «έχει» χτυπήσει κι αλλού. Το πολύ σημαντικό Εθνικό Δίκτυο Σεισμογράφων (η τελευταία γενναία χρηματοδότηση του οποίου έγινε το 2006), το οποίο απαρτίζεται από περισσότερους από 120 σταθμούς σε όλη την Ελλάδα, εμφανίζει προβλήματα συντήρησης εξαιτίας της έλλειψης κονδυλίων. Σύμφωνα με πληροφορίες οι πόροι πια δεν επαρκούν για τη συντήρηση όχι μόνον των σεισμογράφων, αλλά και των επιταχυνσιογράφων του Δικτύου. Η συντήρηση πολλών σεισμογράφων γίνεται με την εθελοντική διάθεση τεχνικών υπαλλήλων τόσο του Εθνικού Αστεροσκοπείου, όσων και των Πανεπιστημίων που διαθέτουν δικούς τους σταθμούς στο Δίκτυο.
Για παράδειγμα, όπως μας περιγράφει ο Δρ., Ν. Βούλγαρης το Εργαστήρι Σεισμολογίας του ΕΜΠ το οποίο διαθέτει περί τους 28 σταθμούς ανά την επικράτεια, διαθέτει μόνο έναν υπάλληλο τεχνικό για οτιδήποτε προκύψει. Ευτυχώς στο σημαντικό έργο που προσφέρει το Εργαστήριο, συνδράμουν όχι μόνον καθηγητές και μεταπτυχιακοί φοιτητές αλλά και αρκετοί προπτυχιακοί φοιτητές.
«Τα χρήματα καλύπτουν μόνο τα τέλη μετάδοσης», μας λέει ο Δρ. Ν. Βούλγαρης περιγράφοντας την αγωνία κάθε φορά να πληρωθούν τα έξοδα των σταθμών που διαθέτει το Εργαστήρι.
Δυστυχώς, η κατάσταση και στα υπόλοιπα Πανεπιστήμια δεν είναι διαφορετική. Αλήθεια σε τι κατάσταση άραγε βρίσκονται οι σεισμογράφοι του Εργαστηρίου Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών; Μόνον ένας έχει μείνει όρθιος κι αυτός απ’ ότι μαθαίνουμε, υπολειτουργεί κιόλας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα αυτά τα χρόνια προ κρίσης, η σεισμολογική κοινότητα δεν στηρίζονταν με σημαντικά κονδύλια (αν και όχι όλοι οι επιστήμονες) και ότι για όλα φταίει η οικονομική κρίση. Για παράδειγμα ποιος φταίει για τη δημοπράτηση ενός γιγαντιαίου έργου από άποψης χρηματοδότησης 7.100.000 το 2011 κι ενώ η οικονομική κρίση είχε μπει για τα καλά στη χώρα μας; Γιατί χρειαζόμασταν ένα ακόμη δίκτυο σεισμογράφων αφού έτσι κι αλλιώς είχαμε;
Και να ήταν το μόνο «ακριβό» πρόγραμμα…