Ο δρόμος μπροστά είναι ο τίτλος του άρθρου- παρέμβαση του Αμερικανού οικονομολόγου Τζέιμς Γκάλμπραϊθ, που δημοσιεύεται στην ελληνική και αγγλική έκδοση της Καθημερινής.
Ο Τζέιμς Γκλάμπραιθ είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «The End of Normal: The Great Crisis and the Future of Growth», έχει συνυπρογράψει με τον Γιάννη Βαρουφάκη και τον Στιούαρτ Χόλαντ, την «Σεμνή Πρόταση» για την έξοδο από την κρίση και συνόδεψε άτυπα τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών στις Βρυξέλλες.
Η ελληνική κυβέρνηση ήρθε στις Βρυξέλλες να συζητήσει όλο το εύρος των οικονομικών θεμάτων με τους Ευρωπαίους εταίρους της, συμπεριλαμβανομένων προϋπολογισμών, χρέους και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό που διακυβεύεται είναι αν θα υπάρχουν κεφάλαια ώστε να συνεχίσει να πληρώνει τους λογαριασμούς, με πολιτικούς όρους που η Ελλάδα μπορεί να αποδεχθεί. Δύο παράγοντες περιπλέκουν το θέμα. Ο πρώτος είναι το προηγούμενο Μνημόνιο, μαζί με τις σφιχτές προθεσμίες που τέθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση για να παγιδεύσει τη νέα. Ο δεύτερος είναι η ευρωπαϊκή διαδικασία αποφάσεων, η οποία δίνει φαινομενικά πολύ μεγάλο βάρος σε κυβερνήσεις μικρών χωρών, πολλές από τις οποίες είναι εσωτερικά ανασφαλείς. Ο ευκολότερος δρόμος για αυτές είναι να επιμείνουν στο να μην υπάρξει καμία αλλαγή· οτιδήποτε άλλο σημαίνει γι’ αυτές αυτοακύρωση.
Μέχρι τώρα, η ελληνική επιτυχία είναι το ότι έχει θέσει ωμές αλήθειες σε αίθουσες γεμάτες από αυτοεξυπηρετούμενες παραισθήσεις. Αυτό αποκαλύπτει αντιφάσεις, προκαλεί εύκολους διαξιφισμούς που εύκολα αντικρούονται. Φέρνει επίσης φοβέρες και απειλητικές χειρονομίες που έχουν στόχο να δοκιμάσουν την αποφασιστικότητά της. Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να έχει περάσει το τεστ. Τώρα πρέπει να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Το επόμενο βήμα είναι να ορίσει προσεκτικά όσα μπορεί να αποδεχθεί. Ως προς τις μεταρρυθμίσεις, μέχρι και το 70% του προηγούμενου Μνημονίου είναι ήδη (και ήταν πάντα) κοινός τόπος. Οσα δεν είναι –οι ιδιωτικοποιήσεις σε τιμή ευκαιρίας, η καταστροφική απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και ο ανέφικτος στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 4,5%– μπορούν να τεθούν. Μπορεί να βρεθεί λογική γλώσσα που να μπορεί να περιγράψει τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης.
Οταν αυτό γίνει, η τελική απόφαση θα ανήκει στην Ευρώπη―και κυρίως στη Γερμανία. Θα συνεχίσει να πιέζει ρισκάροντας μια ελληνική κατάρρευση; Αν ναι, είναι καλύτερο να το γνωρίζουμε σύντομα. Ωστόσο η Ευρώπη μπορεί να αποφασίσει, αν όχι από πραγματισμό, τουλάχιστον από μια μεγαλύτερη στρατηγική εικόνα, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αφεθεί να αποτύχει. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να υπάρξει συμφωνία και θα μπορεί να ξεκινήσει η αναγέννηση της Ελλάδας.
huffingtonpost.gr