Συμπληρώνονται σήμερα 30 χρόνια από τον θάνατο του Αλβανού ηγέτη που υπέβαλλε στη χώρα την κομουνιστική δικτατορία βασιζόμενος στη παρανοϊκή προπαγάνδα της εξωτερικής απειλής προχωρώντας σε εκκαθαρίσεις, φυλακίσεις και εξορίσεις χιλιάδων ανθρώπων
Γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο στις 16 Οκτωβρίου 1908 και κατάγονταν από τη μεσαία τάξη ο πατέρας του ήταν έμπορος υφασμάτων και ταξίδευε συχνά στις ΗΠΑ, για αυτό και ανετράφη από τον θείο του. Από πολύ νωρίς ξεκίνησε την αγωνιστική του δράση κατά του καπιταλισμού και του Αλβανού βασιλιά Ζόγου Α’, φοίτησε σε γαλλικό γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια αυτών των μαθητικών χρόνων διάβασε για πρώτη φορά το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, παράλληλα έμαθε Γαλλικά, Ιταλικά, Σέρβικα και Ρώσικα. Στα 22 του κέρδισε υποτροφία για να σπουδάσει φυσικές επιστήμες στο Μονπελιέ της Γαλλίας.
Μετά από ένα χρόνο εγκατέλειψε της σπουδές του και μετακόμισε στο Παρίσι για να σπουδάσει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης, ωστόσο για μια ακόμη φορά τα παράτησε, εκεί προσχωρεί στο Γαλλικό Κομμουνιστικό κόμμα και παράλληλα αρθρογραφεί στην εφημερίδα “Λ΄Ουμανιστέ”.
Το 1934 έως το 1936 διατέλεσε γραμματέας του αλβανικού προξενείου στις Βρυξέλλες, μέχρι που απολύθηκε καθώς στο γραφείο του εντοπίστηκαν μαρξιστικά βιβλία. Αποφάσισε να επιστρέψει στην Αλβανία, όπου στην αρχή εργάστηκε ως καθηγητής στην Κορυτσά, ωστόσο στις 7 Απριλίου του 1936, έμελλε να γίνει μάρτυρας της Ιταλικής εισβολής στην χώρα και έχοντας αρνηθεί να γίνει μέλος του Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος έχασε την δουλεία του. Λίγο καιρό αργότερα άνοιξε ένα καπνοπωλείο στα Τίρανα, το οποίο αποτέλεσε και μυστικό τόπο συνάντησης των Αλβανών κομμουνιστών.
Ανέλαβε πρόεδρος της Εθνικής Αντιφασιστικής Επιτροπής Απελευθέρωσης της Αλβανίας το 1944, η οποία αποτέλεσε και την πρώτη ανεπίσημη κυβέρνηση μετά τη γερμανική κατοχή. Ωστόσο πάντα το όραμά του ήταν η τέλεια κομμουνιστική χώρα πρότυπο, που θα λειτουργούσε σαν καλολαδωμένη μηχανή και θα εφάρμοζε κατά γράμμα τις ιδεολογίες του Στάλιν και του Μαρξ.
Στα πλαίσια της σύνταξής του κράτους δημιουργεί ένα μονολιθικό καθεστώς, όπου ο ίδιος ασκεί κάθε εξουσία και λαμβάνει κάθε απόφαση, προωθεί προγράμματα για την εκβιομηχάνιση της χώρας και την εκμηχάνιση της γεωργίας. Παράλληλα, καταπολεμά τον αναλφαβητισμό, όπως και τη θρησκεία, καθώς αποφάσισε να γκρεμίσει κάθε εκκλησία, είτε καθολική, είτε ορθόδοξη και κάθε τζαμί , ενώ την ίδια στιγμή απαγόρευσε τη χρήση κάθε θρησκευτικού συμβόλου, κάνοντας την Αλβανία το πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσμο.
Ο Χότζα και η εξωτερική πολιτική του
Το 1948 τυφλωμένος από την υποταγή του στον Στάλιν καταδίκασε επίσημα το τατοϊκό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας ενώ διέκοψε οποιαδήποτε διπλωματική σχέση με αυτή. Παράλληλα, δέχεται από τους συμμάχους και φίλους του έντονη κριτική για την ανάμειξή του στον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο στηρίζοντας το “αδελφό” κομμουνιστικό κόμμα Ελλάδος.
Μέχρι το 1961 οι σχέσεις του με την “πατρίδα” του κομμουνισμού, τη Ρωσία ήταν άριστες και οι συνεργασία μεταξύ των δυο χωρών πολύ στενή,ωστόσο τότε ο Αλβανός ηγέτης, που είχε παραχωρήσει τη πρωθυπουργία της χώρας στο στενό συνεργάτη του Μεχμέτ Σέχου, παραμένοντας ωστόσο στην ηγεσία του κομουνιστικού κόμματος και ελέγχοντας τα πάντα, κατηγορεί τη Μόσχα για προδοσία των σοσιαλιστικών ιδεών και συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό.
Λίγα χρόνια αργότερα και μετά από την εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Τσεχοσλοβακία απέσυρε την χώρα από τη στρατιωτική συμμαχία και κατήγγειλε, για μια ακόμη φορά, την ΕΣΣΔ για προδοσία. Αυτή το η στάση τον οδήγησε στον πλευρό της Λαϊκής Κίνας και του Μαο, μέχρι το 1978 όταν οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών άρχισαν να ψυχραίνονται, καθώς για άλλη μια φορά ο, πιστός στις ιδέες του Μαρξ, Χότζα έκρινε πως ο σύμμαχός του καλλιεργούσε ένα “αντιμαρξιστικό ιδεολογικό ρεύμα”.Μετά από αυτή την εξέλιξη ανακηρύσσει τον εαυτό του ως μοναδικό θεματοφύλακα των μαρξιστικών ιδεολογιών και του κομουνισμού.
Σκληρά ήταν τα μέτρα που έλαβε ο Χότζα και κατά του ελληνόφωνου πληθυσμού της Βόρειας Ηπείρου, που είδε και αυτό τις περιουσίες του να δημεύονται και οι προσπάθειες για διαφυγή στην Ελλάδα να τιμωρούνται με θάνατο. Ωστόσο, ο Χότζα προσέγγισε αρκετούς αντιπροσώπους των Βορειοηπειρωτών και τους ενέταξε στην κυβέρνησή του, σε περίοπτες πολιτικές θέσεις. Παρόλα αυτά, το 1960 όταν ο Σοβιετικός Γενικός Γραμματέας Νικίτα Χρουστσώφ, του ζήτησε να δώσει αυτονομία στην περιοχή το απέρριψε αμέσως.
Παράλληλα, μαίνονταν οι συγκρούσεις μεταξύ Αλβανίας και Σερβίας για τον αλβανόφωνο πληθυσμό του Κοσόβου, οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά το θάνατό του.
Οι δαίμονες και οι εμμονές του ηγέτη
Ο Εμβέρ Χότζα είναι παγκόσμια γνωστός όχι μόνο για την πολιτική του δράση, αλλά και για τις εμμονές και τις παράλογες απαιτήσεις και αποφάσεις κατά την ηγεσία του.
Ήταν ένα εξαιρετικός χρήστης της προπαγάνδας καθώς κατάφερε να πείσει τον αλβανικό λαό ότι απειλούνται από τις γειτονικές χώρες με εισβολή, εκμεταλλευόμενος τη γερμανική κατοχή του 1940. Έτσι τους έπεισε ότι ήταν ασφαλείς μόνο εντός των συνόρων του κράτους, ενός κράτους που είχε “πλήρη αυτάρκεια γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων, την ώρα που οι υπόλοιποι λαοί πάθαιναν από την πείνα”.
Μάλιστα, για να προστατευθεί ο λαός σε περίπτωση εισβολής ξένων εχθρικών δυνάμεων έχτισε περισσότερα από 600.000 πολυβολεία σε όλη την χώρα και για τον εαυτό του ένα πολυτελές καταφύγιο στα Τίρανα. Τα σκορπισμένα πολυβολεία σε όλη την Αλβανία αποτελούν το “ζωντανό” απομεινάρι της κομμουνιστικής δικτατορίας.
Την ίδια στιγμή, έκλεισε τα σύνορα και απαγόρευσε την έξοδο από τη χώρα, αλλά και τη είσοδο σε αυτή, με αποτέλεσμα όσοι αναζητούσαν την τύχη τους στο εξωτερικό να ανακηρύσσονται εχθροί της πατρίδας και να θανατώνονται, ενώ οι οικογένειές τους που έμεναν πίσω πλήρωναν τη “προδοσία” με φυλακίσεις και εξορίσεις.
Όσον αφορά τους πολιτικούς αντιπάλους ή όσους είχαν διαφορετικές ιδεολογίες από τη κυβέρνηση, ακόμη και αν δεν το δήλωναν, βρίσκονταν αντιμέτωποι με εκκαθαρίσεις. Έτσι, πολύ σύντομα ολόκληρες περιοχές της χώρας βρέθηκαν στο στόχαστρο, όπως και ολόκληρες οικογένειες που αντιμετώπισαν φυλακίσεις και βασανισμούς, εξορίσεις και καταναγκαστική εργασία.
Άλλωστε, ήταν η εποχή που όλα και όλοι ελέγχονταν από το κράτος, τη προπαγάνδα και τους καλοθελητές που δεν δίσταζαν να καταδώσουν στην ασφάλεια τον γείτονα ή ακόμη και τον συγγενή τους προκειμένου να τύχουν μιας καλύτερης αντιμετώπισης από το κομμουνιστικό καθεστώς. Με αποτέλεσμα ολόκληρες οικογένειες να ξεκληρίστουν για τάχα συνωμοσίες κατά του κράτους, ενώ άλλες διαλύθηκαν με τους γονείς ή και τα μεγαλύτερα παιδιά να βρίσκονται στις φυλακές ή εξόριστοι μακριά από τον τόπο τους, δακτυλοδεικτούμενοι και αβοήθητοι.
Ακόμη, ο Χότζα δεν δίστασε να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις ακόμη και μέσα στο κόμμα προκειμένου να αποδείξει την αντικειμενικότητα της κυβέρνησης, που στόχο είχε την ευημερία του λαού. Κάπως έτσι, το 1981 ο επί 27 χρόνια πρωθυπουργός της Αλβανίας Μεχμέτ Σέχου που “αυτοκτόνησε” πυροβολώντας τον εαυτό του στην καρδία΄, με αποτέλεσμα ένα πέπλο μυστηρίου να καλύπτει τον θάνατό του.
Ήταν εκείνος ο ηγέτης που από τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του ανάγκασε τους Αλβανούς να μάθουν Ρώσικα, γιατί πραγματικά πίστευε στη βαθιά φιλία και συμμαχία των δυο λαών, με αποτέλεσμα ολόκληρες γενιές του αλβανικού λαού όχι μόνο να καταλαβαίνουν, αλλά και να μιλούν άπταιστα ρώσικα.
Παράλληλα, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας προχώρησε στη δήμευση περιουσιών και την οργάνωση κολχόζ κατά τα σοβιετικά πρότυπα, με αποτέλεσμα ο λαός να εργάζεται πολύ αλλά να αμείβεται με ψίχουλα “για να είναι όλοι ίσοι”.
Στο στόχαστρο της κυβέρνησης, όπως ήδη αναφέρθηκε, βρέθηκαν και οι τρεις θρησκείες του Αλβανικού κράτους, που καταργήθηκαν και ο κλήρος φυλακίστηκε, στόχος του Χότζα ήταν να απαλλάξει τον λαό από την πίστη, άλλωστε έπρεπε να έχουν πίστη μόνο στο Κόμμα.
Ο θάνατος του Εμβέρ Χότζα
Ο Χότζα πέθανε στα Τίρανα στις 11 Απριλίου του 1985, καθώς αντιμετώπιζες σοβαρά προβλήματα υγείας μετά από 2 εμφράγματα και παράλυση, βυθίζοντας το κράτος στο πένθος. Η προπαγάνδα που είχε ριζώσει στο μυαλό της πλειοψηφίας του λαού, το έκανε να πιστεύει πως μαζί με το τέλος του Χότζα είχε έρθει και το τέλος της χώρας.
Τη διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει ο Ραμίζ Αλία, στενός συνεργάτης και ευνοούμενος του Εμβέρ, που διοργανώνει μια μεγαλοπρεπή κηδεία στην πρωτεύουσα ανακηρύσσοντας τη χώρα σε πένθος και “απαιτώντας” από τους πολίτες να δείξουν τη θλίψη τους για το χαμό του ηγέτη.
Στην κηδεία, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Απριλίου, δεν έδωσε το παρών κανένας από τους συμμάχους και συνεργάτες από το εξωτερικό, μόνο από τη Μόσχα εστάλη συλληπτήρια επιστολή, η οποία επιστράφηκε στους αποστολείς καθώς θεωρήθηκε “απαράδεκτη”.
Τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο Αλία, που χαρακτηρίστηκε ακόμη πιο επικίνδυνος από τον Χότζα, καθώς παρά τις μικρές μεταρρυθμίσεις που έκανε συνέχισε την ίδια πολιτική που είχε πια εξαντλήσει τον λαό. Με αποτέλεσμα σύντομα να αρχίσουν οι εξεγέρσεις που οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος το 1989, που σφραγίστηκε με την καταστροφή του αγάλματος του Στάλιν.
Οι πληγές που άφησε πίσω της η κομμουνιστική δικτατορία
Οι επίσημες καταγραφές από το τέλος της κομμουνιστικής δικτατορίας κάνουν λόγο για 5.000 άνδρες και 450 γυναίκες νεκρούς, 35.135 φυλακισμένους, εκ των οποίων περισσότεροι από 1.000 έχασαν τη ζωή τους και για πολλές χιλιάδες εξόριστους. Μάλιστα, όπως αναφέρεται μέχρι και σήμερα πολλές οικογένειες δεν γνωρίζουν που είναι θαμμένοι οι σοροί των δικών τους ανθρώπων.
Παράλληλα, ο κομμουνισμός άφησε πίσω του ένα κράτος οικονομικά κατεστραμμένο, οπισθοδρομικό και απομονωμένο από τον κόσμο.
news247.gr