Στην περιοχή του Τυρνάβου αναπτύσσεται ένας από τους μεγαλύτερους αμπελώνες της χώρας, έκτασης 25.000 στρεμμάτων, στον οποίο καλλιεργούνται σήμερα διάφορες ποικιλίες σταφυλιών, όπως οι παραδοσιακές ελληνικές Ροδίτης, Μπαντίκι, Λημνίωνα, Ασύρτικο, Μαλαγουζιά, αλλά και οι «κοσμοπολίτισσες»
Syrah, Merlot, Cabernet S., Ugni Blanc, Maccabeu, Sauvignon Blanc, Chardonnay, η κυρίαρχη όμως ποικιλία σταφυλιών της περιοχής είναι το Μοσχάτο Μαύρο Τυρνάβου που εκτείνεται στα 15.000 στρέμματα περίπου.
Πρόκειται για ποικιλία που συναντάται σποραδικά διεθνώς, στην Ελλάδα όμως είναι ταυτισμένη με την περιοχή Τυρνάβου, αφού το σύνολο σχεδόν της καλλιέργειας της βρίσκεται στα όρια του δήμου. Η καλλιέργεια του Μοσχάτου ξεκίνησε μετά την καταστροφή από τη φυλλοξήρα την περίοδο 1930-1936 με τη συνδρομή της Γεωργικής Σχολής Λάρισας και την διανομή αντιφυλλοξηρικών κλημάτων, όπου μεταξύ άλλων ποικιλιών προωθήθηκε και το Μοσχάτο Αμβούργου.
Η ποικιλία Μοσχάτο Αμβούργου δημιουργήθηκε το 1850 από διασταύρωση της ιταλικής ποικιλίας Schiava Grossa (Trollinger ή Black Hamburg) και της αιγυπτιακής Μοσχάτο Αλεξανδρείας και καλλιεργήθηκε σε θερμοκήπια της Αγγλίας όπου ονομάζονταν Μαύρο Μοσχάτο Αλεξανδρείας. Η καλλιέργεια της συναντάται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο, στην Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Ρουμανία, Πορτογαλία κλπ), στις ΗΠΑ (Καλιφόρνια, Βιρτζίνια, Όρεγκον, Τέξας), στην Αίγυπτο, στην Αργεντινή και τελευταία στην Κίνα. Στις διάφορες περιοχές του κόσμου όπου καλλιεργείται συμμετέχει σε αναμίξεις οίνων, παράγει επιδόρπιους οίνους, πωλείται ως φρούτο αλλά πολύ σπάνια βρίσκει κανείς κρασί αποκλειστικά από Μοσχάτο Αμβούργου.
Οι αμπελουργοί της περιοχής Τυρνάβου έχοντας μακραίωνη αμπελοοινική ιστορία, εργάστηκαν με τα νέα δεδομένα που δημιούργησαν οι ποικιλίες που εγκαταστάθηκαν μετά τη φυλλοξήρα και αξιοποίησαν το Μοσχάτο με πολλούς τρόπους. Προχώρησαν στην παραγωγή ιδιαίτερων αρωματικών κρασιών, κυρίως ελαφρών κόκκινων, γλυκών και ημίγλυκων, μέσο δε της απόσταξης δημιούργησαν ονομαστό τσίπουρο, ενώ παράλληλα το προώθησαν στην αγορά ως νωπό σταφύλι. Η μεγάλη έκταση της καλλιέργειας Μοσχάτου Αμβούργου, ο καλός εγκλιματισμός της ποικιλίας και η πολύμορφη αξιοποίηση της, ανέδειξαν την περιοχή Τυρνάβου σε παγκόσμιο σημείο αναφοράς, ώστε να συμπεριληφθεί ανάμεσα στα 101 συνώνυμα της ποικιλίας, που στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι παραλλαγές της λέξης Μοσχάτο Αμβούργου Μαύρο Μοσχάτο κλπ και το συνώνυμο ΜΟΣΧΑΤΟ ΤΥΡΝΑΒΟΥ (MOSCHATO TYRNAVOU). Το στοιχείο αυτό τεκμηρίωσε τη φήμη του Μοσχάτου Τυρνάβου σε παγκόσμια κλίμακα και έθεσε εύλογα το θέμα κατοχύρωσης της ονομασίας σε εθνικό επίπεδο. Καταληκτικά από τον Φεβρουάριο του 2013, η ποικιλία μπορεί να φέρει επίσημα το συνώνυμο Μοσχάτο Μαύρο Τυρνάβου, για τα σταφύλια που καλλιεργούνται στα όρια του Δήμου Τυρνάβου. Έτσι μπορεί με τον πλέον επίσημο τρόπο να χρησιμοποιηθεί το δικό μας τοπωνύμιο και να αποφεύγεται η λέξη Αμβούργου που δεν εξυπηρετεί στην περιγραφή της ποικιλίας και των τοπικών προϊόντων που προκύπτουν από αυτή. Άλλωστε μια ποικιλία που μετρά τόσες δεκαετίες και συνδέεται τόσο στενά με μια περιοχή καταγράφεται στη συνείδηση των ανθρώπων ως γηγενής. Ο Τύρναβος και το Μοσχάτο έχουν πλέον μια αμφίδρομη σχέση, είναι το Μοσχάτο του Τυρνάβου αλλά και ο Τύρναβος του Μοσχάτου και η σχέση αυτή θα παίξει τον βασικότερο ρόλο στην ανάπτυξη του αμπελοοινικού τομέα της περιοχής.
Το μικροκλίμα της περιοχής κορυφώνει τον έντονο αρωματικό χαρακτήρα της ποικιλίας που θυμίζει τριαντάφυλλο, συμβάλλοντας στην παραγωγή ιδιαίτερων μοσχάτων οίνων που αποτελούν κατηγορία από μόνοι τους. Το Μοσχάτο Τυρνάβου δίνει επίσης λόγω του αρωματικού του προφίλ εξαιρετικούς αφρώδεις οίνους ροζέ ή λευκούς και έτσι μπορεί να αξιοποιείται σε μια κατηγορία οίνων η οποία παρουσιάζει ραγδαία αύξηση στην εγχώρια και παγκόσμια κατανάλωση. Μέσα σε όλο αυτό το οινικό ταξίδι από μια δύσκολη και απαιτητική οινολογικά ποικιλία, έχουν παραχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, οίνοι ΠΓΕ (Προστατευμένης Γεωγραφικής Ένδειξης) όπως και Ποικιλιακοί, ενώ μεγάλο αγοραστικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια οι λευκοί οίνοι από το Μαύρο Μοσχάτο (Blank de noir). Το συμπυκνωμένο γλεύκος (πετιμέζι), είναι επίσης ένα σημαντικό προϊόν που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα του είδους, για την ένταση της γεύσης και του αρώματος και αξιοποιείται από τις οινοποιίες, τις οξοποιίες, τη βιομηχανία τροφίμων και τη ζαχαροπλαστική. Η ποιότητα των αποσταγμάτων (τσίπουρο κλπ) από Μοσχάτο Τυρνάβου αποτελεί και αυτή ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τον «άμβυκα να δρα σα μεγεθυντικός φακός των αρετών του» όπως πολύ εύστοχα αναφέρεται στο portal new wines of greece της ΕΔΟΑΟ.
Το Τσίπουρο Τυρνάβου είναι αναγνωρισμένης γεωγραφικής ένδειξης από το 1989 με τους ΕΚ 1576/1989 και 110/2008, είναι δε η μοναδική πόλη της Ελλάδας που έχει αυτή τη διάκριση και εν πολλοίς τη διάκριση αυτή την οφείλει και στην ποικιλία Μοσχάτο.
Από τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε το διάστημα 2006 – 2008 έγινε φανερό, ότι η ποικιλία υπερέχει τόσο σε πλήθος όσο και σε συγκέντρωση αρωματικών συστατικών. Όλα τα πειράματα της φάσης αυτής έδειξαν ότι το Τσίπουρο Τυρνάβου για να αποκτήσει ένα διαφοροποιημένο αρωματικό χαρακτήρα από ανάλογα ομοειδή προϊόντα, θα πρέπει να παράγεται από στέμφυλα Μοσχάτου Τυρνάβου.
Το ενδιαφέρον του Μοσχάτου Τυρνάβου δεν εξαντλείται στα παραπάνω, πρόσφατη μελέτη αποδεικνύει πως τα υποπροϊόντα και εκχυλίσματα της ποικιλίας, έχουν σημαντικές ποσότητες βιοδραστικών πολυφαινολών με μεγάλες αντιοξειδωτικές ικανότητες, με αντικαρκινική και αντιμεταλλαξιογόνο δράση, κατατάσσοντας την στις πρώτες θέσεις των ελληνικών ποικιλιών.
Στην οινοποίηση και απόσταξη του Μοσχάτου Τυρνάβου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει ο Αγροτικός Οινοποιητικός Συν/σμός Τυρνάβου, που σε όλη την πορεία του από το 1961 μέχρι σήμερα έδωσε πλήθος οινικών εκφράσεων αλλά και αποσταγμάτων (τσίπουρο), τα οποία καθιέρωσαν την ποικιλία στην εγχώρια αγορά, ενώ δημιουργήθηκαν καλές προοπτικές και για τις αγορές του εξωτερικού. Παράλληλα τις τελευταίες δεκαετίες στον αμπελώνα της περιοχής, δραστηριοποιούνται μια σειρά οινοποιείων και αποσταγματοποιείων, συμβάλλοντας καθοριστικά στη συνολική οινική εικόνα της περιοχής.
Εν κατακλείδι η ποικιλία είναι για την περιοχή ένα πολυεργαλείο ανάπτυξης, ένας πραγματικός θησαυρός που οφείλουμε να τον ανακαλύψουμε αλλά και να τον αποκαλύψουμε, να τον διαφυλάξουμε, να τον αξιοποιήσουμε, να τον ερευνήσουμε και να τον εξελίξουμε.
*Η εισήγηση παρουσιάστηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης στη Γιορτή Κρασιού Αμπελώνα