Η Ελλάδα επτά χρόνια μετά το εκτροχιασμό των δίδυμων ελλειμμάτων το 2009, που την οδήγησε στον αναγκαστικό δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, κατάφερε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του δημοσιονομικού ελλείμματος και αυτού των εξωτερικών συναλλαγών.
Ενώ οι άλλες χώρες που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό είναι πλέον εκτός προγράμματος -η Κύπρος βγαίνει τον Μάρτιο – και έχουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, η Ελλάδα, τον Αύγουστο του 2015, υπέγραψε το Τρίτο Μνημόνιο και είναι σε ύφεση.
Η χώρα μετά την επιβολή των capital controls θα καταγράψει αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης τόσο το 2015 όσο και το 2016 συμπληρώνοντας 9 χρόνια ύφεσης -μόνη εξαίρεση η οριακή αύξηση του ΑΕΠ το 2014 – με σωρευτική απώλεια 26% του ΑΕΠ. Έτσι, η χώρα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο θα έχει χάσει μια ολόκληρη δεκαετία.
Ο κίνδυνος που διατρέχει η χώρα είναι να χαθούν όσα με θυσίες κατακτήθηκαν αν δεν επιστρέψει σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης και καθηλωθεί σε στασιμότητα και υψηλή ανεργία.
Η μετάβαση όμως σε σταθερή ανάπτυξη δεν είναι μια μηχανική διαδικασία. Η ανάπτυξη, δε διατάσσεται ούτε επιστρατεύεται, ούτε νομοθετείται με ένα άρθρο. Προϋποθέτει, πολιτική και κοινωνική ηρεμία, σταθερότητα και ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις για την πορεία και τις στρατηγικές επιλογές της χώρας.
Η Ελλάδα μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιδιώκει να ενισχύσει την δυναμικότητα αλλά και την παραγωγικότητα\ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Όμως η στρατηγική των μεταρρυθμίσεων θέλει χρόνο για να φέρει αποτελέσματα.
Σήμερα, η κατανάλωση παρά τη δεκαετή κρίση εξακολουθεί να αποτελεί περίπου το 70% του ΑΕΠ. Η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής στην περίοδο 2016-2018 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα εκ των πραγμάτων αποδυναμώνει το ρόλο της κατανάλωσης στα επόμενα χρόνια για να συνεισφέρει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Ένας τομέας της οικονομίας που μείωσε τις αρνητικές επιπτώσεις των capital controls ήταν οι εξωτερικές συναλλαγές. Η καθίζηση των εισαγωγών κράτησε την ύφεση πολύ κάτω από το 1% για το 2015. Η ενίσχυση όμως της ανάπτυξης μέσω της τόνωσης των εξαγωγών προϋποθέτει χρόνο αφού αυτές, αποτελούσαν μικρό τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας πριν από το ξέσπασμα της κρίσης.
Επομένως μεγάλη βαρύτητα στην αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας αποκτούν οι επενδύσεις και ιδιαίτερα αυτές του ιδιωτικού τομέα. Η χώρα στα επόμενα τρία χρόνια χρειάζεται τουλάχιστον 60 δις επενδύσεις πέρα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Η προσέλκυση όμως επενδύσεων σε τέτοια έκταση προϋποθέτει σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις ικανές να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές θα μειωθούν τα ασφάλιστρα κινδύνου καθιστώντας τη χώρα πολύ πιο ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις.
Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις είναι οι εξής:
1) Λειτουργική ανεξαρτησία και θεσμικές εξασφαλίσεις όσον αφορά την λειτουργία των θεσμών και ειδικότερα την προστασία των επενδύσεων.
2) Σταθερό και προβλέψιμο φορολογικό πλαίσιο και ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης. Ένα φορολογικό νομοσχέδιο ανά 10-ετία με αυξημένη πλειοψηφία.
3) Πλήρης διαφάνεια στο νομοθετικό έργο κάθε κυβέρνησης με λεπτομερή μελέτη δημοσιονομικών επιπτώσεων.
4) Διαφανές και εύρυθμο πλαίσιο αποκρατικοποιήσεων. Είναι καιρός να αμφισβητήσουμε το δόγμα σύμφωνα με το οποίο ότι είναι δημόσιο είναι και καλύτερο. Το κράτος καλείται να αναλάβει έναν επιτελικό ρόλο και να θεσπίζει κανόνες.
5) Ευέλικτος δημόσιος τομέας με χρήση νέων τεχνολογιών και διαρκή επιμόρφωση. Ηλεκτρονική διακυβέρνηση στον πυρήνα των λειτουργιών του Δημοσίου.
Επιπρόσθετα η οικονομία έχει ανάγκη από νέα χρηματοδοτικά εργαλεία (ιδιωτικά και κρατικά κεφάλαια όπως private equity, ventures capitals κ.ά.) αλλά και από ένα υγιές τραπεζικό σύστημα που θα στηρίζει επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και θα «στρέψει» σημαντικό μέρος της πιστοδοτικής του ικανότητας προς τις νέες επιχειρήσεις που χρειάζεται η χώρα.
Με αυτά τα νέα δάνεια θα βελτιωθεί η ποιότητα των τραπεζικών χαρτοφυλακίων, επιτρέποντας την περαιτέρω στροφή των τραπεζικών πιστώσεων προς επιχειρήσεις ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς.
Οι τελικές ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια των επιχειρήσεων με τις οποίες θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες εξυγίανσης των τραπεζικών χαρτοφυλακίων είναι κρίσιμες και καθοριστικές για την ανάκαμψη των τραπεζών και της οικονομίας.
Με ένα υγιές και διάφανο πλαίσιο μπορεί να διασφαλιστεί ότι οι εταιρείες που θα εξαγοράσουν τα προβληματικά δάνεια των τραπεζών θα βοηθήσουν στην αναδιάρθρωση εταιρειών που βρέθηκαν εκτός λειτουργίας λόγω μεγάλων δανειακών βαρών αλλά παραμένουν ανταγωνιστικές. Κάποιες άλλες που δεν επιδέχονται αναδιάρθρωση και δεν είναι ανταγωνιστικές υποχρεωτικά θα κλείσουν.
Έτσι, το τραπεζικό σύστημα από τη μεριά του θα δημιουργήσει προϋποθέσεις απορρόφησης των ζημιών από την έκθεσή του σε προβληματικά δάνεια και θα μπορεί να τροφοδοτήσει το νέο που γεννιέται.
Σταθεροποίηση της κατανάλωσης, μεγάλος όγκος νέων ιδιωτικών επενδύσεων και ταχεία αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίου τραπεζών, άρση των capital controls, αποκατάσταση ρευστότητας των τραπεζών με ανάκτηση μεγάλου μέρους καταθέσεων και επιστροφή στη διατραπεζική αγορά αποτελούν προϋποθέσεις για σταθερή ανάπτυξη στο μέλλον, οριστική έξοδο από τα προγράμματα και επιστροφή στις αγορές. Έτσι, η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να δημιουργήσει στα επόμενα χρόνια νέες θέσεις εργασίας και βεβαίως, να αντιμετωπίσει τις ανισότητες που βάθυναν με την κρίση και να ενισχύσει τα εισοδήματα των εργαζομένων.