Το πρωί στο κρεοπωλείο μια κυρία πολύ ταλαιπωρημένη, πήρε τέσσερα σουβλάκια και δύο μπουτάκια κοτόπουλο. Μου έκανε εντύπωση που ο χασάπης παρά το ότι υπήρχαν πολλοί πελάτες στην αναμονή, της έπιασε κουβέντα για την κόρη της, αν βρήκε δουλειά, -δεν βρήκε- ακόμη και για τι τάξη πηγαίνουν τα εγγόνια της. Ο υπάλληλος του κάπου έλειπε κι η γυναίκα του και ταμίας, βρήκε την ώρα να πάει στην τουαλέτα.
Σε κανένα δεκάλεπτο, όλοι ήταν ξανά στη θέση τους, και μόλις πήγε η κυρία να πληρώσει, η ταμίας πετάχτηκε σαν τρελή κι άρχισε να χειροκροτεί.
“Κυρία Βάσω είστε η εκατοστή πασχαλινή πελάτισσα μας κι όπως κάθε χρόνο το κατάστημα στον τυχερό, προσφέρει δωρεάν ένα πλήρες γεύμα πέντε ατόμων.“
Της έβαλε στα χέρια τρεις σακούλες με όλα του Θεού τα καλά και δυο πασχαλινές λαμπάδες.
Οι υπόλοιποι πελάτες, που μάλλον είχαν ζήσει κι άλλες παρόμοιες σκηνές, χειροκροτούσαν κι αυτοί, φωνάζοντας συγχαρητήρια!
Η πελάτισσα σάστισε, δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, ψέλλισε ένα ευχαριστώ, να είστε καλά τα πήρε κι έφυγε.
“Πέντε άνθρωποι ζουν με την αγροτική σύνταξη του άντρα της” μου είπε κοκκινίζοντας ο χασάπης. Έσκυψα πάνω από τον πάγκο, τον αγκάλιασα και τον φίλησα.
Ωραίοι άνθρωποι! Ποιος είπε πως είμαστε τελειωμένοι; Αντέχουμε σε πείσμα των εχθρών μας!